Η αντιμετώπιση της πανδημίας της covid-19,[1] δηλαδή μιας υγειονομικής κατάστασης ανάγκης πρωτοφανούς για τον μεταπολεμικό δυτικό κόσμο, έχει οδηγήσει στη λήψη δραστικών περιοριστικών μέτρων σε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα-ελευθερίες (π.χ. ελευθερία κίνησης, οικονομική-επαγγελματική ελευθερία, ελευθερία του συνέρχεσθαι, ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας) χάριν του –πραγματολογικά εξειδικεύσιμου– επιτακτικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, την προστασία της δημόσιας υγείας.
Στο παρόν κείμενο επιχειρείται μια κριτικά αναστοχαστική προσέγγιση επί των πολιτικών αποφάσεων διαχείρισης της πανδημίας όχι τόσο από τη σκοπιά των δικαιωμάτων, αλλά υπό το πρίσμα του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Συγκεκριμένα, με συνοπτικό τρόπο εκτίθενται πτυχές της ανεπαρκούς προσήλωσης της πολιτικά υπεύθυνης Κυβέρνησης στην υποχρέωση αιτιολόγησης των ρυθμίσεων, της κυρίαρχης προσέγγισης της δημόσιας υγείας ως ζητήματος δημόσιας ασφάλειας και του κινδύνου παγίωσης δικαιοπολιτικών τάσεων της προσωρινής κατάστασης εξαίρεσης.
- Θωμάς Ψήμμας, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ – KABOO
Α. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των κανόνων δικαίου
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των νομικών ρυθμίσεων αποτελεί καταρχήν συστατικό στοιχείο του κράτους δικαίου (άρθ. 25 παρ. 1 Συντ.) ως θεσμική υποχρέωση των αρμόδιων κρατικών οργάνων για προβλεψιμότητα, ασφάλεια δικαίου και, κατά μείζονα λόγο, δικαιολόγηση μέτρων εξαιρετικού χαρακτήρα. Επιπλέον, συνιστά ουσιώδες γνώρισμα μιας δημοκρατικά νομιμοποιημένης πολιτικής εξουσίας, καθώς η διαβούλευση έγκειται πολύ περισσότερο στα «γιατί» της ρύθμισης της έννομης συμβίωσης παρά στη ρύθμιση αυτή καθεαυτήν.
Σε κανονιστικό επίπεδο, θεσμικά προβλεπόμενη υποχρέωση αιτιολόγησης υφίσταται τόσο για τους τυπικούς νόμους με τη μορφή της αιτιολογικής έκθεσης (άρθ. 74 παρ. 1 Συντ.), καθώς και για τις ατομικές διοικητικές πράξεις ως σαφής, ειδική και επαρκής αιτιολογία (άρθ. 17 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας). Στις κανονιστικές διοικητικές πράξεις, δηλαδή τους γενικούς και αφηρημένους κανόνες δικαίου που παράγονται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης τυπικού νόμου (άρθ. 43 Συντ.), καταρχήν ελλείπει μια ρητά διατυπωμένη υποχρέωση προς αιτιολόγηση. Γίνεται, όμως, νομολογιακά δεκτό ότι η εκτελεστική εξουσία υποχρεούται να προβεί σε αιτιολόγηση των επιλογών περιπτωσιολογικά ενόψει της φύσης του ρυθμιζόμενου αντικειμένου.[2] Κατά μείζονα λόγο, η εν λόγω υποχρέωση συντρέχει όταν τα μέτρα συνιστούν δραστική επέμβαση στην απόλαυση θεμελιωδών δικαιωμάτων-ελευθεριών, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αναγκαία συναίνεση της κοινωνίας των πολιτών.[3]
