«Η χώρα μου έχει ολοκληρωτικά καταστραφεί, τίποτε δε λειτουργεί, τίποτε δεν υπάρχει, κι όμως υποδέχεται μια παρέλαση ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων που έρχονται να κάνουν δηλώσεις του τύπου “ποτέ ξανά”».
Αυτό λέει ο Zlatko Dizdarevic, ένας εμβληματικός Βόσνιος διανοούμενος της ιδέας μιας πολυεθνικής Βοσνίας, την οποία νεκρολογήσαμε στο Ντέυτον των Η.Π.Α. περίπου 20 χρόνια πριν. Όλα όμως άρχισαν εκατό χρόνια πριν και για τον λόγο αυτό, το Σαράγεβο φέτος το καλοκαίρι έχει γίνει κέντρο Ευρωπαίων επίσημων διερχομένων που δηλώνουν με κάθε τρόπο τον αποτροπιασμό τους για τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η Ευρώπη θυμάται τα 100 χρόνια από την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου στην ευρωπαϊκή πόλη από την οποία θεωρείται ότι ξεκίνησε. Εκεί όπου τελείωσε ο τελευταίος ευρωπαϊκός. Εκεί, σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι δηλώνουν την αποστροφή τους στον πόλεμο, τον εθνικισμό, την εθνοκάθαρση και όλα αυτά που θα περίμενε κανείς να συγκεντρώνουν τον αποτροπιασμό του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων, με την εξαίρεση της Άκρας Δεξιάς.
Την ξεχασμένη Βοσνία τη θυμηθήκαμε δύο φορές φέτος: η πρώτη ήταν με την ευκαιρία των πρώτων μαζικών διαδηλώσεων των εργαζομένων και των ανέργων τον Μάρτιο και η δεύτερη λίγους μήνες μετά, με τις πλημμύρες που κατέστρεψαν υποδομές, ιδιοκτησίες και καλλιέργειες σε ένα μεγάλο κομμάτι του βορρά της. Μια χώρα τριχοτομημένη, υπό καθεστώς διεθνούς κηδεμονίας, με 44% ανεργία, με θεσμούς απολύτως αναποτελεσματικούς και απονομιμοποιημένους στις συνειδήσεις των πολιτών της. Μια χώρα, που ακόμη και σήμερα φυσικά αδυνατεί να συνταχθεί πίσω από μια κοινή ιστορική αφήγηση όχι μόνο για το ποιος φταίει στον βοσνιακό πόλεμο, αλλά και για τις ευθύνες στον Α΄ Παγκόσμιο…
Την ίδια στιγμή, οι Σέρβοι εθνικιστές έχουν κάνει ήρωα τον αναρχικό Gavril Princip, δολοφόνο του αρχιδούκα Φερδινάνδου και της γυναίκας του στις 28 Ιουνίου 1914 στο Σαράγεβο. Είναι κάπως σαρκαστικό βέβαια ότι ο ανήλικος τότε ακόμη Γαβριήλ, ούτε Μεγάλη Σερβία ήθελε ούτε καν χριστιανός ορθόδοξος δήλωνε, αλλά ποιος νοιάζεται για τέτοιες λεπτομέρειες σήμερα… Επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, η γέφυρα στην οποία δολοφονήθηκε το βασιλικό ζεύγος των Αψβούργων αναφερόταν στο περιστατικό σαν μια «λαϊκή διαμαρτυρία εναντίον της τυραννίας», δηλαδή της αυστροουγγρικής κατοχής των σερβικών εδαφών τής μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, ενώ ήδη Ευρωπαίοι ιστορικοί αρχίζουν και αναθεωρούν την αφήγηση που αποδίδει μόνο στους Γερμανούς την ευθύνη για το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Από την πλευρά της, η σερβική κοινότητα δεν δείχνει καθόλου διατεθειμένη να δεχτεί τον στιγματισμό της (έναν ακόμη) για την εκατόμβη των δέκα εκατομμυρίων νεκρών του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, οπότε απείχε των εκδηλώσεων…
Σήμερα πλέον, εκατό χρόνια μετά, η Γηραιά Ήπειρος δεν δείχνει να μπορεί να απαλλαγεί από τα προπατορικά αμαρτήματά της. Κολάζεται από το παρελθόν της και δοκιμάζει το μέλλον της. Για τρίτη φορά μέσα σε έναν αιώνα (1914-2014) έχει βάλει το πιστόλι στον κρόταφο και δοκιμάζεται. Ρισκάρει σε πείσμα των θεωριών που μας υπαγορεύουν ότι μαθαίνουμε από την ιστορία μας. Διότι αν ήταν να μαθαίναμε από την ιστορία μας, μάλλον θα ήμασταν εδώ και πολλά χρόνια ώριμοι, υπεύθυνοι, ήσυχοι και απαλλαγμένοι από τα λάθη του παρελθόντος. Δεν είμαστε όμως. Άρα από την ιστορία, όσο και να το παλεύουμε, δεν μαθαίνουμε. Κάτι μπορεί να μάθουμε, πάντα όμως κάτι θα μας ξεφεύγει. Το μοιραίο συνήθως.
