Στον Δημήτρη Κούλαλη
Συνέντευξη με το Νίκο Μπογιόπουλο για το βιβλίο «Μια θρησκεία χωρίς άπιστους: Ποδόσφαιρο».
Την εισαγωγή υπογράφει ο Δημήτρης Μηλάκας.
Σφύρα να αρχίσουμε…
Μοιάζει το σήμερα σαν εκείνα τα λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει το παιχνίδι. Όλα είναι έτοιμα, οι αντίπαλοι στις θέσεις τους, νευρικότητα και αδρεναλίνη στην ατμόσφαιρα, τα διαδικαστικά έχουν τελειώσει και περιμένουμε το πρώτο σφύριγμα για να ξεκινήσει ο αγώνας.
Όταν γράφτηκε αυτό το βιβλίο- δέκα χρόνια πριν- όλα έδειχναν και όλοι έλεγαν ότι το παιχνίδι έχει τελειώσει και μάλιστα με μεγάλη νίκη. Ήταν η εποχή της «ισχυρής Ελλάδας» του εκσυγχρονισμού (του Σημίτη) που, εκτός από τις οικονομικές της επιδόσεις είχε κατακτήσει το ευρωπαϊκό κύπελο στο ποδόσφαιρο, είχε οργανώσει τους ολυμπιακούς αγώνες και ήταν έτοιμη να καθίσει για πάντα σε προνομιούχο θέση στην μεγάλη τραπεζαρία των ισχυρών αυτού του κόσμου.
Όσοι δεν έχουν παίξει ποδόσφαιρο και κυρίως όσοι αγνοούν τα διδάγματα της ιστορίας εκείνη την εποχή- μόλις πριν δέκα χρόνια- ήταν αδύνατο να καταλάβουν ότι το «παιχνίδι» δεν τελειώνει ποτέ, ούτε ακόμη κι αν έχει σφυρίξει ο διαιτητής τη λήξη του. Το παιχνίδι- η ζωή- συνεχίζεται με μια αδιάκοπη προσπάθεια που συνθέτουν οι νίκες και- πάνω απ όλα- οι ήττες και η διαχείρισή τους.
Τότε- μια δεκαετία πριν- μέσα στην χαλαρότητα την ευκολία και την διάχυτη ψευδαίσθηση περί αιώνιας προόδου και ευδαιμονίας προσπαθήσαμε να δούμε το ποδόσφαιρο χωρίς τα γοητευτικά του αξεσουάρ που πολλαπλασιάζουν την αξία του ως προϊόν στην αγορά. Κοιτώντας το ποδόσφαιρο γυμνό χωρίς τα φτιασίδια του, αντιλαμβάνεται κάποιος, ειδικά αν έχει ματώσει παίζοντας, τη δύναμη την ομορφιά του και τους λόγους που –όπως κάθε μηχανισμός παραγωγής χρήματος και χειραγώγησης– βρίσκεται στα χέρια των λίγων και ισχυρών.
Δεν είναι, προφανώς, μόνο το ποδόσφαιρο- ούτε το σημαντικότερο- που μας έχουν «κλέψει» οι ηγήτορες των αγορών. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά από την εποχή που γράφτηκε αυτό το βιβλίο, έχει αποδειχτεί (για μια ακόμη φορά) ότι η ιστορία δεν έχει τελειώσει. Νέες γραμμές χαράσσονται με πολέμους στον παγκόσμιο χάρτη, νέες αποφάσεις και νόμοι ορίζουν μια άθλια μοίρα για τις επόμενες γενιές, νέες ψευδαισθήσεις καλλιεργούνται από τις ελίτ ότι αυτός είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος.
Ε… ο κόσμος, αυτός ο κόσμος, που είναι θεμελιωμένος στο εμπόριο των πάντων (παιχνιδιών ελπίδων και ονείρων) δεν είναι ο καλύτερος δυνατός. Είναι ο κόσμος που θέλουμε να αλλάξουμε.