Εν μέσω μιας κατάστασης ανάγκης, όπως η υγειονομική κρίση, η Κυβέρνηση ενισχύεται θεσμικά έναντι του Κοινοβουλίου, διαθέτοντας την αρμοδιότητα να προβαίνει σε πρωτογενή θέσπιση κανόνων δικαίου με τη μορφή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (άρθ. 44 παρ. 1 Συντ.). Με τη μετατόπιση του κέντρου βάρος στην εκτελεστική εξουσία, η Κυβέρνηση επιδιώκει να νομιμοποιήσει την αυξημένη εξουσία της σε τεχνοκρατικές βάσεις (εργαλειακή ορθολογικότητα) επικαλούμενη την αυταπόδεικτη «αλήθεια» των γνωμοδοτήσεων της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας. Τα πορίσματα της Επιτροπής, μολονότι αξιοποιούνται από την εκτελεστική εξουσία ως το δικαιολογητικό θεμέλιο των περιοριστικών μέτρων, δεν δημοσιεύονται, με τη χαρισματική νομιμοποίηση (ειδημοσύνη) να κερδίζει έδαφος έναντι των εξορθολογισμένων δικαιοκρατικών απαιτήσεων παραγωγής κανόνων δικαίου. Παρίσταται, λοιπόν, ο κίνδυνος υποχώρησης της δημοκρατικής αρχής ως του νομιμοποιητικού βάθρου λήψης αποφάσεων χάριν της –μόνο a posteriori αποτιμώμενης– «επιτυχούς» αντιμετώπισης της εκάστοτε «κρίσης» (οικονομική, υγειονομική κ.λπ.).
Στην Επιτροπή Λοιμωξιολόγων, εξάλλου, δεν υφίσταται ομοφωνία, αλλά εν μέσω συνθηκών επιστημονικής αβεβαιότητας είναι εύλογο ότι υφίσταται μια ποικιλία αντιλήψεων αναφορικά με την κατεύθυνση των δημόσιων πολιτικών προς το σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας. Η μη δημοσίευση των γνωμοδοτήσεων της Επιτροπής με τις διακριτές αποχρώσεις πλειοψηφίας και μειοψηφίας και, έτι περαιτέρω, η πλήρης διακριτική ευχέρεια των κυβερνώντων ως προς τον τρόπο αξιοποίησης των εν λόγω γνωμοδοτήσεων[4] απονευρώνει τη δημοκρατική λογοδοσία της πολιτικά υπεύθυνης Κυβέρνησης,[5] ιδίως σε μια χρονική συγκυρία που το Κοινοβούλιο αδυνατεί να λειτουργήσει με φυσική παρουσία και επιβάλλονται ιδιαίτερα έντονοι περιορισμοί στην ενάσκηση διάφορων όψεων της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας.
Η τεχνοκρατική δικαιολόγηση των μέτρων είναι καθόλα εύλογη, καθώς η επιστημονική τεκμηρίωση αποτελεί μια αναγκαιότητα κατά τη διαχείριση μιας κατάστασης σοβαρής διακινδύνευσης της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, αυτό που είναι εξαιρετικά προβληματικό είναι η έλλειψη διαβούλευσης κατά τη λήψη των μέτρων και λογοδοσίας κατά την εφαρμογή των μέτρων. Με αυτόν τον τρόπο δεν υποβαθμίζεται μόνο η δημοκρατική αρχή, αλλά παράλληλα καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής ο –έστω και οριακός– δικαστικός έλεγχος των περιοριστικών μέτρων, καθώς τα δικαιοδοτικά όργανα δεν διαθέτουν το αναγκαίο πραγματολογικό υλικό για τη διενέργεια του ελέγχου αναλογικότητας, δηλαδή για το κατά πόσον το κάθε επιμέρους μέτρο κρίνεται πρόσφορο, αναγκαίο και stricto sensu ανάλογο χάριν του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που καλείται να εξυπηρετήσει.[6]
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναιτιολόγητης ρύθμισης μπορεί να αναφερθεί η προληπτική καθολική απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων ενόψει του εορτασμού της επετείου του Πολυτεχνείου (17 Νοεμβρίου),[7] με τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας[8] να παραθέτει ως δικαιολογητική βάση της Απόφασής του γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας, η οποία όχι μόνο δεν δημοσιεύθηκε, αλλά αφορούσε εν γένει την επιβολή του δεύτερου lock down χωρίς να κάνει την οποιαδήποτε μνεία στο ζήτημα της πραγματοποίησης δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων[9].
