Θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Λίγα πράγματα μπορεί να γράψει κανείς, που να μην είναι κλισέ, για τον Νίκο Καββαδία. Ο Καββαδίας είναι ένας ποιητής που βρίσκεται στα στόματα πολλών ανθρώπων, η ποίηση του έχει το ιδίωμα να στοιχειώνει μέσα στο μυαλό του αναγνώστη. Μόλις ανοίγεις το εξώφυλλο μιας συλλογής του Καββαδία αισθάνεσαι ένα μανιασμένο θαλασσινό αέρα να σε φυσά στο πρόσωπο, και η τρικυμία αρχίζει.
Τρεις ποιητικές συλλογές εξέδωσε ο Νίκος Καββαδίας, η τελευταία εκδόθηκε μετά το θάνατο του από εγκεφαλικό το 1975. Η δουλειά του λοιπόν είναι ήδη περιορισμένη σε σύγκριση με συγγραφείς πολυγραφότατους όπως για παράδειγμα ο Σεφέρης. Όμως μέσα σε αυτά τα μικρά βιβλιαράκια κρύβεται τόση πίκρα, τόση μοναξιά και τόση τρυφερότητα όσα είναι τα κύματα της θάλασσας που υμνεί ο ποιητής. Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς τα ποιήματα του ως ελαφρό ανάγνωσμα, και εντελώς απίθανο να μη συγκινηθεί. Ανάμεσα στις τρεις συλλογές μεσολαβούν πολλά χρόνια και αυτό αποτυπώνεται στο τελικό αποτέλεσμα, καθώς η καθεμιά δίνει και διαφορετική αίσθηση, σαν να υποδεικνύει την ωρίμανση του ποιητή.
Πρώτη του εκδοτική απόπειρα, το Μαραμπού, που κυκλοφόρησε το 1933 σε 245 μόλις αντίτυπα, με δικά του έξοδα. Ο Καββαδίας, που καταγόταν από την Κεφαλονιά, νησί με ναυτική παράδοση, μπαρκάρισε πρώτη φορά το 1929, και στο Μαραμπού αποτυπώνεται φανερά η επιθυμία του να γίνει ναυτικός, ο φόβος ότι ο θάνατος μπορεί να τον βρει στη στεριά –όπως και έγινε- και οι πρώτες, έντονες, εντυπώσεις του από τη ζωή του ναυτικού.
Στο Μαραμπού υπάρχει βέβαια η θλίψη που είναι σήμα κατατεθέν της ποίησης του, όμως βρίσκεται ως επί το πλείστον σε επίπεδο συμβολικό. Μιλάει για τον θάνατο, πολύ πιο ξεκάθαρα απ’ ότι στις επόμενες δουλειές του. Μιλάει για την λαχτάρα για ταξίδι, μια λαχτάρα βαθιά, εσωτερική ακατανίκητη και ανεκπλήρωτη:
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μια σαίζ-λόγκ πεσμένη, κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία.[1]
Ακόμα μιλά για την καθημερινότητα και τη ρουτίνα των ναυτικών, και ακόμα περισσότερο για ναυτικούς που γνώρισε ή ήταν γνωστοί στον ναυτόκοσμο και που είχαν θλιβερές ιστορίες:
Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε το «Σχέλδ» στο Ματαπά
μια μέρα που των θαλασσών πάλευαν τα στοιχεία,
γιατί ήλιος δε φαινότανε το στίγμα του να βρει
ούτε μπορούσε απ’ τις στεριές να πάρει αντιστοιχία.[2]
Το 1947 εκδίδεται το Πούσι, πολύ διαφορετικό από το Μαραμπού, πολύ πιο εσωτερικό. Ο Καββαδίας είναι τώρα ασυρματιστής, έχει μεσολαβήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η αντιστασιακή του δράση. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο Πούσι είναι πιο αέρινα, διακρίνει κανείς μια μεταφυσική παρουσία να πλανιέται, το στοιχειώνει η γυναικεία παρουσία χωρίς ποτέ να γίνεται φορτική, πάντα διακριτικά:
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.[3]
Βασανιστικά μπάρκα, ατελείωτα ταξίδια, καταστάσεις μυστηριακές και ομιχλώδεις καταστάσεις:
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκλήρυναν την παλάμη.[4]
Κυριαρχούν ερωτήματα που γίνονται εμμονές, οι έννοιες μπερδεύονται με έναν τρόπο θαυμάσια ποιητικό:
Βαρεθήκαν οι ναύτες το τιμόνι,
το ‘να μάτι σου γέρνει και κοιμάται,
αγρυπνά το δεξί και θυμάται
το φανό που χτυπά μα δε ζυγώνει.[5]
Είναι σαφές ότι εδώ τον ποιητή απασχολούν θέματα πολύ πιο αόριστα από τον θάνατο και τις περιπέτειες ξένων ναυτικών. Στο Πούσι ο Καββαδίας μιλά σε πρώτο πρόσωπο, σε ένα έργο βαθιά εσωτερικό.
