«Η ιστορία του Μεξικού διακατέχεται από μια τραγικότητα μνημειωδών διαστάσεων και πρέπει κανείς να την κατανοήσει ώστε να αντιληφθεί καλύτερα τη σημασία των διεισδυτικών επιρροών οι οποίες καθόρισαν τη σύγχρονη σχολή της μεξικανικης τέχνης. Τα μαρτύρια και το μεγαλείο του μεξικανικού λαού έφτασαν στα δυσθεώρητα ύψη που κατέκτησαν όλοι οι αγώνες της ανθρωπότητας, […]. Και μέσα από αυτή τη μάχη γεννήθηκε η δύναμη που ενεργοποίησε το κίνημα της σύγχρονης μεξικανικής τέχνης» (σελ. 20).
Αυτά τα λόγια τα διαβάζουμε στο βιβλίο του Αμερικανού Φίλιπ Στάιν, Siqueiros, η ζωή και το έργο του που κυκλοφόρησε το 2009 από τιςεκδόσεις ‘Σύγχρονη Εποχή’ (μετάφραση της Βασιλείας Παπαρήγα) και που είναι ένα αληθινό απόκτημα για όσους ενδιαφέρονται για το πάντρεμα ιδεολογίας, πολιτικής και τέχνης. Δεν είναι μόνο η – λόγω αγώνων – περιπετειώδης ζωή του Μεξικανού αυτού γίγαντα της εικαστικής τέχνης, το μνημειώδες έργο του, αλλά και η ικανότητά του να αναπτύσσει θεωρία της τέχνης. Ο Σικέιρος γεννήθηκε το 1897 και πέθανε το 1974. Έζησε δηλαδή ένα πολύ ταραχώδες κομμάτι της ιστορίας της χώρας του, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο ως στρατιώτης της μεξικανικής επανάστασης του 1910-1917 και του Ισπανικού Εμφυλίου του 1936-39. Η τέχνη του ενσωματώνει τον προκολομβιανό πολιτισμό των Αζτέκων, τις ισπανικές καταβολές, αλλά και ευρύτερα την ευρωπαϊκή τέχνη, καθώς και την εκρηκτική μαγιά της μεξικανικής επανάστασης των αρχών του 20ου αιώνα. Συνεπής, αδιάφθορος και ιδεολογικά μη διαπραγματεύσιμος κομμουνιστής καλλιτέχνης, τράβηξε πολλά.
Από την καταστροφή γεννιούνται καινούργια πράγματα
Όταν ο Ισπανός Ερνάντο Κορτές εισέβαλε το 1519 στο Μεξικό από Ανατολάς και αντίκρυσε την πρωτεύουσα των Αζτέκων, Τενοτστιτλάν, έμεινε άναυδος μπροστά στη θέα αυτής της πόλης, μιας από τις μεγαλύτερες του κόσμου εκείνη την εποχή. Παρ’ όλα αυτά έβαλε τους ίδιους τους ντόπιους, εφόσον τους έκανε σκλάβους, να καταστρέψουν ολοσχερώς αυτό το θαυμάσιο μίγμα αστικής αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικού σχεδιασμού αναγκάζοντάς τουςμε πολλά βασανιστήρια να χτίσουνακριβώς πάνω σ’ αυτήν μια εντελώς καινούργια πόλη ισπανικού ρυθμού με καθολικές εκκλησιές.Ωστόσο, ουδέν κακό αμιγές καλού. Έτσι διαβάζουμε στο βιβλίο, ότι «η δύναμη της ινδιάνικης φυλής άρχισε να αναμειγνύεται με αυτή των κατακτητών δίνοντας ζωή σε μια λαϊκή αντίσταση, λιγότερο ευάλωτη στους χειρισμούς των Ισπανών κατακτητών. Οι Ινδιάνοι και οι Ισπανοί γέννησαν τους πεισματάρηδες και κυριαρχικούς mestizo(επιμειξία των δύο αυτών λαών). Έχοντας πετύχει τη δική τους υψηλού επιπέδου εξέλιξη και πολιτισμό οι Μεξικανοί ήταν διαφορετικοί» (σελ. 23).