Β. Ασφαλειοποίηση της δημόσιας υγείας
Προεκτείνοντας το παράδειγμα, με το οποίο έκλεισε η προηγούμενη ενότητα, ως ratio για την καθολική απαγόρευση των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων αξιοποιήθηκε το άρθ. 11 παρ. 2 Συντ., βάσει του οποίου είναι δυνατή η γενική απαγόρευση με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής «αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια».[10]
Ήδη από την πρώτη (ομολογουμένως επιτυχημένη) φάση διαχείρισης της πανδημίας, αλλά με ακόμα μεγαλύτερη ένταση κατά το δεύτερο (μάλλον αποτυχημένο) lock down, εντοπίζεται στο κυβερνητικό discourse μια ιδιαίτερα εκτεταμένη τάση ασφαλειοποίησης της δημόσιας υγείας. Σε αυτό το μήκος κύματος, ο κορονοϊός εκλαμβάνεται ως «αόρατος εχθρός», όσοι παραβιάζουν τα μέτρα ψέγονται ως υπονομευτές της εθνικής προσπάθειας, ενώ πρωταγωνιστικός ρόλος για την αντιμετώπιση μιας υγειονομικής κατάστασης ανάγκης έχει ανατεθεί στις αστυνομικές αρχές για την τήρηση των μέτρων περιορισμού της ελευθερίας κίνησης, ακόμα και στην αντιτρομοκρατική υπηρεσία για την αδιατάρακτη μεταφορά των (ολιγάριθμων μέχρι στιγμής) εμβολίων.
Η διαχείριση ενός ζητήματος δημόσιας υγείας ως διακυβεύματος δημόσιας ασφάλειας οδηγεί σε ιεραρχήσεις του πληθυσμού σε «υπεύθυνους» και «ανεύθυνους», τη στιγμή ακριβώς που τα μέλη του κοινωνικού συνόλου θα έπρεπε να εκλαμβάνονται ως συμπαίκτες-αρωγοί στην αλληλέγγυα προσπάθεια για αναχαίτιση της μεταδοτικότητας του ιού. Με άλλα λόγια, η ασφαλειοποίηση της δημόσιας υγείας συνεπάγεται ότι η κοινωνική αλληλεγγύη και η διαπροσωπική ενσυναίσθηση, δηλαδή οι συμπεριληπτικές εκδοχές της αλληλεπίδρασης των προσώπων στη δημόσια σφαίρα, υποχωρούν άτακτα έναντι της σμιτιανής διάκρισης «φίλος-εχθρός». Έτσι, πίσω από τη (συχνά καταχρηστική) επίκληση της ατομικής ευθύνης υποκρύπτεται η κατασκευή κατηγοριοποιήσεων συλλογικά ένοχων δρώντων για την αύξηση των κρουσμάτων, των διασωληνωμένων και των νεκρών (π.χ. νέοι, πρόσφυγες-μετανάστες, τουρίστες, διαδηλωτές, πιστοί), θέτοντας εν αμφιβόλω μια θεμελιώδη αρχή του πολιτικού φιλελευθερισμού, την προσωπική αυτονομία (άρα και ευθύνη) κατά την εφαρμογή των συμπεφωνημένων όρων της res publica.
Η αξιοποίηση της δημόσιας ασφάλειας ως επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος κατά τη λήψη μέτρων προστασίας (προφύλαξης)[11] της δημόσιας υγείας ενέχει τον κίνδυνο να διευρυνθεί υπέρμετρα η –απογυμνωμένη από ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως προαναφέρθηκε– έννοια του δημοσίου συμφέροντος. Η ασφαλειοποίηση της δημόσιας υγείας δεν είναι σε καμία περίπτωση αναγκαία, καθώς το ελληνικό Σύνταγμα περιέχει ήδη το κανονιστικό υπόβαθρο για περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων χάριν προστασίας της δημόσιας υγείας (π.χ. κατ’ εξαίρεση λήψη ατομικών διοικητικών μέτρων περιορισμού της ελευθερίας κίνησης στην ερμηνευτική δήλωση του άρθ. 5 Συντ., επίταξη πράγματος βάσει του άρθ. 18 παρ. 3 Συντ., επίταξη προσωπικών υπηρεσιών κατά το άρθ. 22 παρ. 4 Συντ.).
