Γιάννης Γεράσιμος
«Οι Τζουλλιάρι (γελωτοποιοί) ήταν οι ζογκλέρ του Μεσαίωνα, που διέσχιζαν την Ευρώπη, μεταφέροντας τις τραγουδιστικές και χορευτικές παραστάσεις τους. Ήταν φιγούρες που γεννιόνταν από το λαό και από το λαό έπαιρναν την οργή για να του την ξαναμεταδώσουν. Για το λαό το θέατρο ήταν πάντα το κύριο μέσο έκφρασης και επικοινωνίας, αλλά ακόμα και πρόκλησης και αναταραχής των ιδεών. Το θέατρο ήταν η ζωντανή και ομιλούσα εφημερίδα του λαού. Γι’ αυτό ακριβώς οι Τζουλλιάρι κυνηγήθηκαν σκληρά στο Μεσαίωνα από τη φεουδαρχία. Όταν τους έπιαναν, τους έγδερναν και τους έκοβαν τη γλώσσα. Το 1221 ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος ο Β θέσπισε ένα νόμο στη Μεσσίνα που είχε ως τίτλο: «Εναντίον των αθυρόστομων γελωτοποιών»!»
Με τα λόγια αυτά αναφερόταν κάποτε στην ομιλία του στο πλαίσιο της απονομής του βραβείου νόμπελ λογοτεχνίας ενώπιον της Σουηδικής Ακαδημίας ο μεγάλος Ιταλός θεατρικός συγγραφέας Ντάριο Φο στην αγάπη του για την comedia dell’ arte, τη λαϊκή ιταλική αυτοσχεδιαστική κωμωδία που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ιταλία κατά την περίοδο του Μεσαίωνα και στο ρόλο του θεάτρου ως μέσου επικοινωνίας, λαικής έκφρασης αλλά και κλονισμού των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών βεβαιοτήτων και αντιλήψεων μέσω του χιούμορ και της ελευθερίας της έκφρασης.
Γεννημένος το 1926 στο Λεγκιούνο Σαντζιάνo της Ιταλίας ο Ντάριο Φο θα μάθει ήδη από την παιδική του ηλικία την τέχνη της αφήγησης από τις ιστορίες που άκουγε από Λομβαρδούς ψαράδες και φυσητές γυαλιού και θα υπάρξει ένας από τους πλέον πολύπλευρους και οξυδερκείς θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του όντας ταυτόχρονα ηθοποιός, σκηνοθέτης και σκηνογράφος. Το 1940 θα μετακομίσει στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Brera Art Academy, σπουδές που θα αναγκαστεί ωστόσο σύντομα να εγκαταλείψει προσωρινά λόγω του Β Παγκοσμίου Πολέμου κατά τη διάρκεια του οποίου και θα αναπτύξει αντιφασιστική δράση βοηθώντας τον πατέρα του να φυγαδεύσει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία.
Μετά τον πόλεμο θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Μιλάνο και θα αρχίσει να γράφει μικρούς θεατρικούς μονολόγους, τα λεγόμενα «μικρά θέατρα», ενώ παράλληλα θα γνωρίσει και τη μετέπειτα σύζυγο του, Φράνκα Ράμε. Το 1951 ο Ντάριο Φο παράλληλα με τη συγγραφή θεατρικών έργων θα παρουσιάσει ραδιοφωνική εκπομπή στη RAI, ενώ το σατιρικό του έργο το «Δάχτυλο στο μάτι» θα δεχτεί τις σφοδρές επικρίσεις της εκκλησίας, αλλά θα αγαπηθεί από το θεατρικό κοινό. Το 1955 ο Ντάριο Φο θα εργαστεί σε κινηματογραφικές παραγωγές στη Ρώμη, ενώ το 1959 θα ιδρύσει με τη σύζυγο του τη θεατρική ομάδα Ντάριο Φο- Φράνκα Ράμε και θα γίνει ευρύτερα γνωστός με τη θεατρική παράσταση «Οι αρχάγγελοι δεν παίζουν φλίπερ» που ανέβηκε στο θέατρο Οντεόν του Μιλάνο το 1960.