Μέσα στο «γήπεδο» λοιπόν- περιμένουμε- σιγοψιθυρίζουμε: «σφύρα ν αρχίσουμε»…
Δημήτρης Μηλάκας
Βρισκόμαστε έντεκα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε εκ νέου μαζί του και ποια τα καινούρια στοιχεία που συναντά ο αναγνώστης στις σελίδες του;
Ο πρώτος λόγος, είναι το ότι οι άνδρες μεγαλώνουν μέχρι τα δώδεκα. Μετά, το μόνο που κάνουν είναι να ψηλώνουν. Το ποδόσφαιρο και για ‘μένα και για το Δημήτρη ήταν και είναι το παιχνίδι μας. Εκείνο, για το οποίο χαλάσαμε τόνους οινοπνεύματος, γιατί σκίζαμε τα πόδια μας στις αλάνες. Γιατί, και αυτό θέλω να το πω, ήμασταν απ’ τα τυχερά παιδιά, ζήσαμε τις αλάνες και ξέρουμε και τη διαφορά ανάμεσα στην αλάνα και στο χόρτο.
Αυτός, λοιπόν, είναι ο πρώτος λόγος: Ήταν και είναι το παιχνίδι μας. Και πριν έντεκα χρόνια και τώρα και πριν από σαράντα χρόνια.
Ο δεύτερος λόγος, είναι ότι, όταν πριν από δέκα χρόνια βάλαμε τη σκέψη μας στο χαρτί, για να μιλήσουμε για αυτό που αγαπάμε, το οποίο είναι το σημαντικότερο απ’ όλα τα δευτερεύοντα στη ζωή, αυτό που είχαμε στο μυαλό μας ήταν κάποια προσωνύμια. Προσωνύμια, όπως: ο «μπαρμπαθωμάς» , ο «αγαπούλας», ο «τίγρης», ο «χοντρός», ο «καουμπέος». Αν τώρα, πας σε έναν χώρο που δεν ξέρει κανένας από ποδόσφαιρο, αλλά έχει συναίσθηση του κοινωνικού περιβάλλοντος και έχει δει και πέντε ταινίες στη ζωή του και πεις αυτά τα προσωνύμια, θα σου ‘λεγε ότι περιγράφεις μια συγκέντρωση μαφιόζων υπό τον Δον Κορλεόνε. Ε, ναι, αλλά, αυτά είναι τα προσωνύμια που και δέκα χρόνια πριν και σήμερα προσδιορίζουν αυτούς οι οποίοι έχουν στα χέρια τους το ελληνικό ποδόσφαιρο. Κατέχουν το παιχνίδι μας. Ένας απ’ τους βασικούς λόγους που αποφασίσαμε και τότε και τώρα να γράψουμε αυτό το βιβλίο ήταν ότι το ποδόσφαιρο, όπως και όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή, υφίσταται την αθλιότητα να βρίσκεται στα χέρια, στην κατοχή εκείνων που απαξιώνουν και τη ζωή και τα ωραία πράγματα, όπως το ποδόσφαιρο. Και, για να πούμε και κάτι ακόμα, χωρίς να έχουμε την αυταπάτη ότι η ζωή ή η κοινωνία θα αλλάξει μέσα από το ποδόσφαιρο, αυτό που θέλαμε να καταγράψουμε είναι ότι, όπως το ποδόσφαιρο, και η κοινωνία πρέπει να αλλάξει. Και ότι αυτό είναι κατορθωτό. Γιατί τελικά, η μπάλα γυρίζει.
Οπότε αυτά είναι και τα καινούρια στοιχεία που εμπεριέχονται εντός του.
Πολλοί λένε ότι η ανυποληψία του ποδοσφαίρου θα αποτελέσει την αρχή του τέλους του. Ωστόσο, παρά τα όσα του καταλογίζονται, το ποδόσφαιρο συνεχίζει να αποτελεί το πιο δημοφιλές άθλημα. Πώς το εξηγείται εσείς αυτό; Πώς γίνεται, δηλαδή, να συνεχίζουμε να ασχολούμαστε με κάτι τόσο «σάπιο»;
Καταρχάς, η άποψή μου είναι ότι η μπάλα δε θα πάψει να ‘ναι ποτέ δημοφιλής και λαοφιλής. Και δεν θα πάψει ποτέ γιατί η μπάλα μοιάζει πάρα πολύ με τη ζωή. Στον πλανήτη μας είμαστε 7 δισεκατομμύρια, 3,5 δισεκατομμύρια βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, έχουμε περάσει πλέον απ’ την εποχή των 2/3 της κοινωνίας, είμαστε πια στο 1/3, ενδεχομένως να είμαστε στο ¼, η ανθρωπότητα έχει περάσει εποχές χιλιετηρίδων δουλοκτητικών καθεστώτων , δουλοπαροικίας· τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν κάτω από αυτές τις συνθήκες, τις ιταμές για την αξιοπρέπειά τους και βάρβαρες για την ύπαρξή τους, παρά το γεγονός ότι η ζωή τους ήταν μαύρη και άραχλη ποτέ δεν έπαψαν να αγαπούν τη ζωή, ακόμη και αν τη ζωή τους την εκμεταλλεύονταν εκείνοι οι οποίοι τους είχαν υπό την κατοχή τους ως «res», που έλεγαν οι Ρωμαίοι, ως πράγμα, δηλαδή.