Ένα Μανιφέστο μαχητικό
Ο Σικέιρος λοιπόν λάτρευε τη λαϊκή τέχνη των Μεξικανών και την παράδοση των ιθαγενών. Αυτό προκύπτει και από το μανιφέστο που εξέδωσε το Συνδικάτο των Εργατών Τεχνιτών, των Ζωγράφων και των Γλυπτών το 1923 που το δημοσίευσε η μαχητική επαναστατική εφημερίδα ElMachete που μπορούμε να διαβάσουμε στο βιβλίο. Το μανιφέστο αυτό δήλωνε ανάμεσα σ’ άλλα και τα εξής: «Στο λαό των Ινδιάνων ιθαγενών ο οποίος για αιώνες εξευτελίζεται. Στους στρατιώτες που μετατρέπονται σε εκτελεστές από τους πραιτοριανούς. Στους διανοούμενους που δεν έχουν εξευτελιστεί από τη μπουρζουαζία. Από τη μια πλευρά η κοινωνική επανάσταση, πιο ιδεολογικά οργανωμένη από ποτέ και από την άλλη η ένοπλη μπουρζουαζία. Ο στρατός του λαού, οι οπλισμένοιχωρικοί και εργάτες οι οποίοι υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματά τους ενάντια στο στρατό του λαού, τον υποβαθμισμένο, εξαπατημένο και υποταγμένο στους στρατιωτικούς αρχηγούς που έχρισε η μπουρζουαζία…» (σελ. 77/78) καλώντας στο τέλος τους διανοούμενους, τους χωρικούς, τους εργάτες και τους στρατιώτες να «οικοδομήσουν ένα μέτωπο για να παλέψει τον εσωτερικό εχθρό». Βρισκόμαστε λίγα χρόνια μετά την επανάσταση του 1910-1917 και η αντεπανάσταση ήταν σε πλήρη εξέλιξη.
Οι σοβιετικές συναντήσεις του Σικέιρος
Το Μάρτη του 1928 ο Σικείρος ως γενικός γραμματέας της Συνομοσπονδίας Συνδικαλιστικών Σωματείων ήταν επικεφαλής μιας αντιπροσωπείας 40 έως 50 μεταλλωρύχων, τροχιοδρομικών, υφαντουργών, εργατών και δασκάλων στο 4ο Διεθνές Συνέδριο των Κόκκινων Συνδικάτων στη Μόσχα. Και ο Ντιέγο Ριβέρας – ο άλλος αυτός μεγάλος της μεξικανικής τέχνης – βρισκόταν στη Μόσχα εκείνες τις μέρες. Στο βιβλίο περιγράφεται η συνάντηση που είχαν για θέματα τέχνης και επανάστασης οι δύο Μεξικανοί καλλιτέχνες με τον Μαγιακόφσκι και τον Στάλιν.Αξίζει να παραθέσουμε αποσπάσματα της ιστορικής αυτής συνάντησης, όπως την περιγράφει ο Φίλιπ Στάιν:«Ο Μαγιακόφσκι έθεσε το πρόβλημα στον Στάλιν: Οι γραφειοκράτες ακαδημαϊκοί εμπόδιζαν την πρόοδο στην τέχνη και αυτό που είχαν πετύχει οι Μεξικανοί στη χώρα τους ήταν η απόδειξη. Ο Στάλιν, όμως, δεν πείστηκε. Ναι, πίστευε και ο ίδιος ότι η πολιτική επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση έπρεπε να φέρει την αντίστοιχη επανάσταση στον τομέα της τέχνης. Όμως ύστερα τόνισε πως οι επαναστάσεις στην τέχνη δε συμβαίνουν παράλληλα με τις πολιτικές επαναστάσεις. Παρατήρησε ότι κάθε ιστορική εξέλιξη στην τέχνη συνεχίζει «να πίνει την πηγή του πολιτισμού που έχει καταστρέψει». Κατόπιν τους ρώτησε:
«Πού βρίσκονται οι ρίζες της νέας τέχνης που επιθυμείτε για το νέο σοβιετικό κόσμο; Στον παρόντα φορμαλισμό ή
στην αβάν γκαρντ της Δυτικής Ευρώπης; Από αυτές τις αφετηρίες πρέπει να αρχίσουμε τη δημιουργία της; Μου φαίνεται πως ο ακαδημαϊσμός που τόσο εύγλωττα αντιμάχεται ο Μαγιακόφσκι, όπως και ο φορμαλισμός που εξίσου εύγλωττα υπερασπίζεται, οδηγούν μέσω διαφορετικών δρόμων, στο θνησιγενή καπιταλισμό».