Ο Ντάριο Φο θα σκηνοθετήσει, σκηνογραφήσει και θα συγγράψει αρκετά θεατρικά έργα σε πολλά από τα οποία θα συμμετάσχει και ο ίδιος ως ηθοποιός έχοντας επιρροές από την κομέντια ντελ αρτε, το θέατρο των Ρουτζάντε, Γκολντόνι και Μολιέρου. Χάρη στο οξυδερκές του χιούμορ και στη διεισδυτική αλλά αιχμηρή κοινωνική και πολιτική σατιρική κριτική θα κερδίσει την ευρύτερη αναγνώριση και στις 9 Οκτωβρίου του 1997 θα του απονεμηθεί το βραβείο νόμπελ λογοτεχνίας. Ο Ντάριο Φο θα πεθάνει στις 13 Οκτωβρίου του 2016 στο Μιλάνο της Ιταλίας.
Μέσα από τα λογοτεχνικά και θεατρικά του έργα ο Ντάριο Φο θα ασκήσει δριμεία κριτική στην πολιτική εξουσία φέρνοντας στο προσκήνιο τις παθογένειες, τη διαφθορά και τις κοινωνικές αδικίες της εποχής του. Kυριότερα έργα του Ντάριο Φο υπήρξαν «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» στο οποίο ασκούσε κριτική στην κατάχρηση εξουσίας του συστήματος δικαιοσύνης, το Μίστερο Μπούφο που εμπνεόταν από την comedia del arte, το «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» και το «Φενταγίν» που αναφερόταν στην Παλαιστίνη και στο οποίο οι ηθοποιοί ήταν πραγματικά μέλη της PLO. Ο Ντάριο Φο θα υπάρξει ένας δεξιοτέχνης του λόγου και του θεάτρου που ακροβατούσε διαρκώς ανάμεσα στην πηγαία καλλιτεχνική έκφραση και λογοτεχνική δημιουργία και σε μια ικανότητα διεισδυτικής ανάδειξης των σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών αδιεξόδων και στηλίτευσης των κοινωνικών αδικιών μέσω της αιχμηρής κριτικής δύναμης της πολιτικής σάτιρας.
Μέσα από το έργο του θα φέρει στο προσκήνιο την ανατρεπτική δύναμη της σάτιρας και την ικανότητα της να κλονίζει τις παγιωμένες βεβαιότητες και κοινωνικά στερεότυπα συνταιριάζοντας στοιχεία της κομέντια ντελ άρτε με μια σοσιαλιστική κριτική. Όπως θα πει άλλωστε: «Ο πραγματικός σοσιαλισμός πηγάζει μέσα από τον άνθρωπο. Δε γεννήθηκε με τον Μαρξ. Υπήρχε ήδη στις κοινότητες της Ιταλίας της περιόδου του Μεσαίωνα. Δε μπορείς να πεις ότι έχει τελειώσει».
Έτσι, στο επίκεντρο του θεατρικού έργου του Ντάριο Φο θα βρεθεί η πίστη του στη δύναμη της τέχνης και του θεάτρου να αποτελέσει δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ ηθοποιών και κοινού, λαικής έκφρασης και μέσο κριτικού αναστοχασμού προς αναζήτηση του οράματος μιας περισσότερο κοινωνικά δίκαιης κοινωνίας. Γιατί όπως θα πει κάποτε ο Ντάριο Φο: «Σε όλη μου τη ζωή δεν έγραψα τίποτα με μόνο σκοπό τη διασκέδαση, πάντα επιδίωκα να συμπεριλάβω στα κείμενά μου τις ρωγμές εκείνες που θα ήταν σε θέση να ταρακουνήσουν τις βεβαιότητες, να αμφισβητήσουν παγιωμένες απόψεις, να προκαλέσουν θυμό, να ανοίξουν λιγάκι το μυαλό του κόσμου». «Η άγνοια είναι η βάση της αδικίας. Σήμερα πρέπει να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι εμείς οι άλλοι, οι θεατράνθρωποι, οι διανοούμενοι, οι ηθοποιοί έχουμε το δικαίωμα του λόγου και τη δυνατότητα να ενημερώνουμε τους νέους. Έχουμε το χρέος να αφηγούμαστε τη ζωή!!»