Το ποδόσφαιρο, λοιπόν, επειδή ακριβώς μοιάζει πάρα πολύ με τη ζωή, για αυτό και θα συνεχίζει να είναι λαοφιλές, όσο η ίδια η ζωή. Το ερώτημα είναι αν εκείνοι που υφίστανται τις συνέπειες της καταισχύνης, του μαγαρίσματός του, όπως αντίστοιχα και της ζωής, θα πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Γιατί δεν φτάνει να αγαπάς κάτι, πρέπει να το σώσεις κιόλας.
Θα μπορούσαμε ένα πούμε ότι το ποδόσφαιρο αποτελεί, αν όχι την επιτομή, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διυποκειμενικότητας, όπως την όρισε, λόγου χάρη, ο Χούσερλ;
Έλεγα προηγουμένως ότι το ποδόσφαιρο μοιάζει πάρα πολύ με τη ζωή. Τι έχει το ποδόσφαιρο; Έχει αυτοθυσία, γενναιότητα, εξυπνάδα, βρωμιά. Το καλό ποδόσφαιρο, ναι, έχει βρωμιά. Έχει εξαπάτηση. Μια από τις σπουδαιότερες στιγμές του είναι η ντρίμπλα. Τι είναι η ντρίμπλα; Η εξαπάτηση του αντιπάλου. Είναι μια προσομοίωση μάχης, έχει, όμως, και fair play· έχει τα πάντα. Σ’ αυτό, λοιπόν, που συνθέτει εκείνο που λέμε «τα πάντα» έρχεται κανείς να δει τη θέση του μέσα σε αυτό, τον ατομικό του προσδιορισμό. Στο ποδόσφαιρο ό,τι είσαι φαίνεται. Άμα είσαι μπαγάσας φαίνεται. Και όταν δεν είσαι, πάλι φαίνεται Το βλέπει η κερκίδα. Το στοιχείο της προσωπικότητας και της ατομικότητας, είναι αναπαλλοτρίωτο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Το ίδιο συμβαίνει και στο ποδόσφαιρο. Όποιος, όμως, νομίζει ότι μπορεί να μετουσιωθεί ως κοινωνικό ον κατά τον Αριστοτέλη, μέσα από την ατομική του αυτοαναφορικότητα, στην καλύτερη περίπτωση να είναι ένας ματαιόσπουδος Ντόριαν Γκρέη. Η προσωπικότητα επομένως, αναδεικνύεται μέσα από την δυνατότητα, και αυτό το προσφέρει τα ποδόσφαιρο, το ‘’εγώ’’ να γίνεται έντεκα ‘’εμείς’’. Έντεκα διαφορετικά «εγώ», τα οποία ανασυντίθενται σε ένα ομαδικό «εμείς», πια. Λέμε ένα παράδειγμα στο βιβλίο και νομίζω ότι είναι σωστό: Όλοι θυμούνται , όσοι αγαπούν τη μπάλα, αυτό που ‘κανε ο Μαραντόνα το ’86 στον αγώνα με τους Άγγλους. Όταν πέρασε όλη την Αγγλία δύο φορές και τους έβαλε εκείνο το γκολ του Θεού , που ήρθε μετά το πρώτο γκολ που ήταν με το «χέρι του Θεού». Οι πάντες θυμούνται αυτό το γκολ. Ναι, αλλά, ο Μαραντόνα είχε κάνει το ίδιο πράγμα τριάντα φορές στην καριέρα του. Γιατί κανείς δεν θυμάται τις άλλες εικοσιεννέα φορές; Κανείς δε θυμάται τις άλλες εικοσιεννέα φορές, γιατί τότε η Αργεντινή, όταν το ‘κανε αυτό ο Μαραντόνα στον αγώνα με την Αγγλία, ως σύνολο πήρε και το κύπελλο. Για αυτό το θυμόμαστε όλοι. Όταν τα έκανε με τη Νάπολι ή με την Μπόκα, εξίσου ωραία και φαντασμαγορικά ήταν, αλλά δεν είχαν νικήσει ως σύνολο.