Η τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή ολοκληρώθηκε λίγο πριν το θάνατο του και εκδόθηκε μετά από αυτόν. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο Τραβέρσο έχουν γραφτεί από το 1951 μέχρι το 1975 και είναι η μοναδική συλλογή όπου σχεδόν το κάθε ποίημα έχει ημερομηνία. ΤοΤραβέρσο είναι σε μεγάλο βαθμό μια συνομιλία του ποιητή με τον εαυτό του. Εδώ είναι που το Καββαδίας ρίχνει το παραπέτασμα και αφήνει τον εαυτό του εκτεθειμένο στον αναγνώστη ακόμα περισσότερο απ’ ότι στο Πούσι. Φαίνεται ότι τα ποιήματα του προκύπτουν μέσα από μια βαθιά ενδοσκόπηση, μια αναμέτρηση με τα πεπραγμένα του:
Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική και Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυό και πώς να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.[6]
Κάματος είναι που μιλά στενάχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θα ‘δινα –«Πάψε, Σεβάχ»- για να ‘μουνα παιδί![7]
Μέσα από το Τραβέρσο, αναδύεται μια εικόνα για τον Καββαδία, σαν να χτίζει ο ίδιος την ποιητική του persona ή σα να ανακαλύπτει τον εαυτό του, και να μην είναι ικανοποιημένος από αυτό που βλέπει:
Άσχημος είμαι. Αμαρτωλός σε φρέσκο του Ανωνύμου,
χυμένο είναι το μάτι μου με χτύπημα σφυριού,
το αυτί κομμένο κι έχασα μια νύχτα τη φωνή μου
στη ναυμαχία του Μισιριού.[8]
Ακόμα και ο τίτλος κάθε συλλογής όμως μαρτυρά κάτι για τον ποιητή. Το Μαραμπού είναι ένα πουλί, κακός οιωνός για τους ναυτικούς, είναι όμως και το παρατσούκλι του Καββαδία, αυτό με το οποίο ο ίδιος είχε βαφτίσει τον εαυτό του. Πούσι σημαίνει ομίχλη, ομίχλη πυκνή και επικίνδυνη που σκεπάζει τα πάντα και που μπορεί κανείς εύκολα να τη διακρίνει μέσα στην ομώνυμη ποιητική συλλογή. Τέλος Τραβέρσο είναι, στη γλώσσα των ναυτικών, αναγκαστική πορεία σε περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής κόντρα στη διεύθυνση του ανέμου[9]. Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτός ο τίτλος δεν ανήκει σε κανένα ποίημα της συλλογής, είναι λοιπόν περισσότερο συμβολικός.
