Από τον Σταύρο Αντύπα
– Γυρίζω τις πλάτες μου. Τα άσπρα μαλλιά μου γδέρνουν με σαράντα τρία αγκάθια τα νώτα μου. Οι γκριζωποί κρόταφοι του Νοέμβρη βαραίνουν τον βηματισμό μου. Μου χτυπάς τον ώμο, γυρίζω. Σε βλέπω, μα δεν έχω τίποτα να σου πω. Με ρωτάς τι θυμάμαι. Το βλέμμα μου πέφτει στο κενό. Τα κάγκελα με πονάνε. Το χακί αμπέχονο πέφτει στη μέση του δρόμου. Πατησίων και Στουρνάρη γωνία.
– Νοέμβρης είναι. Γίνεται του χαμού, δεν το βλέπεις; Χθες έπεσε ξύλο. Που ήσουν; Η τράπεζα πήρε το σπίτι του πατέρα. Η μάνα περιμένει το κουπόνι για τα ψώνια. Μη φανταστείς. Λίγο ψωμί, λίγο λάδι και κάνα τενεκεδάκι πελτέ. Θυμάσαι τον Γιώργο; Παίζατε μαζί στου Στρέφη. Έφυγε χθες. Βρήκε δουλειά έξω. Πέρασαν και τον πήραν από το Μουσείο. Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας γωνία.
– Σφαγείο. Τα χέρια μου τρέμουν. Δεν μπορώ πια να γράψω. Τη νύχτα με βασανίζει εκείνη η σκέψη. Η πύλη, το τανκ, έγινε ο εφιάλτης μου. Πονάω σε ολόκληρο το κορμί μου. Δεν έχω κρατήσει τηλέφωνα. Δεν έχω τις διευθύνσεις. Σταμάτα να με ρωτάς. Όσοι είναι εδώ δεν τους αναγνωρίζω κι όσοι αναγνωρίζονται δεν είναι εδώ. Τους έχασα όλους τότε. Αβέρωφ και Μάρνης γωνία.
– 17 του μήνα. Που ζεις; Έκλεισε το σχολείο. Τώρα είναι κέντρο φιλοξενίας. Δίνουν κάθε μέρα συσσίτιο. Χθες πέθανε ένα κοριτσάκι από μηνιγγίτιδα. Το εργοστάσιο έχει να λειτουργήσει χρόνια. Ο ΟΑΕΔ δεν πληρώνει τους μακροχρόνιους, τους έχει για πεθαμένους. Κάτι ψίχουλα δίνει, τα έκοψε και από τους εποχικούς, μαζεύονται εκατοντάδες άνθρωποι. Η ουρά φτάνει μέχρι πάνω. Σταδίου και Σανταρόζα γωνία.
– Χτυπούσαν το βράδυ στη ταράτσα τον Ανδρέα. Του Περικλή του πρήστηκαν τα πόδια. Δεν μπορούσε ούτε να ουρήσει. Ο Διομήδης έπεσε νεκρός με ευθεία βολή από τα 10 μέτρα. Ο Ελής, λίγο πριν, τα ίδια. Ο Κώστας, ήρωας, έφυγε για αυτό που πίστευε. Ο Μουστακλής, σακατεύτηκε. Τα μνημεία είναι μάρμαρα. Άψυχα. Στήλες. Οι φυλακές Αβέρωφ; Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
– Σκότωσαν τον Αλέξη. Δολοφόνησαν τον Παύλο. Ο Μιχάλης, πάει καιρός. Ο Κουμής, η Κανελλοπούλου. Πέρασαν τα χρόνια. Δεν άλλαξαν όμως οι εξουσίες. Τίποτα δεν άλλαξε. Κάποια όπλα, μόνο, απέκτησαν άλλη μορφή. Χρέη, γραμμάτια, υποθήκες, χαρτιά σε στήνουν στα τρία μέτρα. Η ανεργία και η φτώχεια σου πίνουν το αίμα. Βίασε η εξουσία και την αριστερά, όλα ψέματα. Σημαίες και γαρύφαλλα, εμπόριο κι απάτη. Λόγια επισήμων στην πλατεία. Στο Σύνταγμα.
– Ανέραστες εξουσίες, μακελάρηδες καιροί, ηγέτες βγαλμένοι από το κόκκινο καρμπόν κάποιου Νοέμβρη που στις πλάτες του χτίστηκε το άλλοθι άνανδρων συμβιβασμών. Στουρνάρη και Πατησίων γωνία, Σόλωνος, Μπουμπουλίνας, Σανταρόζα, Αλεξάνδρας. Δρόμοι από μάρμαρα κόκκινων Παρθενώνων, ηλικιωμένα πεζοδρόμια με αποτυπώματα ανθρώπινων κρανίων.
– Δεν γέρασες. Μεγάλωσα. Ο Νοέμβρης μας κρατά ζωντανούς. Μας θέλει όρθιους. Αύριο ίσως να είναι η μέρα εκείνη που δεν έπρεπε να αργήσει. Η επέτειος αυτή έρχεται από μακριά για να ταξιδέψει ακόμη πιο πέρα, στου καιρού τα γυρίσματα. Τότε που το μόνο σίγουρο θα είναι ένα μόνο, πως, ΝΟΕΜΒΡΗΣ ΘΑ’ ΝΑΙ Η ΧΡΟΝΙΑ. Πάρε το παλτό μου. Σου χαρίζω το τραγούδι του Φύσσα. Έλα. Η πορεία ξεκίνησε. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά ο Νοέμβρης πάντα θα μας περιμένει. Τρέξε. Η φωτιά καίει ακόμη.
*από μια στιγμή ενός, κάποιου, Νοέμβρη