Υπάρχει δημοκρατία στο ποδόσφαιρο; Και, κατ’ επέκταση, υπάρχει δημοκρατία στο σύγχρονο ποδόσφαιρο;
Στο παιχνίδι ποδόσφαιρο υπάρχει δημοκρατία. Ή, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να υπάρχει δημοκρατία και μάλιστα είναι κατασκευασμένο με δημοκρατικούς κανόνες. Στο εμπόρευμα ποδόσφαιρο δεν υπάρχει δημοκρατία, ούτε ποτέ θα υπάρξει. Παράδειγμα: Ποδόσφαιρο μπορούν να παίξουν οι πάντες· ψηλοί, κοντοί, εύσωμοι, λιγνοί, «στραβοκάνηδες», «μανεκέν», φτωχοί, πλούσιοι, έξυπνοι· οι πάντες μπορούν να παίξουν ποδόσφαιρο . Ο Γκαρίντσα, ένας τύπος, ο οποίος έπασχε στα νεανικά του χρόνια από πολιομυελίτιδα, το ένα του πόδι ήταν πιο κοντό από το άλλο, ήταν ένας απ’ τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που έβγαλε ποτέ η Βραζιλία. Ο Ολυμπιακός, πριν από μερικές δεκαετίες είχε έναν παικταρά που τον έλεγαν Φούνες. Ο Φούνες ήταν Ινδιάνος. Ήταν φαρδύς στους γοφούς. Τον είχαν λιώσει, λοιπόν, στην προπόνηση οι προπονητές για να τον αδυνατίσουν. Μα δεν αδυνάτιζε ο άνθρωπος, έτσι ήταν η κατασκευή του. Δεν τον εμπόδιζε, όμως, αυτό να είναι παικταράς. Ο Μαραντόνα ήταν 1,60 άνθρωπος, αλλά ήταν αυτός που ήταν. Ο Σώκρατες ήταν δυο μέτρα, αλλά επίσης ήταν τρομερός ποδοσφαιριστής. Ο Τζορτζ Μπεστ ήταν αλκοολικός και πανέμορφος, ο πέμπτος «Beatles» που έλεγαν τότε… Εν πάση περιπτώσει, λοιπόν, το παιχνίδι ποδόσφαιρο είναι τόσο δημοκρατικό που τους αντέχει και τους ανέχεται όλους, ακόμη και αυτούς που δεν ξέρουν να παίζουν μπάλα. Μέχρι και για αυτούς υπάρχει η θέση του τερματοφύλακα. Αλλά, ακόμη και για αυτούς που δεν μπορούσαν να παίξουν ούτε τέρμα, τους κάναμε διαιτητές.
Το εμπόρευμα ποδόσφαιρο, όχι. Δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία. Γιατί εδώ βασιλεύει ο ένας θεός, ο θεός του χρήματος, ο θεός του κεφαλαίου. Μπορεί να επαναλαμβάνεται χίλιες φορές σε κάθε ποδοσφαιρική σεζόν ότι αυτό που μια και μόνη φορά καταγράφηκε στη Βίβλο, ότι ο Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ, στο ποδόσφαιρο μπορεί να συμβαίνει πολύ συχνότερα, τελικά όμως, το τελικό συμπέρασμα είναι ότι δυο- τρεις ομάδες τα παίρνουν, κάτω από αυτές τις συνθήκες στην Ισπανία, δυο- τρεις, άντε πέντε, στην Αγγλία, μία στην Ελλάδα- αυτό δεν είναι και τόσο κακό (!) – με αυτήν την έννοια, λοιπόν, όχι, δημοκρατία δεν υπάρχει και δεν μπορεί να έχει κανείς την αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει δημοκρατία με αναλλοίωτους όλους τους κανόνες, οι οποίοι διαμορφώνουν ένα εξόχως αντιδημοκρατικό καθεστώς στον τρόπο με τον οποίο διαρθρώνεται η πυραμίδα του ποδοσφαίρου. Και στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Ή θα το ανατρέψεις εκ βάθρων όλο αυτό, κάτι που φαντάζει στις σημερινές συνθήκες να είναι πέρα από την ουτοπία, η ουτοπία όμως είναι ένα πάρα πολύ ωραίο πράγμα γιατί βρίσκεσαι σε διαρκή κίνηση. Γιατί; Γιατί κάνεις συνεχώς ένα βήμα να την πλησιάσεις και αυτή φεύγει. Κάνεις άλλο ένα και αυτή φεύγει επίσης δυο βήματα. Βρίσκεσαι σε μια διαρκή κίνηση. Και, εν τέλει, το να μπουν άλλου τύπου κανόνες, κανόνες που δεν θα ορίζονται με όρους παράγκας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι εφικτό. Εν πάση περιπτώσει, υπήρχε ένας φιλόσοφος που έλεγε τι είναι ευτυχία; Ευτυχία είναι το παιχνίδι. Ε, λοιπόν, αν καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τους έχουμε χαρίσει την ευτυχία που μας προσφέρει το παιχνίδι τότε δεν έχει κανένα νόημα· ας επιστρέψουμε σε μια κατάσταση μαμ, κακά και νάνι… Αν και το πρώτο το βλέπω πολύ δύσκολο στις μέρες μας.