Η αναγωγή της δημόσιας υγείας σε συνταγματικό καθήκον[12] και η ένταξή της στη σφαίρα ενός υπέρτατου σκοπού, όπως η δημόσια ασφάλεια, καθιστά εξαιρετικά πιθανό το ενδεχόμενο μιας προερμηνευτικής ιεράρχησης μεταξύ των –καταρχήν– τυπικά ισόκυρων συνταγματικών δικαιωμάτων και αρχών. Όπως είναι εύλογο, η ασφάλεια, ιδίως εν μέσω της διακινδύνευσης του ύπατου έννομου αγαθού, της ανθρώπινης ζωής, αναζωογονεί μια ρεπουμπλικανική θεώρηση της κυριαρχίας,[13] με την αναβίωση του «salus populi suprema lex esto». Ωστόσο, η διαστολή του κανονιστικού νοήματος της ασφάλειας, αποσυνδεδεμένη από μια συνεργατική θεώρηση του «κοινού αγαθού», καταλήγει να ανάγεται μονάχα στη –δικαιοκρατικά ανέλεγκτη– αποφασιοκρατική βούληση του κυριάρχου.[14]
Τέλος, η ασφαλειοποίηση της δημόσιας υγείας εγείρει την υποψία για εθνοκεντρική αντιμετώπιση ενός ιού με παγκόσμια διασπορά, καθώς η διακινδύνευση νοείται με όρους εξωτερικής απειλής κι όχι ως μια κοινή πρόκληση για την ανθρωπότητα.[15] Σε αυτό το κλίμα, ευδοκιμούν προσβλητικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια συγκρίσεις επιδόσεων νεκρών ανάμεσα στις χώρες του πλανήτη,[16] με την ασφαλειοποιημένη δημόσια υγεία να χάνει τον εξόχως ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό που οφείλει να έχει κατά τη χάραξη και εφαρμογή –εθνικών και υπερεθνικών– δημόσιων πολιτικών.[17]
Γ. Χρονική διάρκεια της κατάστασης εξαίρεσης
Η δικαιοκρατική ποιότητα των περιοριστικών μέτρων συνέχεται άρρηκτα με τη χρονική διάρκεια της ισχύος τους. Ο έλεγχος της αναλογικότητας στη σχέση μεταξύ προστασίας της δημόσιας υγείας και της έντασης των περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα-ελευθερίες περιλαμβάνει οπωσδήποτε ως κανονιστικό και δικαιοπολιτικό προαπαιτούμενο την προσωρινότητα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.[18]
Η παράταση των περιοριστικών μέτρων, αν και χρονικά προσδιορισμένη, οδηγεί σε σοβαρές εκπτώσεις από τις ουσιαστικές και δικονομικές εγγυήσεις του κράτους δικαίου, ιδίως όσον αφορά στις έκτακτες ρυθμίσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας απέναντι στα κατεπείγοντα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας (π.χ. ένδικο βοήθημα των αντιρρήσεων[19]).
Προκειμένου τα μέτρα που λαμβάνονται σε περίοδο κατάστασης εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης (η νομιμοποιητική βάση των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου κατά το άρθ. 44 παρ. 1 Συντ.) να κριθούν θεμιτοί περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να έχουν ως τελολογικό ορίζοντα την ταχύτερη δυνατή αποκατάσταση της θεσμικής ομαλότητας. Εξ αντιδιαστολής, η –πολιτικά και κανονιστικά ενισχυμένη– εκτελεστική εξουσία θα πρέπει να ελέγχεται αυστηρά[20] (από το Κοινοβούλιο, τα δικαστήρια και την κοινωνία των πολιτών) ως εξ ορισμού ύποπτη για καταχρήσεις της κατάστασης ανάγκης προς διαιώνιση των πατερναλιστικών επεμβάσεων στην ενάσκηση της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας.