Ίσως να είναι υπερβολικό, φαίνεται όμως ότι ο Καββαδίας έχει ταυτίσει την ύπαρξη του με την ποίηση του. Όπως μεγαλώνει κι ωριμάζει ο ίδιος, έτσι ωριμάζει και η δουλειά του. Η θεματολογία του –εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις- πάντα κινείται γύρω από την θάλασσα, την θάλασσα με την οποία έχει μια σχέση λατρείας και ανταγωνισμού. Παρ’ όλη όμως την εμμονή του σε ένα συγκεκριμένο θέμα και το προσωνύμιο του θαλασσινού ποιητή που έχει κερδίσει, δεν καταφέρνει ποτέ να γίνει φολκλορικός ή γραφικός. Κάθε ποίημα του έχει στοιχεία μιας μαγείας που οι άνθρωποι της θάλασσας γνωρίζουν καλά. Η ποίηση του ρέει, είναι μελωδική, είναι όμορφη.
Γράφει πάντα σε έμμετρο στίχο, ενώ τα ποιήματα του διακρίνει ένας εσωτερικός ρυθμός, λες και υπήρχαν πριν να τα συντάξει ο ποιητής. Η γλώσσα του γίνεται συχνά ακατανόητη αφού είναι ένα συνονθύλευμα από τη ναυτική ιδιόλεκτο, τη γλώσσα του λιμανιού και κάποιους κεφαλλονίτικους ιδιωματισμούς. Παρ’ όλ’ αυτά ο στίχος του μοιάζει πάντα να βρίσκει το δρόμο του για την καρδιά του αναγνώστη. Έχουν περάσει πια 30 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καββαδία και ο παράξενος, ναυτικός ποιητής δεν έχει ξεχαστεί, αντίθετα δεν έπαψε να συγκινεί το αναγνωστικό κοινό και ιδιαίτερα τη νεολαία.
Νίκος Καββαδίας: Μελοποιημένος
Ο Νίκος Καββαδίας έγινε πολύ γνωστός μέσα από την μελοποίηση των ποιημάτων του από διάφορους συνθέτες. Η ποίηση του Καββαδία προκάλεσε πολλούς καλλιτέχνες να ασχοληθούν μαζί του, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Επιχειρούμε εδώ μια κριτική παρουσίαση κάθε δισκογραφικής απόπειρας σε σχέση με τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία. Υπάρχουν ακόμη ποιήματα που μελοποιήθηκαν μεμονωμένα κι όχι στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης δουλειάς πάνω στον Καββαδία. Θα εξετάσουμε λοιπόν το χρονικό της μελοποίησης του Ποιητή της Θάλασσας.
Πρώτος ο Γιάννης Σπανός το 1975 στην Τρίτη Ανθολογία του μελοποίησε το ποίημα Mal duDépart με τον τίτλο Ιδανικός κι Ανάξιος Εραστής. Ερμηνεύει ο Κώστας Καράλης, μια ερμηνεία με μεγάλη ευαισθησία που έγινε γνωστή και αγαπήθηκε από το κοινό. Η μουσική είναι απλή και μελαγχολική με το πιάνο να δίνει τον τόνο, ακολουθεί την ροή του ποιήματος χωρίς περιττές εξάρσεις. Ο κύριος Σπανός σέβεται τη δομή του κειμένου και φτιάχνει ένα ομιχλώδες μουσικό τοπίο μέσα στο οποίο το ποίημα του Καββαδία ταιριάζει απόλυτα.
Το 1978 στο δίσκο Μαρίζα Κωχ έχουμε την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια μουσικής προσέγγισης του Νίκου Καββαδία. Η Μαρίζα Κωχ μελοποιεί 8 ποιήματα: Φάτα Μοργκάνα, Πούσι, Αρμίδα, Μουσώνας, Σταυρός του Νότου, Θεσσαλονίκη II, Νανούρισμα, Μαραμπού. Η κυρία Κωχ δημιουργεί ένα θαλασσινό τοπίο με τους ήχους κρουστών και παραδοσιακών έγχορδων οργάνων. Πιο πολύ ακούστηκαν και έγιναν γνωστά τα τραγούδια Φάτα Μοργκάνα και Πούσι.