Στο βιβλίο λέγεται ότι η μπάλα αποτελεί μοχλό άσκησης της πολιτικής, αλλά και ότι η πολιτική αποτελεί συστατικό του ποδοσφαίρου. Επί τη βάσει αυτού: Έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι το ποδόσφαιρο είναι το όπιο του λαού; Επίσης, έχουν δίκιο όσοι του καταλογίζουν ότι λειτουργεί εργαλειακά στη διάδοση εθνικιστικών αντιλήψεων;
Πρέπει να πω ότι εμείς γράψαμε αυτό το βιβλίο για αυτούς που αγαπούν το ποδόσφαιρο. Βασικά, όμως, το γράψαμε για αυτούς που δεν αγαπούν το ποδόσφαιρο. Το βιβλίο αναφέρεται σε αυτούς που δεν αγαπούν το ποδόσφαιρο, σ’ αυτούς που αγνοούν το ποδόσφαιρο. Λέμε κυρίως σ’ αυτούς που δεν αγαπούν το ποδόσφαιρο ότι είναι δικαίωμά τους να μην αγαπούν το ποδόσφαιρο. Έχουν όμως υποχρέωση να αντιληφθούν το εξής: Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Υπό ποια έννοια; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκατομμύρια άνθρωποι, απ’ την Αυστραλία μέχρι την πατρίδα μου, την Αμαλιάδα, κάθονται μπροστά από ένα κουτί. Ε, αυτό κάτι σημαίνει. Όταν, λοιπόν, έχεις ένα φαινόμενο, γιατί πραγματικά είναι κοινωνικό φαινόμενο τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι να συντονίζονται την ίδια στιγμή γύρω από ένα πράγμα, γύρω από μια κατάσταση· όταν , λοιπόν, έχεις ένα τέτοιο φαινόμενο, αυτό σημαίνει μια μεγάλη κίνηση μαζών. Αυτό από μόνο του είναι ένα πολιτικό φαινόμενο. Ακόμη και αν εσένα δεν σε νοιάζει τι το προκαλεί και αν παραιτηθείς από το να το αναλύσεις θα ασχοληθούν μαζί του εκείνοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται τη σημασία του. Ποιοι είναι αυτοί; Είναι οι «πετρελαιάδες» που ελέγχουν το ποδόσφαιρο, οι μεγαλοεργολάβοι που ελέγχουν το ποδόσφαιρο, είναι οι μεγαλοβιομήχανοι που ελέγχουν το ποδόσφαιρο… Όπως ελέγχουν τη ζωή σου, έτσι ελέγχουν και το ποδόσφαιρο. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, όπως ελέγχουν το ποδόσφαιρο, έτσι ακριβώς ελέγχουν και τη ζωή σου. Να, λοιπόν, γιατί έχει σημασία να ξέρεις περί τίνος πράγματος πρόκειται. Γιατί, αν δεν ασχοληθείς εσύ μαζί του, θα ασχοληθούν οι πολυεθνικές μ’ αυτό. Οι ίδιες πολυεθνικές που σου πίνουν το αίμα.