Στην αναπόδραστη αδυναμία μας να «μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος» ποντάρουν οι ευρωπαϊκοί εθνικισμοί σήμερα. Από τη δική τους πλευρά όμως, κι αυτοί προσδοκούν να μην επαναλάβουν τα λάθη των δικών τους αφηγήσεων ώστε να καταφέρουν να διεξαγάγουν τον νέο τους αγώνα νικηφόρα. Η Marine Le Pen, πρώτη στις ευρωεκλογές στη Γαλλία, μαθαίνει λοιπόν από τα «λάθη» του πατέρα της –δημοσίως τον αποκαλεί πλέον με το ονοματεπώνυμό του– και αποφεύγει τις κακοτοπιές του βίαιου αντισημιτισμού του. Εξάλλου, πλέον δεν έχει τόσο νόημα ο αντισημιτισμός από τη στιγμή που η Ευρώπη βυθίζεται στην ισλαμοφοβία της… Οπότε η σύγχρονη comme il faut Ακροδεξιά μπορεί και να καμουφλάρεται.
Η Αριστερά, από την πλευρά της, λέει –και ορθώς το λέει– ότι όσο διαρκεί αυτού του τύπου η διαχείριση της κρίσης, αυτή που παραλύει τον ευρωπαϊκό κοινωνικό ιστό στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών, τόσο η Ευρώπη δοκιμάζει την ίδια της την υπόσταση. Τις δύο πρώτες φορές, η ήπειρος τα κατάφερε μια χαρά να διαλύσει ό,τι είχε όρθιο, με πολέμους. Σήμερα, μπορεί να μη χρειαστεί πολεμικές αναμετρήσεις για να το καταφέρει, για πρώτη φορά «ενωμένη» πλέον. O νεοφιλελευθερισμός είναι το λίπασμα των ευρωπαϊκών εθνικισμών. Το μικρόβιο παραμένει ζωντανό.
Και το μικρόβιο δεν είναι ο αφηρημένος «ευρωσκεπτικισμός» υπό την έννοια της εν γένει επιφύλαξης ενώπιον της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Εξάλλου, το να είναι κάποιος σκεπτικός για το πού βαδίζει η Ευρώπη σήμερα, είναι μάλλον σώφρον. Άρα ο πραγματικός σκεπτικισμός από μόνος του δεν είναι το θέμα μας, όσο κι αν συχνά οι σκεπτικιστές γενικώς περνούν την ώρα τους βυθισμένοι στην αδράνεια των σκέψεών τους. Το θέμα μας δεν είναι ούτε, φυσικά, ο «λαϊκισμός», όπως αρέσκονται να λένε οι Ευρωπαίοι «αντιλαϊκιστές» βάζοντας όλες τις αντιδράσεις απέναντι στην ηγεμονία τους στην ίδια μοίρα, με αποτέλεσμα τον ακροδεξιό εξαγνισμό. Αν υποθέσουμε ότι λαϊκισμός είναι η υπέρμετρη απλούστευση του περιεχομένου του πολιτικού ανταγωνισμού, τότε πιο ισχυρό «λαϊκισμό» από τον νεοφιλελεύθερο δύσκολα βλέπω σήμερα στην Ευρώπη.