Η πιο γνωστή δουλειά πάνω στην ποίηση του Νίκου Καββαδία είναι αυτή του Θάνου Μικρούτσικου, που σε κάποιο βαθμό έχει οδηγήσει στην ταύτιση συνθέτη και ποιητή. Το 1979 και χάριν της τηλεοπτικής σειράς Πορεία 090 που προβαλλόταν από την κρατική τηλεόραση ο Θάνος Μικρούτσικος συνθέτει τη μελωδία για 16 τραγούδια σε στίχους του Νίκου Καββαδία. Ο πρώτος δίσκος του Θ. Μικρούτσικου πάνω στον Καββαδία Ο Σταυρός του Νότου περιέχει έντεκα από αυτά: Kuro Siwo, Θεσσαλονίκη, Σταυρός του Νότου, Ένα Μαχαίρι, Γυναίκα, Ένας Νέγρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί, Federico Garcia Lorca, Αρμίδα, Cambay’s Water, Εσμεράλδα, Πικρία, ερμηνεύουν οι Γιάννης Κούτρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Αιμιλία Σαρρή.
Οι προβλέψεις για δισκογραφική αποτυχία δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι κριτικοί της εποχής προβλέπουν πανωλεθρία σχολιάζοντας την ‘πληκτική και ακατανόητη’ δουλειά του Θάνου Μικρούτσικου, όμως η ανταπόκριση του κοινού στο Σταυρό του Νότου είναι άμεση και μαζική. Οι μπαλάντες αυτές μπαίνουν κατευθείαν στην καρδιά των ακροατών. Η μουσική είναι μελαγχολική, σε σχέση με το κείμενο είναι ως επί το πλείστον υποκρουσιακή, σε καμιά περίπτωση δεν επικαλύπτει τους στίχους του Καββαδία, ουσιαστικά είναι τα λόγια που παράγουν την μουσική.
Μέσα στη δεκαετία του 1980 έχουμε τέσσερις προσπάθειες μελοποίησης από διαφορετικούς δημιουργούς. Το 1984 από τον Λάκη Παπαδόπουλο στο δίσκο Περίπου όπου μελοποιεί τα ποιήματα William George Allum και Black and White, ερμηνεύει η Αρλέτα. Το 1987 οι αδερφοί Κατσιμίχα στο δίσκο Όταν Λέω Πορτοκάλι Να Βγαίνεις μελοποιούν τη Μαϊμού του Ινδικού Λιμανιού δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ανατολίτικη, πολύ ταιριαστή στο ποίημα αυτό. Το 1989 ο Δημήτρης Ζερβουδάκης στον Ακροβάτη μελοποιεί το ποίημα Γράμμα στον Ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ, υπό τον τίτλο Γράμμα σε Έναν Ποιητή. Το τραγούδι αυτό αγαπήθηκε πολύ από το κοινό, η μουσική είναι απλή και παραπέμπει σε ταξίδι, όμως οι παρεμβάσεις του συνθέτη στο ποίημα έχουν αλλοιώσει αρκετά την αρχική του μορφή.
Όμως το 1986 έχουμε μια θαυμάσια δουλειά πάνω στην ποίηση του Νίκου Καββαδία από τους Ξέμπαρκους. Δύο νέοι μουσικοί από το Ναύπλιο, ο Ηλίας Αριώτης και ο Νότης Χασάπης με την διαμεσολάβηση της Δήμητρας Γαλάνη εκδίδουν τον δίσκο S/S IONION 1934 με έντεκα μελοποιημένα ποιήματα του Νίκου Καββαδία: Ένας Δόκιμος Στη Γέφυρα Εν Ώρα Κινδύνου, Αντινομία, Οι Γάτες Των Φορτηγών, Πούσι, Οι Προσευχές Των Ναυτικών, Γράμμα Ενός Αρρώστου, Θεσσαλονίκη ΙΙ, Καραντί, William George Allum, A Bord De L‘ «Aspasia», Yara-Yara. Οι Ξέμπαρκοι, όπως πολύ εύστοχα ονόμασαν τον εαυτό τους, τραγουδούν την μουσική που αναβλύζει μέσα από τα ποιήματα. Ο κύριος Νότης Χασάπης ομολογεί ότι τα ποιήματα του Καββαδία τραγουδούν από μόνα τους, οι μουσικοί μοναχά ερμηνεύουν την μελωδία που ήδη υπάρχει.