Πρέπει να ξέρεις τι παιχνίδια παίζονται γύρω απ’ αυτό. Ένα παιχνίδι με τέτοια κοινωνική επιφάνεια είναι προφανές ότι χρησιμοποιείται έτσι και αλλιώς πολιτικά. Χρησιμοποιείται από καθεστώτα για να φιλτράρουν το προφίλ τους. Το έκανε ο Φράνκο. Επί πενήντα χρόνια ο καλύτερος εκπρόσωπος της Χούντας του, ήθελε να πιστεύει, ήταν η Ρεάλ. Χρησιμοποιείται επομένως το ποδόσφαιρο; Φυσικά και χρησιμοποιείται. Όμως, τι σχέση με το παιχνίδι αυτό καθαυτό; Αν είναι να κατηγορήσουμε το ποδόσφαιρο γιατί το χρησιμοποιούν όσοι το χρησιμοποιούν ως όπιο, τότε θα πρέπει να τιμήσουμε και το ποδόσφαιρο. Γιατί, με τον ίδιο τρόπο που το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε για να ενισχύσει τις εθνικιστικές συγκρούσεις στη Γιουγκοσλαβία ή χρησιμοποιήθηκε για να εξηγηθεί ο πόλεμος του ποδοσφαίρου στη Λατινική Αμερική πριν από μερικά χρόνια, ανάμεσα στην Ονδούρα και στο Σαλβαδόρ, στην πραγματικότητα βάζοντας μπροστά το ποδόσφαιρο ήθελαν να κρύψουν τα πραγματικά αίτια. Αν, λοιπόν, πρέπει να κατηγορήσουμε το ποδόσφαιρο για όλα αυτά, ε, τότε θα πρέπει να το τιμήσουμε, γιατί υπήρχε η Ρεάλ επί Φράνκο, αλλά υπήρχε και η Μπαρτσελόνα, η ομάδα της αντίστασης. Θα πρέπει να τιμήσουμε το ποδόσφαιρο γιατί, ενώ, εδώ και ογδόντα χρόνια οι Παλαιστίνιοι αγωνίζονται για πατρίδα και πατρίδα δεν έχουν, το ποδόσφαιρο ήταν εκείνο που τους έδωσε πατρίδα, όταν από το 1930 αναγνώρισε την εθνική ομάδα της Παλαιστίνης. Θα πρέπει ακόμη να το τιμήσουμε γιατί, το 1973, η ΕΣΣΔ έκανε παγκοσμίως γνωστό το τι συνέβη στη Χιλή με το πραξικόπημα του Πινοτσέτ, με την άρνηση της να κατέβει στον αγώνα με τη Χιλή, κάτι που της κόστισε τον αποκλεισμό της από το Μουντιάλ του ’74. Άρα, λοιπόν, όλα αυτά περί του ποδοσφαίρου, το οποίο αξιοποιείται είτε έτσι είτε αλλιώς είναι ανοησίες. Γιατί, οι ΝΑΖΙ ήθελαν πράγματι να το χρησιμοποιήσουν για να δείξουν την υπεροχή τους. Ωστόσο, στον «αγώνα του θανάτου» που έγινε το 1942 με τη Δυναμό Κιέβου, οι παίκτες τις τελευταίας νίκησαν τους ΝΑΖΙ, παρότι ήξεραν κε των προτέρων ότι θα εξοντωθούν μέχρι ενός, όπως και έγινε. Ποιο, λοιπόν, το δίδαγμα; Αυτό που ήθελαν να περάσουν οι ΝΑΖΙ ή των παικτών της Δυναμό; Μάλλον το δεύτερο.
Επομένως, όποιος δεν μπορεί να καταλάβει το παιχνίδι ποδόσφαιρο είναι απλώς δυσκοίλιος και ανοργασμικός. Όποιος μιλάει, λοιπόν, έτσι για το ποδόσφαιρο στην πραγματικότητα δείχνει την απέχθειά του για οτιδήποτε λαϊκό.
Τόσο εγώ, όσο και ο Μήτσος, είμαστε για την υψηλή κοινωνία της εποχής, για αυτούς που σουφρώνουν τη μυτούλα τους, είμαστε τα παιδάκια που δεν παίρναμε τα γράμματα. Γιατί δεν παίρναμε τα γράμματα; Γιατί παίζαμε μπάλα. Ε, όλοι αυτοί οι καραγκιόζηδες, και με αφορμή τη νίκη της Ελλάδας στο Euro 2004, άρχισα να τους βλέπω να χτίζουν καριέρες. Καριέρες «ολυμπιακοφροσύνης», «παναθηναϊκοφροσύνης»· έβλεπα μερικές συναδέλφους μου να βγαίνουν στα κανάλια και να έχουν καλεσμένους ποδοσφαιριστές, να είναι εκστασιασμένες με το άθλημα… Και λοιπά καραγκιοζιλίκια.
