Από τον Πάνο Σείκιλο
«Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας – ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά – είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει – η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας…»
Πριν από 90 χρόνια, στις 23 Αυγούστου, δολοφονούνται στην ηλεκτρική καρέκλα από το κράτος των Η.Π.Α. και την πολιτεία της Μασαχουσέτης δύο αθώοι αγωνιστές.
Δύο ονόματα που ενεπλάκησαν σε μία από τις πιο μεγαλειώδεις ιστορίες αγώνα. Ονόματα που με τη στάση τους, ενέπνευσαν εργατοϋπαλληλικές ενώσεις, σωματεία αλλά και πλήθος ανένταχτων γυναικών και ανδρών να δράσουν αυθόρμητα υπέρ της απελευθέρωσής τους. Ανάγκασαν δικαστές και εξουσία να ανασκουμπωθούν, να τους τιμωρήσουν παραδειγματικά για την ταυτότητα και τη συνείδησή τους. Μα περισσότερο απ’ όλα, το δίδυμο Sacco και Vanzetti έγραψε τη δική του ιστορία-ορόσημο για τους καιρούς που ήρθαν και για ‘κείνους που περιμένουμε να ‘ρθουν. Μία ιστορία βιοπάλης και αλληλεγγύης.
Γεννημένοι στην Ιταλία του ευρωπαϊκού νότου, οι αναρχικοί Nicola Sacco και Bartolomeo Vanzetti ήρθαν από νωρίς αντιμέτωποι με την ανάγκη για επιβίωση. Η τύχη τούς έφερε στο κατώφλι των Ηνωμένων Πολιτειών το 1908. «Μέσα στη μαύρη απελπισία πήρα την απόφαση να φύγω από την Ιταλία και να πάω στην Αμερική. Στις 9 του Ιούνη του 1908 αποχαιρέτησα τα αγαπημένα μου πρόσωπα… Ταξιδεύοντας 2 μέρες με τρένο μέσω Γαλλίας και μετά διασχίζοντας επί 7 μέρες τον ωκεανό, έφτασα στη γη της επαγγελίας. Η Νέα Υόρκη ξεπρόβαλλε απειλητικά στον ορίζοντα με όλο το μεγαλείο και την αυταπάτη της ευτυχίας που υποσχόταν. Απ’ τη γέφυρα του πλοίου προσπαθούσα να δω μέσα απ’ αυτό το πλήθος των κτιρίων που ξεπρόβαλλε ελκυστικό και συνάμα απειλητικό στα μάτια των στριμωγμένων αντρών και γυναικών της γ΄ θέσης. Στο σταθμό υποδοχής μεταναστών δοκίμασα την πρώτη μου μεγάλη έκπληξη. Είδα τους υπεύθυνους υπαλλήλους να μεταχειρίζονται τους επιβάτες της γ΄ θέσης σαν ζώα. Δεν είχαν ούτε έναν καλό ή παρηγορητικό λόγο για να ελαφρύνουν το βαρύ φορτίο του φόβου που ένιωθαν οι νιόφερτοι στις αμερικανικές ακτές. Η ελπίδα που παρέσυρε τους μετανάστες στη νέα γη, εξανεμίστηκε μετά την πρώτη τους επαφή με τους σκληρούς αυτούς υπαλλήλους. Τα παιδάκια, που θα ‘πρεπε να ‘ναι ενθουσιασμένα απ’ την προσμονή, είχαν γαντζωθεί στα φουστάνια των μανάδων τους, κλαίγοντας τρομοκρατημένα. Τέτοιο ήταν το εχθρικό πνεύμα που πλανιόταν στους χώρους υποδοχής των μεταναστών. Θυμάμαι σαν τώρα που στεκόμουν μόνος σαν έφτασα στο Μπάτερι της Νέας Υόρκης, με τα φτωχικά μου υπάρχοντα, λίγα ρούχα δηλαδή και κάτι ψιλά στην τσέπη. Μέχρι χτες βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που με καταλάβαιναν…» αναφέρει στα Απομνημονεύματά του ο Bartolomeo Vanzetti *1.