Απαιτείται, λοιπόν, διαρκής επαγρύπνηση των θεσμικών οργάνων και των πολιτών ως ελεύθερων και υπεύθυνων δρώντων προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο του «συνταγματικού μιθριδατισμού»,[21] δηλαδή ο «από τα κάτω» εθισμός στις διαρκώς παρατεινόμενες «από τα πάνω» αποκλίσεις από το σύνηθες επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων στην πλήρη διάστασή τους (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Εν κατακλείδι, τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας είναι μεν αναγκαία λόγω της σοβαρότητας της απειλής, ωστόσο η συνταγματικότητα και η δικαιοπολιτική τους ποιότητα συναρτώνται με μια σειρά από δικαιοκρατικά, δημοκρατικά και εξισωτικά προαπαιτούμενα:
Πρώτον, κάθε έννομη ρύθμιση θα πρέπει να εκκινεί από τον σεβασμό της αρχής της ισότητας όλων ενώπιον του νόμου, χωρίς να γίνονται ανεκτές οι διακρίσεις ανάμεσα σε insiders και outsiders της υγειονομικής προστασίας, με τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού να διαθέτουν μηδαμινά περιθώρια για την τήρηση των μέτρων φυσικής αποστασιοποίησης (π.χ. φυλακισμένοι σε σωφρονιστικά καταστήματα με υπερπληθυσμό, πρόσφυγες-μετανάστες σε τραγικές συνθήκες στα όρια της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης).
Δεύτερον, η συγκέντρωση υπερεξουσιών στα χέρια της Κυβέρνησης σε συνθήκες επιστημονικής και πολιτικής αβεβαιότητας απαιτεί την βέλτιστη δυνατή άσκηση κοινοβουλευτικού και δικαστικού ελέγχου των θεσπιζόμενων μέτρων, και ασφαλώς την ελεύθερη έκφραση αναστοχαστικών κρίσεων σχετικά με πράξεις ή παραλείψεις της κρατικής εξουσίας κατά τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.
Τρίτον, η καταρχήν ευκταία επάνοδος της –λησμονημένης– αρχής της αλληλεγγύης στο νομικό προσκήνιο δέον να συνοδευθεί από τη συμπεριληπτική και χειραφετητική νοηματοδότησή της, ώστε τα βάρη της διακινδύνευσης ενός ζωτικής σημασίας κοινωνικού αγαθού όπως η υγεία να επιμερίζονται με ισότιμο τρόπο ανάμεσα στα μέλη του κοινωνικού συνόλου, χωρίς να εκλαμβάνεται η εκπλήρωση του χρέους κοινωνικής-εθνικής αλληλεγγύης ως άνωθεν επιβαλλόμενος λειτουργικός προσανατολισμός των δικαιωμάτων.[22] Η απαραίτητη οικοδόμηση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο Κράτος και τους πολίτες, αλλά και μεταξύ των πολιτών, προϋποθέτει να αντιμετωπίζεται ο καθένας και η καθεμία όχι ως πειθαρχημένος υπήκοος, αλλά ως επί ίσοις όροις συμμέτοχος σε έναν αλληλέγγυο σκοπό, την προστασία της δημόσιας υγείας με τη μορφή ενός συλλογικού δικαιώματος στη φυσική υπόσταση για τα πρόσωπα που διαβιούν εν κοινωνία σε έναν συνεργατικά διαμορφωμένο δημόσιο χώρο.[23]
[1] Για την (ομολογουμένως καθυστερημένη) αναβάθμιση της απειλής του covid-19 σε πανδημία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, βλ. https://www.who.int/dg/speeches/detail/who-director-general-s-opening-remarks-at-the-media-briefing-on-covid-19—11-march-2020.