Τώρα, για το «όπιο του λαού», είναι αγράμματοι όσοι το ισχυρίζονται και όχι μόνο ποδοσφαιρικά. Ξεπατικώνουν φρασούλες από τας περιγραφάς. Όπως έλεγε και ο Μαρξ για τη θρησκεία. Ναι, αλλά δεν λένε ότι πιο κάτω έγραφε ότι το όπιο του λαού – το όπιο ως καταπραϋντικό- ήταν ό,τι πιο παρηγορητικό σε έναν άκαρδο κόσμο. Το έλεγε βέβαια όχι για να εκθειάσει τη θρησκεία, αλλά για να αναλύσει το φαινόμενο. Αντίστοιχα, το ποδόσφαιρο, σαφώς και χρησιμοποιήθηκε από τη Χούντα στην Ελλάδα για να αποχαυνώσει τον κόσμο και για αυτό επένδυσε και στην ιστορία του Γουέμπλεϋ με τον Παναθηναϊκό, αλλά, και αυτό κάποιοι το λησμονούν, λίγους μήνες μετά έγινε το Πολυτεχνείο. Ας αφήσουν λοιπόν το παιχνίδι ήσυχο. Το παιχνίδι ποδόσφαιρο είναι εκείνο που αποτυπώνεται στην επιτύμβια πλάκα του 5ου αιώνα π.Χ που δείχνει τον πιτσιρικά να παίζει μπάλα. Όποιος θέλει τελικά να καταλάβει τι είναι το ποδόσφαιρο ας κάνει το πείραμα: Ας πάρει μια μπάλα σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη και ας την πετάξει σε ένα παιδί. Και μετά ας κοιτάξει τα μάτια του παιδιού. Τότε θα καταλάβει τι είναι ευτυχία. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο.
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια στερεοτυπική προσέγγιση του αθλήματος από τους ποδοσφαιριστές και τους προπονητές, αλλά, ακόμη, και από τους οπαδούς. Εσείς πού το αποδίδετε αυτό;
Στο ότι το ποδόσφαιρο είναι εμπόρευμα. Και ως τέτοιο, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι ο ωφελιμισμός από ‘κείνους που το παράγουν. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο από το να νικήσουν. Βεβαίως είναι σπουδαίο πράγμα η νίκη, όμως, ποτέ δεν θα πάψουμε να θεωρούμε την Εθνική Ολλανδίας μια από τις σπουδαιότερες Εθνικές ,επί Κρόιφ, παρότι έχασε δύο τελικούς. Ακόμη, η Ουγγαρία του Πούσκας έχασε στον τελικό της Βέρνης, αλλά η Ουγγαρία του Πούσκας θεωρείται από τους παλιότερους ό,τι σημαντικότερο έβγαλε ποτέ το ποδόσφαιρο. Σήμερα, όλα αυτά είναι προφανές ότι δεν επιτρέπονται. Και, όταν προκύψουν, προκύπτουν ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας που παρότι είναι επιστημονική φαντασία καταφέρνει να επιβεβαιώνεται. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η νίκη της Εθνικής Ελλάδος το ’04. Όχι γιατί έπαιξε σπουδαίο ποδόσφαιρο, αλλά και μόνο το ότι το πήρε είναι ασύλληπτο. Άρα, ζούμε μια δικτατορία, σε ό,τι αφορά τον τρόπο διεξαγωγής του παιχνιδιού, στο Τσάμπιονς Λιγκ, στα πρωταθλήματα, υπάρχει μια δικτατορία του προπονητή. Πρέπει να είσαι μαραθωνοδρόμος, «μηχανάκι», αν είναι δυνατόν και μποντιμπιλντεράς, και μετά θα δούμε αν είναι και ποδοσφαιριστής. Το ποδόσφαιρο για το οποίο μιλάμε είναι εκείνο που, όπως έλεγε και ένας Άγγλος προπονητής, είναι το «μπαλέτο της εργατικής τάξης», το ποδόσφαιρο για το οποίο έγραψε ο Ρίτσος και ο Αναγνωστάκης, είναι εκείνο το ποδόσφαιρο που στην γενιά μου το ‘παιζαν όσοι ήξεραν μπάλα. Σήμερα, απ’ ό,τι φαίνεται απαραίτητο δεν είναι να ξέρεις μπάλα, και αυτό είναι που πρέπει να αλλάξουμε.