Το πρόβλημά μας είναι λοιπόν αλλού. Τα ευρωπαϊκά έθνη είναι ιστορικά και γεωγραφικά καταδικασμένα στη συγκατοίκηση και για τον λόγο αυτό είναι μονόδρομος να συγκατοικούν χωρίς να σκοτώνονται. Τόσο μινιμαλιστικά. Γι’ αυτό αξίζει η «ευρωπαϊκή ιδέα», αυτοτελώς και ανεξάρτητα από αυτούς που την εκπροσωπούν κατά καιρούς. Όσο ο άλλος δρόμος απέναντι σε αυτή την ιδέα δεν είναι ο προλεταριακός διεθνισμός –που πιθανώς κάποιοι εξ ημών θα επιθυμούσαν–, τότε ο πιο δοκιμασμένος δρόμος που ξέρει να βαδίζει η ευρωπαϊκή ιστορία, στις στιγμές της ματαίωσης αλλά και αυτές του πιο αχαλίνωτου εγωισμού των λαών της, είναι αυτός των εθνικισμών της. Η «ενωμένη Ευρώπη» δεν είναι κάποιο a priori φετίχ, ούτε φυσικά είναι πιο «προχωρημένο» το να είναι ή να δηλώνει κανείς οπαδός της και όχι αντίπαλός της. Είναι απλώς ασφαλέστερο. Τόσο απλά: διότι οι εθνικισμοί έχουν το μικρόβιο να διαλύουν και τους αντιπάλους και τους ίδιους τους φορείς τους. Πιο ενδεικτικό παράδειγμα από τον σερβικό εθνικισμό στα τέλη του 20ού αιώνα δεν μπορώ να σκεφτώ.
Για τον λόγο αυτό είμαστε εναντίον αυτής της Ευρώπης, όπως οικοδομείται σήμερα: διότι απομακρύνει την ιδέα ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί μπορούν να έχουν ένα κοινό μέλλον χωρίς ανταγωνισμούς, στερεότυπα και αρνητικές δοξασίες για τους άλλους. Η Ευρώπη των καιρών μας είναι, παραδόξως, το λίπασμα της Ευρώπης των εθνών. Καλύτερη απόδειξη από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δεν μπορώ να σκεφτώ. Ο νεοφιλελεύθερος ευρωπαϊκός κοσμοπολιτισμός είναι το βούτυρο στο ψωμί, ο καλύτερος σύμμαχος στην εδραίωση των ευρωπαϊκών εθνικισμών. Αυτοί ισχυροποιούνται κάθε φορά που το σχέδιο μιας κοινής πολιτικής κοινότητας δεν ελκύει, δεν πείθει, όπως σήμερα.
Ωστόσο, άλλο πράγμα ο εθνικισμός του 1789, άλλο του 1914, άλλο του 2014. «Κάθε πράγμα στον καιρό του». Το 1789, η ιδέα του έθνους ήταν αυτή της καθολικής χειραφέτησης της πολιτικής κοινότητας και των ανθρώπων απέναντι στο παλαιό καθεστώς. Το 1914, η ιστορική στιγμή της απαλλαγής από τις αυτοκρατορίες. Αυτήν εξέφραζε ο δολοφόνος του αρχιδούκα και όχι τον σερβικό εθνικισμό του τέλους του 20ού αιώνα, όπως αρέσκονται να νομίζουν οι Σέρβοι εθνικιστές σήμερα. Το 2014, δεν βλέπω τίποτε το καλό στον ορίζοντα που μπορεί να μας κομίζει αυτή η ιδέα, πέραν της επισφαλούς αίσθησης –ενίοτε ψευδαίσθησης– της ανάτασης μιας συλλογικής αξιοπρέπειας που βαραθρώνεται από τους (πιο) ισχυρούς «εταίρους».
Ο εθνικισμός δεν αντιμετωπίζεται με ηθικισμούς, πολλώ δε μάλλον με εξορκισμούς του «βαλκανικού πρωτογονισμού» στους οποίους τόσο αρέσκεται η Δύση ανέκαθεν. Σήμερα, η Ευρώπη έχει σοβαρό θέμα όσο και να παρελαύνει στο Σαράγεβο ώστε να προσποιηθεί ότι το έχει αφήσει στις αρχές του 20ού αιώνα… Το «ποτέ ξανά», πέρα από εκδήλωση της καθωσπρέπει αντιεθνικιστικής ορθότητας, μπορεί να διαβαστεί και ως η κραυγή μιας ηπείρου η οποία δύσκολα φαίνεται να μπορεί να απαλλαγεί από προπατορικά αμαρτήματα που τη βυθίζουν, σήμερα πάλι, στην αβεβαιότητα.
Πηγή: Χρόνος