[2] Βλ. σχετικά Ευγενία Πρεβεδούρου, «Η αιτιολογία των κανονιστικών διοικητικών πράξεων», στο: Αιτιολόγηση, νομιμοποίηση και δίκαιο (Πεπραγμένα της Ελληνικής Εταιρείας Δικαιοφιλοσοφικής και Δικαιοϊστορικής Ερεύνης), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, σελ. 935 επ.
[3] Για την ευεργετική επίδραση της αιτιολογημένης δράσης της εκτελεστικής εξουσίας στην οικοδόμηση μακρόπνοων συναινέσεων σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, βλ. Νίκο Αλιβιζάτο / Δημήτρη Χριστόπουλο, «Ένα παρατηρητήριο δικαιωμάτων για την επόμενη μέρα», «Η Καθημερινή», 3.1.2021.
[4] Ο Αναστάσιος Παυλόπουλος («Η δημοκρατία και ο λόγος των ειδικών», www.efsyn.gr, 18.8.2020) επισημαίνει τον κίνδυνο να λειτουργεί ο επιστημονικός λόγος ως προκάλυμμα νομιμοποίησης πολιτικών αποφάσεων ελλιπούς αιτιολογίας και αμφίβολης αποτελεσματικότητας.
[5] Για την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης των μέτρων, σε σχέση ευθείας αναλογίας με την ένταση των περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων, βλ. Ακρίτα Καϊδατζή, «Πανδημία, δημοκρατία, δικαιώματα: Το τέλος του συνταγματικού δικαίου;», Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 20.5.2020.
[6] Βλ. σχετικά Αικατερίνη Παπανικολάου, «COVID και δημοσιοποίηση επιστημονικών εισηγήσεων», www.constitutionalism.gr, 1.1.2021.
[7] Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε δυστυχώς και η καθολική απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων με Απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας την 6η Δεκεμβρίου, επέτειο μνήμης για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου από αστυνομικό (βλ. Απόφαση υπ’ αριθμ. 1029/8/18-κ΄/ Φ.Ε.Κ. Β΄ 5344/4-12-2020).
[8] Απόφαση υπ’ αριθμ. 1029/8/18 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 5046/14-11-2020).
[9] Για μια τεκμηριωμένη παράθεση των ζητημάτων αντισυνταγματικότητας από τη σκοπιά της έλλειψης αιτιολόγησης της Απόφασης για καθολική απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων την 17η Νοεμβρίου, βλ. Χαράλαμπο Κουρουνδή / Βασίλη Τσιγαρίδα, «Το Σύνταγμα, οι συναθροίσεις και η Εθνική Επιτροπή προστασίας της Δημόσιας Υγείας», www.syntagmawatch.gr, 20.11.2020.
[10] Ο Ευάγγελος Βενιζέλος («Συναθροίσεις και Πανδημία», «Τα Νέα», 17.11.2020), υπερασπιζόμενος τη συνταγματικότητα της Απόφασης του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για την καθολική απαγόρευση συγκεντρώσεων, στάθηκε στη γραμματική ερμηνεία του άρθ. 11 παρ. 2 Συντ., εντάσσοντας συνεπώς τη δημόσια υγεία στο κανονιστικό βεληνεκές της δημόσιας ασφάλειας.
[11] Για μια κριτική ανάγνωση απέναντι στη νομιμοποίηση μιας βιοπολιτικής (με φουκωϊκούς όρους) διαχείρισης της επιδημιολογικής κρίσης από τους κυβερνώντες επί τη βάσει της αρχής της προφύλαξης, βλ. Ιφιγένεια Καμτσίδου, «Η πανδημία και η αναχώρηση του δικαίου», www.constitutionalism.gr, 4.4.2020.
[12] Σχετικά με την επιστροφή στο δημόσιο δίκαιο της νομικής μορφής του «δικαιώματος-καθήκοντος», βλ. Χαράλαμπο Ανθόπουλο, «Πανδημία και δικαίωμα στην υγεία», «Πρώτο Θέμα», 26.4.2020.
