Από τον Μιχάλη Καλούπη
«Έβαλε τον εαυτό του κάτω εξήντα χρόνια μοναξιάς, τον έστιψε κι έβγαλε την καλύτερη σταγόνα που έχουμε. » Αλέξης Μινωτής για τον Ν. Καζαντζάκη.
Με την πρώτη ανάγνωση του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» ένιωσα πως ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με αυτό που είχα στο μυαλό μου ως πραγματική λογοτεχνία αλλά δεν είχε τύχει να συναντήσω έως εκείνη τη στιγμή.
Μέσα στις σελίδες του, κρυμένα πίσω από την απερίγραπτη λογοτεχνική αρμονία και μυθοπλασία του κρητικού συγγραφέα, βρίσκει κανείς νομίζω τα πιο ατόφια απομεινάρια του χριστιανισμού όπως αυτός πρωτογεννήθηκε, βλέπει κανείς την εξέλιξη του θεσμού της εκκλησίας και το πως επηρέασε τις ζωές των υποδουλωμένων ελληνικών περιοχών, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε το πιο γνήσιο ιστορικό ψυχογράφημα της ελληνικής κοινωνίας.
Γνωρίζεις χαρακτήρες σφυριλατημένους με μαεστρία, όχι επινοημένους από μία αόριστη φαντασία μα καλύτερα θα έλεγε κανείς φωτογραφικά αποτυπωμένες μορφές, άνθρωποι που είσαι σίγουρος ότι κάποτε έζησαν και περπάτησαν στην Κρήτη και στη Σαρακίνα, διαλόγοι που δεν γράφτηκαν μόνο στο χαρτί αλλά που ήχησαν στον αέρα χρόνια πριν κι αιχμαλωτίστηκαν στα βιβλία του. Ταξιδεύεις με μία γλώσσα ρέουσα και παραστατική που δίνει πνοή και κίνηση στα πάντα γύρω -αντικείμενα, ζώα, φυσικά φαινόμενα, τοίχοι που σαλεύουν, βουνά που φυτρώνουν άκρα, βλέμματα που αγκαλιάζουν· όλος ο κόσμος του συγγραφέα είναι ζωντανός και σε κίνηση.
Ο Καζαντζάκης είναι γνωστό πως κυνηγήθηκε κατ’εξακολούθηση από την εκκλησία και όχι μόνο. Άθεος, κομμουνιστής, προκλητικός,διαφθορέας των νέων, λίγα μόνο από αυτά που η Ελλάδα φόρτωσε στον λογοτέχνη που διαβάστηκε και μεταφράστηκε όσο κανένας άλλος. Μία διευκρίνηση για τον τίτλο που σηκώνει μεγάλη συζήτηση: Η Ιερά Σύνοδος της εκκλησίας είχε ήδη αποφασίσει και εγκρίνει τον αφορισμό του ενώ το μόνο που έλειπε για να επισημοποιηθεί ήταν η σφραγίδα του τότε οικουμενικού πατριάρχη Αθηναγόρα , ο οποίος όμως σε μια αναμφίβολα γενναία στάση του, αρνήθηκε να υπογράψει. Τυπικά και μόνο λοιπόν η εκκλησία ισχυρίστηκε πρόσφατα ότι ο συγγραφέας δεν αφορίστηκε ποτέ– όχι επισήμως τουλάχιστον, αφού πρακτικά είχαν όλα δρομολογηθεί και συμφωνηθεί. Έλειπε μόνο μία υπογραφή. Στις μνήμη μας λοιπόν, ας μείνει αφορισμένος όπως θέλησαν, μεγάλο παράσημο στους ώμους του.