Με μια λιτή ενορχήστρωση και χρησιμοποιώντας τις φωνές τους σαν μουσικά όργανα, οι Ξέμπαρκοι πετυχαίνουν ένα αποτέλεσμα φρέσκο και αγνό και απόλυτα εναρμονισμένο με το πνεύμα του ποιητή. Οι δυό κιθάρες τους απαγγέλλουν ποίηση και ο φρέσκος ήχος τους μοιάζει με θαλασσινό αεράκι. Οι φωνές τους, διόλου τυποποιημένες ή επιτηδευμένες, φαντάζουν σα να έρχονται μέσα από τ’ αμπάρια ενός φορτηγού πλοίου. Στο δίσκο συμμετέχει και η Δήμητρα Γαλάνη ερμηνεύοντας το υπέροχο τραγούδι Γράμμα Ενός Αρρώστου. Δυστυχώς αυτή η δουλειά, όπως συνήθως οι δουλειές ανεξάρτητων καλλιτεχνών, δεν έλαβε την ανταπόκριση που της άξιζε, αφού δεν προωθήθηκε από την δισκογραφική εταιρεία.
Τέλος το 1991 ο Θάνος Μικρούτσικος επιστρέφει με τις Γραμμές των Οριζόντων. Ένας δίσκος που περιέχει όλα τα τραγούδια από το Σταυρό του Νότου, και ακόμα έξι: Καραντί, Οι Εφτά Νάνοι Στο S/S Cyrenia, Λύχνος Του Αλαδδίνου, A Bord De L‘ «Aspasia», William George Allum, Ο Πιλότος Νάγκελ. Ερμηνεύουν ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, οι αδερφοί Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας καθώς και ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος. Τα νέα τραγούδια κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με τα παλιά, δυνατές ερμηνείες από τους τραγουδιστές και απλή, μεστή μελωδία από το συνθέτη. Ίδιον της δουλειάς του Θάνου Μικρούτσικου είναι ότι κάθε φορά που ο συνθέτης διαφοροποιεί την ενορχήστρωση, τα τραγούδια ακούγονται σαν καινούργια, φρέσκα, ζωντανά και πάντα επίκαιρα.
Η ποίηση είναι ένα λογοτεχνικό είδος πολύ στενά δεμένο με τη μουσική. Πάνω στην ποίηση του Καββαδία έχουμε δουλειές υπεύθυνες και προσεγμένες και, ως αποτέλεσμα, όμορφα τραγούδια. Με την μελοποιημένη ποίηση ο κόσμος έρχεται πιο κοντά στην λογοτεχνία της χώρας του, ένα άλλοτε απρόσιτο ποίημα μπορεί να γίνει κοινό κτήμα γιατί η μουσική το ερμηνεύει, το κάνει κατανοητό και βατό και το προσφέρει στο κοινό ελεύθερο από προκαταλήψεις. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του Καββαδία, που η δύσκολη, ναυτική γλώσσα που χρησιμοποιεί αποτελεί τροχοπέδη για την κατανόηση των ποιημάτων του.
[1] A Bord De L’ «Aspasia», Μαραμπού, εκδ Άγρα
[2] Ο Πλοίαρχος Φλέτσερ, Μαραμπού, εκδ. Άγρα
[3] Πούσι, Πούσι, εκδ. Άγρα
[4] Cambay’s Water, Πούσι, εκδ. Άγρα
[5] Στεριανή Ζάλη, Πούσι, εκδ. Άγρα
[6] Πικρία, Τραβέρσο, εκδ. Άγρα (7-2-1975)
[7] Μουσώνας, Τραβέρσο, εκδ Άγρα (Ινδικός Ωκεανός 1951)
[8] Fresco, Τραβέρσο, εκδ. Άγρα (Sydney 1955)
[9] Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία, Γιώργος Τράπαλης, (1990) εκδ Άγρα
Δημοσιεύτηκε στο Lapsus Linguae τον Μάιο του 2005