…
Ήταν μια 23η Αυγούστου σαν τη σημερινή, το 1927, όταν το μακρύ χέρι της εξουσίας του πουλημένου δικαστή Webster Thayer επιστρατεύει τα ψέματα του αρχιμπάτσου William Proctor για να φιμώσει μια για πάντα τις ελεύθερες φωνές ενός ιχθυοπώλη κι ενός τσαγκάρη: «Συμφωνήσαμε με τον εισαγγελέα να πω ότι οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο της ληστείας προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από το πιστόλι του Nicola Sacco.»
Οι αναρχικοί αγωνιστές καταδικάζονται σε θάνατο, ενώ είχαν συλληφθεί έξι χρόνια πριν, με αφορμή τη ληστεία μετά φόνου του ταμία ενός εργοστασίου υποδηματοποιίας και του σωματοφύλακά του, στο προάστιο Braintree της Μασαχουσέτης. Οι δυο τους αρνήθηκαν κάθε συμμετοχή.
Η αλήθεια πίσω από το απάνθρωπο κυνηγητό τους ήταν ότι «πρωτοστάτησαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου και ήσαν πρωτοπόροι οργανωτές των εργατικών συνδικάτων, μακριά, μάλιστα, από την οπορτουνιστική γραμμή που κυριαρχούσε τότε στη συνδικαλιστική ηγεσία» **2.
Γράφει χαρακτηριστικά για την υπόθεση, ο Νίκος Μπογιόπουλος ***3: «Ο πραγματικός λόγος αυτής της πολιτικής δολοφονίας ήταν ότι η αστική τάξη των Η.Π.Α. και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι έπρεπε να στείλουν ένα μήνυμα παραδειγματισμού. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που οι επαναστατικές εξελίξεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με την ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος μέσα στις Η.Π.Α., προκαλούν πανικό στη κυρίαρχη αμερικανική ελίτ.»
Ανατριχιάζουν μερικά από τα τελευταία λόγια του Bartolomeo Vanzetti μπροστά στο δικαστή Thayer: «Δε θα ευχόμουν ούτε σ’ ένα σκυλί ή σ’ ένα ερπετό, στο πιο ευτελές ή δύστυχο πλάσμα της Γης – δε θα ευχόμουν σε κανένα απ’ αυτά όσα έχω υποστεί για πράγματα για τα οποία δεν είμαι ένοχος. Αλλά η πεποίθησή μου είναι ότι τα έχω υποστεί για πράγματα για τα οποία είμαι ένοχος. Τα υφίσταμαι γιατί είμαι ριζοσπάστης, και πράγματι είμαι ριζοσπάστης· τα έχω υποστεί γιατί ήμουν Ιταλός, και πράγματι είμαι Ιταλός.»
Ακολουθεί το τελευταίο γράμμα του Nicola Sacco στον αγαπημένο του γιο, ζωντανό μνημείο πατρικής αγάπης, τιμής και αλύγιστου χαρακτήρα λίγο πριν την ηλεκτρική καρέκλα…
«Γιε μου, να θυμάσαι: μην τα κρατάς όλα για εσένα.
Πάντοτε να κάνεις ένα βήμα πίσω, ένα βήμα μόνο, για να βοηθάς τους πιο αδύναμους, να στέκονται πλάι σου. Οι πιο αδύναμοι που φωνάζουν για βοήθεια, οι ταπεινωμένοι, τα θύματα, αυτοί είναι οι φίλοι σου. Οι φίλοι σου και οι φίλοι μου, οι σύντροφοί μας που αγωνίζονται. Ναι, και καμιά φορά πέφτουν. Πέφτουν, όπως ο πατέρας σου και ο σύντροφός του ο Bartolomeo έπεσαν. Αγωνίστηκαν και έπεσαν χτες για την κατάκτηση της χαράς. Για την ελευθερία όλων.
Στον αγώνα γιε μου, εκεί θα νιώσεις την αγάπη. Και στον αγώνα θα αγαπηθείς!»
- Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – Η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.
- Ριζοσπάστης, 07.06.2002.
- https://www.Ιmerodromos.gr
Πάνος Σείκιλος, για το Νόστιμον ήμαρ