[13] Έτσι, βλ. George Karavokyris, «The Coronavirus Crisis-Law in Greece: A (Constitutional) Matter of Life and Death», verfassungsblog.de, 14.4.2020.
[14] Οι Κουρουνδής / Τσιγαρίδας («Το Σύνταγμα, οι συναθροίσεις…», ό.π.) επισημαίνουν τον κίνδυνο μετεξέλιξης της κρατικής μέριμνας για τη δημόσια υγεία σε «γυμνή, αδυσώπητη raison d’état».
[15] Βλ. έτσι, Brittany Bowman, “Securitization Undermines Global Health Governance Efforts”, www.isglobal.org, 27.2.2018.
[16] Βλ. χαρακτηριστικά την απαράδεκτη τοποθέτηση του Υπουργού Ανάπτυξης, Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος σε τηλεοπτική εκπομπή δήλωσε ότι «ναι, ότι είμαστε 12 φορές καλύτεροι από το Βέλγιο, το πανηγυρίζουμε».
[17] Simon Rushton, “Global Health Security: Security for Whom? Security from What?”, Politics, Vol. 59, 2011, σελ. 779-796.
[18] Η παράμετρος της προσωρινότητας των περιοριστικών μέτρων ως βασικό κριτήριο για την συμβατότητά τους με το κράτος δικαίου αξιοποιείται στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου («Επιτροπή της Βενετίας»), Interim Report on the measures taken in the EU member States as a result of the Covid-19 crisis and their impact on democracy, the Rule of Law and Fundamental Rights, adopted by the Venice Commission at its 124th Plenary Session (Online, 8-9 October 2020. Σε επίπεδο αρθρογραφίας, βλ. ενδεικτικά Γιάννη Τασόπουλο, «Η ελευθερία κίνησης, η διασπορά του κορονοϊού και το Σύνταγμα», www.syntagmawatch.gr, 24.3.2020.
[19] Άρθ. 1 παρ. 5 Π.Ν.Π., Φ.Ε.Κ. Α΄ 42/25-2-2020, «Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορονοϊού». Για μια επισκόπηση του θεσμού των αντιρρήσεων και των ερμηνευτικών ζητημάτων που εγείρει, βλ. Βαρβάρα Μπουκουβάλα, «Το ένδικο βοήθημα των αντιρρήσεων της παρ. 5 του άρθρου πρώτου της από 25.2.2020 πράξης νομοθετικού περιεχομένου», www.ddikastes.gr, 26.12.2020.
[20] Για τα αναγκαία θεσμικά αντίβαρα απέναντι στις έκτακτες αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, βλ. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Δελτίο Τύπου), «Να υπερισχύουν οι ευρωπαϊκές αξίες, ακόμη και σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης», 13.11.2020.
[21] Βλ. διεξοδικότερα, το ομώνυμο βιβλίο του Σπύρου Βλαχόπουλου (εκδ. Ευρασία, Αθήνα, 2020), όπου επισημαίνεται η «τοξικότητα» της «θεραπείας» (αναστολή ελευθεριών) προς αντιμετώπιση της οξείας υγειονομικής απειλής σε περίπτωση επ’ αόριστον παράτασής της.
[22] Βλ. σχετικά Στέργιο Μήτα, «Ο Covid-19 και το «χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης» του ελληνικού Συντάγματος (άρθρο 25 παρ. 4)», www.constitutionalism.gr, 9.4.2020. Παραδείγματος χάριν, το ύψος του προστίμου για την παραβίαση των υγειονομικών μέτρων ανέρχεται στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 300 ευρώ, πλήττοντας δυσανάλογα τους πολίτες χαμηλών εισοδημάτων έναντι των πολιτών που ευρίσκονται σε κατάσταση οικονομικής ευημερίας.
[23] Βλ., μεταξύ άλλων, Δημήτρη Χριστόπουλο, «Δίκοπος φόβος: Πώς η κοινωνία θα περπατήσει στο άνοιγμά της;», www.lifo.gr, 8.5.2020.