Η εκκλησία φόρτωσε τελικά τον συγγραφέα με κατάρες, τον αναθεμάτισε και τον πολέμησε μέχρι τέλους με μανία. Η σορός του μόλις απεβίωσε, απαγορεύτηκε με εντολή του τότε αρχιεπισκόπου να ταφεί σε νεκροταφείο. Ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, για τον οποίο ίσως αξίζει ένα ξεχωριστό αφιέρωμα, ήταν εκείνος που είχε το σθένος να μην υπακούσει και να συνοδεύσει τη σορό του μεγάλου συγγραφέα στην τελευταία της κατοικία -γεγονός για το οποίο αργότερα τιμωρήθηκε κατηγορούμενος μάλιστα και ως αριστερός- και έτσι ο Καζαντζάκης φώλιασε μια για πάντα μέσα στα τείχη του Ηρακλείου, ελλείψει άδειας ταφής κι όχι κατ επιλογήν όπως εσφαλμένα πιστεύεται.
Πίσω στο βιβλίο, αυτό που καταφέρνει ο Καζαντζάκης να μεταδώσει στον αναγνώστη, φαντάζει αδιανόητο: από τη μία, ξεγυμνώνει κάθε πτυχή της πατριαρχικής κοινωνίας της εποχής ξεδιπλώνοντας όλα τα ύπουλα, βρώμικα και σκανδαλώδη δρώμενα που ξεπηδάνε από την εκκλησία , όλα τα εγκλήματα που γίνονται στο όνομα του Θεού, όμως ταυτόχρονα αντιπαραθέτει τόσο μαεστρικά και λογικά την σάπια αυτή μορφή της εκκλησίας με την πρωτόγονη χριστιανική πνευματικότητα που φωλιάζει στους απλούς, αγαθούς ανθρώπους, ώσπου τελικώς καταφέρνει να σε φέρει περισσότερο κοντά στη θρησκεία απ’ότι να σε απομακρύνει από αυτήν.
Πιο κοντά στη θρησκεία, πιο μακριά από την εκκλησία όμως. Εκεί ήταν που ξεκίνησε το κυνήγι.
Ο Καζαντζάκης μεγαλούργησε δίχως να φοβάται τίποτα, πραγματικά λέφτερος, έχοντας πίσω του μάλιστα ένα πολιτικό σκηνικό που τον πολέμησε για τις φιλοκομμουνιστικές ιδέες του και την στιγμή που έφτασε πιο κοντά από ποτέ στο Νόμπελ λογοτεχνίας -είχε σχεδόν ενημερωθεί ότι το κέρδισε-, η Ελλάδα του γύρισε την πλάτη σαμποτάροντας η ίδια το τέκνο της ενώ την ίδια στιγμή έβρισκε στήριξη από δεκάδες άλλες χώρες. Έζησε ρετσινιασμένος από την εκκλησία η οποία τον αναθεμάτισε δίχως να μπορεί ή δίχως να θέλει να αντιληφθεί την βαθιά πνευματικότητά του και τελικώς κέρδισε την κατάρα της επειδή διαχώρισε τις έννοιες της θρησκευτικής πίστης και της εκκλησίας. Γιατί ήταν αδιανόητο έως τότε να υπάρχει χριστιανός που δεν υπακούει a priori στα ράσα και δεν πληρώνει αδρά για την θρησκεία του.
Το κείμενο αυτό δεν έχει σκοπό να εξυμνήσει τον μεγάλο αυτόν συγγραφέα, μα απλώς να τονίσει το παράδοξο· ο άνθρωπος που έφερε εμένα, έναν άπιστο -και πόσους ακόμα άραγε- πιο κοντά στον χριστιανισμό από κάθε άλλον, κάνοντάς με να ξαφνιαστώ με τον ίδιο μου τον εαυτό όταν μπόρεσα να διακρίνω το αμόλυντο, θετικό πρόσωπο της θρησκείας μέσα από τις σελίδες του, είναι ο ίδιος άνθρωπος που η επίσημη εκκλησία καταράστηκε, στιγμάτισε και κυνήγησε απροκάλυπτα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ίσως ο μεγαλύτερος από τους πολλούς σύγχρονους πνευματικούς μάρτυρες οι οποίοι σταυρώθηκαν από την εκκλησία υπό τον φόβο διατάραξης του εκκλησιαστικού ποιμνίου, ή για να το πούμε πιο απλά, των προβατοποιημένων πιστών της.
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.»
— Νίκος Καζαντζάκης