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έλεγε ότι, ίσως, αυτή η κοινωνία δεν θα αλλάξει ποτέ, γιατί στόχος των καταπιεσμένων είναι να γίνουν δυνάστες στη θέση των δυναστών τους. Αναλογικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο για τους Έλληνες οπαδούς;
Καταρχάς να πούμε ότι ο Θεός την πρώτη μέρα, έφτιαξε το φως και το σκοτάδι, τη δεύτερη, τα φυτά, την Τρίτη, τα ψάρια, την τέταρτη, τον Ολυμπιακό…
Θέλω, λοιπόν να πω, ως άνθρωπος που έχει αυτή την άποψη για το ποιος έφτιαξε τον Ολυμπιακό, ότι δεν έχει κανένα νόημα να είναι κανείς Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ κ.λπ, αυτό είναι ο αριθμητής, αν δεν υπάρχει ο παρανομαστής. Και ο παρανομαστής για να είμαστε όλα αυτά είναι το ποδόσφαιρο. Δεν έχει νόημα να είσαι το οτιδήποτε, αν δεν περιφρουρείς αυτό πάνω στο οποίο οικοδομείται το τι είμαστε. Και αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Τίποτα δεν έχει νόημα αν χαλάσει και σαπίσει το άθλημα. Που, για να τα λέμε όλα, εν πολλοίς και σαπισμένο και μαγαρισμένο είναι.
Τώρα, σε σχέση μ’ αυτό που έλεγε ο δάσκαλος Βασίλης. Μπορεί να είναι έτσι. Προσωπικά, δεν το πιστεύω. Αλλά, ακόμη και αν είναι έτσι, αυτούς που ελέγχουν αυτή την κοινωνία, ας βάλλουμε ως στόχο να τους νικήσουμε στο εξής ένα: Στο ότι δεν θα μας κάνουν σαν τα μούτρα τους. Και την ώρα που θα πεθαίνουμε, γιατί δύο πράγματα είναι βέβαια σ’ αυτή τη ζωή, η εφορία και ο θάνατος, έχοντας πια μια πλήρη εικόνα του κύκλου μας και μπορώντας να πούμε ότι δεν μας έκαναν σαν τα μούτρα τους, θα ‘χουμε πετύχει μια πολύ σημαντική νίκη απέναντί τους. Δεν μας έχουν κάνει σαν τα μούτρα τους.
Τελειώνοντας, 100 χρόνια ελληνικό ποδόσφαιρο. Τι κρατάμε, τι απορρίπτουμε, τι βλέπουμε για το μέλλον;
Κρατάμε το Δεληκάρη, το Χατζηπαναγή, το Κούδα, το Δομάζο, δυστυχώς, το κρατάμε όμως, το Μίμη Παπαϊωάννου, τον Τζόρτζεβιτς, τον Καραπιάλη· κρατάμε όλους αυτούς τους ήρωες της Κυριακής, που έλεγε εκείνη παλιά ελληνική ταινία, το Νίκο το Γόδα, τον εκτελεσμένο το ‘ 48 στην Κέρκυρα, τον παίκτη του Ολυμπιακού που ζήτησε να εκτελεστεί με τη φανέλα της ομάδας του, μαχητής στα Δεκεμβριανά και στη «μάχη της Ηλεκτρικής»· κράταμε, τέλος, την εικόνα ενός παιδιού που του πετάς μια μπάλα. Αυτό κρατάμε. Έχοντας ως πυξίδα, το αίτημα ηθικής αρτιότητας που περιέγραψα πριν: Η μπάλα γνωρίζουμε ότι είναι μέσα στον βούρκο και θα την πάρουμε στα χέρια μας όταν πάρουμε και το γήπεδο στα χέρια μας. Έχουν ωριμάσει οι συνθήκες και καλούμε την κερκίδα να «παίξει μπάλα».
Info: Η ανανεωμένη έκδοση του βιβλίου των Νίκου Μπογιόπουλου – Δημήτρη Μηλάκα, «Μια θρησκεία χωρίς άπιστους: Ποδόσφαιρο», κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις ΚΨΜ.