[…]. Οι αντιλήψεις του Στάλιν για την τέχνη, εν έτει 1928, προκάλεσαν εξαιρετική εντύπωση και είχαν τεράστια επιρροή στον Σικέιρος. Βασικά συμφωνούσαν με τη δική του λογική την εποχή του 1921, όταν συνέτασσε το μανιφέστο του στη Βαρκελώνη. «Πρέπει να ομολογήσω», θα γράψει αργότερα, «ότι με έκανε να σκεφτώ και αργότερα μπόρεσα να το θεωρήσω κομμάτι της βασικής μου θεωρίας» (σελ. 98-99).
Ξανά στις χώρες του σοσιαλισμού
Μένοντας ακόμα για λίγο στον τομέα της τέχνης, θα κάνουμε ένα άλμα στο χρόνο. Ο Σικέιρος πηγαίνει το 1955 στην Πολωνία και ξανά στη Σοβιετική Ένωση καλεσμένος για να δώσει διαλέξεις. Αυτή τη φορά απόκτησε διαφορετικές εμπειρίες, πρώτα στην Πολωνία :«Όμως, σ΄αυτή τη σοσιαλιστική χώρα, βρέθηκε αντιμέτωπος με την τεράστια αντίδραση των Πολωνών ζωγράφων, όπου σχεδόν όλοι ήταν οπαδοί της γαλλικής σχολής και το εγχείρημα υπέκυψε στις επιθέσεις των αντικομμουνιστών διανοουμένων και καλλιτεχνών (σελ. 323). Μετά πήγε στη Μόσχα για να μιλήσει σε μέλη του Σωματείου Σοβιετικών Ζωγράφων. Την ομιλία παρακολούθησαν εξέχοντα στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος, καθώς και ο πρόεδρος της Ακαδημίας Τεχνών της ΕΣΣΔ. Ο Σικέιρος που ποτέ στη ζωή του δεν «τα μάσαγε» όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες, βασιζόμενος σε μαρξιστικά κριτήρια έκανε ως σύγχρονος ρεαλιστής μέσα σ’ αυτό το χώρο που τόσο θαύμαζε, μια εντελώς καλοπροαίρετη, ειλικρινέστατη κριτική εξαίροντας μάλιστα τους Ρώσους συντρόφους του. Η μεξικανική τέχνη, έλεγε, ήταν «υποχρεωμένη να υποφέρει από το μίασμα του φορμαλισμού» μέσα στην αστική κοινωνία. Ωστόσο, έπειτα ο Σικέιρος αιφνιδίασε το κοινό του με τις εξής παρατηρήσεις: «Η δική σας τέχνη υποφέρει από ένα άλλο είδος κοσμοπολιτισμού, αυτό του φορμαλιστικού ακαδημαϊσμού – του μηχανικού ρεαλισμού. Αν συγκρίνουμε τους δύο, το φορμαλισμό του Παρισιού και τον ακαδημαϊσμό, θα βρούμε ένα κοινό σημείο μεταξύ τους. Αποτελούν τους δύο δρόμους για την κατάργηση του εθνικού και ιδιαίτερου χαρακτήρα της τέχνης. […] Μοιάζουν και οι δύο σα δύο σταγόνες νερό, ανεξάρτητα απο τη χώρα την οποία πρεσβεύουν» (σελ. 324). Και παρ’ όλο που ο πρόεδρος της Ακαδημίας παρεξηγήθηκε, σηκώθηκε κι έφυγε, ο Σικέιρος συνέχισε απτόητος χωρίς να τον απασχολέι αν αρέσουν ή όχι τα λόγια του: «Στις δημιουργίες σας δεν έχετε χρησιμοποιήσει εκείνα τα στοιχεία έκπληξης των δικών σας εθνικών διδαγμάτων. Παραμένετε ακόμα θύματα ενός προαποφασιμένου ύφους, της χρήσης των νεκρών νόμων του διεθνούς ακαδημαϊσμού ο οποίος αναπτύχθηκε στο τέλος της Αναγέννησης» (σελ. 325) παραθέτοντας παραδείγματα από την ιστορία, ότι οι «άκαμπτοι» νόμοι δεν μπόρεσαν ποτέ να σταματήσουν την πρόοδο. Επίσης έκανε κριτική στην κατάσταση στο Μεξικό με τις όλο και μεγαλύτερες πολιτικές δυσκολίες. Η δεξιά στη χώρα του δεν άργησε να αντιδράσει…Ο Σικέιρος πήγε εξόριστος σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ανάμεσα σε άλλα το βιβλίο αναφέρεται στην Ουρουγουάη, όπου ο Σικέιρος βρέθηκε το 1933 και έβγαζε πύρινους λόγους για την τέχνη και την πολιτική, αλλά πήγε και στη Χιλή. Παρακολουθούμε την περιπετειώδη οδύσσειά του με παντού τον ανιδιοτελή αγώνα του για τα θέματα της τέχνης. Το βιβλίο, εξαιρετικά πλούσιο σε θέματα, περιλαμβάνει και κεφάλαιο για τη διαμονή του Τρότσκι στο Μεξικό από το 1937 και τη δολοφονία του. Η παρουσία του Τρότσκι εκεί προσέκρουσε στην εναντίωση της Συνομοσπονδίας Μεξικανών Εργατών, καθώς και του κομμουνιστικού κόμματος του Μεξικού. Τα χρόνια εκείνα μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία και πολλοί Μεξικανοί εθελοντές πολεμούσαν εκεί στο πλευρό της δημοκρατικής κυβέρνησης ενάντια στο φασισμό, όπως και ο Σικέιρος, ο οποίος συζητούσε το πρόβλημα της διαμονής του Τρότσκι στο Μεξικό με τους συμπολεμιστές του. Το εν λόγω κεφάλαιο ρίχνει ένα ενδιαφέρον φως στην όλη υπόθεση που έχει περάσει στην ιστορία με πολλές και διάφορες ερμηνείες και παρερμηνείες.
Μη διαπραγματεύσιμος
Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό, πανέμορφους πίνακες και τοιχογραφίες έγχρωμες και έναν κατάλογο τοιχογραφιών του Σικέιρος. Επίσης υπάρχει στο παράρτημα ένα κεφάλαιο για τη διαμάχη του με το Κόμμα και στην αρχή ένα σημείωμα του εκδότη που κατατοπίζει τον αναγνώστη για το γιατί της έκδοσης με μια σύντομη έκθεση του πολιτικού τοπίου του Μεξικού από τις αρχές του 20ου αιώνα και τη θέση του Σικέιρος μέσα σ’ αυτό.
Παρ’ όλη την εντυπωσιακή καλλιτεχνική δημιουργία του, ο Σικέιρος ελάχιστα απασχόλησε τους συγγραφείς που ασχολούνται με την τέχνη, όπως διαβάζουμε στον πρόλογο του Φίλιπ Στάιν. Όχι τυχαίο, πιστεύουμε, τον «έκαναν» λιγότερο γνωστό από τον Ντιέγο Ριβέρα. Ο Σικέιρος είχε τη μοίρα των όσων δεν δίνουν καμία λαβή να τους διαφθείρουν ιδεολογικά. Το ίδιο δεν μπορούμε να πούμε για τον Ριβέρα χωρίς να μειώσουμε στο ελάχιστο την αξία του τελευταίου ως καλλιτέχνη. Ο ιδεολογικά αδιάφθορος Σικέιρος που μέχρι το τέλος της ζωής του στήριζε τη Σοβιετική Ένωση, «έφαγε» αποσιώπηση και γι’ αυτό το λόγο το βιβλίο του Φίλιπ Στάιν αξίζει από κάθε άποψη το θαυμασμό μας.