Tο έργο του σημάδεψε την αφροαμερικανική μουσική παράδοση στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Ο Τζον Γουίλιαμ Κολτρέιν (John William Coltrane, Χάμλετ, Νορθ Καρολάινα, 23 Σεπτεμβρίου 1926 – Νέα Υόρκη, 17 Ιουλίου 1967) ήταν Αμερικανός σαξοφωνίστας και συνθέτης της τζαζ.
Tο έργο του σημάδεψε την αφροαμερικανική μουσική παράδοση στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ο Κολτρέιν θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους τζαζ συνθέτες και σαξοφωνίστες μαζί με τον Κόλμαν Χώκινς, τον Λέστερ Γιανγκ ή τον Σόνι Ρόλινς που επίσης καινοτόμησαν με το παίξιμό τους.
Αν και το πέρασμά του από τη μουσική σκηνή ήταν σύντομο — η προσωπική του καριέρα κράτησε μόλις επτά χρόνια — κατάφερε να αφήσει πίσω του μια πλούσια δισκογραφία, με περισσότερες από 50 ηχογραφήσεις. Το παίξιμό του αρχικά χαρακτηρίστηκε νεοτερικό, και σταδιακά ξέφυγε από τα όρια του συμβατικού αυτοσχεδιασμού, διχάζοντας κοινό και κριτικούς, ενώ κατά τα τελευταία χρόνια της δημιουργίας και της ζωής του ξεπέρασε τα όρια και πορεύτηκε σε μια σχεδόν μοναχική πορεία θρησκευτικής έκστασης.
Ο Κολτρέιν γεννήθηκε στη Βόρεια Καρολίνα, σε μια εποχή έντονων φυλετικών διακρίσεων στην Αμερική. Στο περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Τζον Κολτρέιν κυριαρχούσαν δύο στοιχεία: η μουσική, αφού και οι δυο γονείς του — έστω και ερασιτεχνικά — είχαν σχετική ενασχόληση, και η θρησκευτικότητα, καθώς ο παππούς του ήταν πρεσβύτερος της African Methodist Episcopal Zion Aφρικανικής Επισκοπικής Χριστιανικής Εκκλησίας Μεθοδιστών της Σιών. Σε πολύ νεαρή ηλικία, αντιμετώπισε το θάνατο του πατέρα του, του παππού του και της θείας του, ενώ αυτή η περίοδος ταυτίζεται με την αρχή της ενασχόλησής του με τη μουσική.
Η πρώτη συμμετοχή του Κολτρέιν σε μουσικό σύνολο ήταν το 1939, σε μια ορχήστρα της Κοινότητας, όπου έπαιζε κλαρινέτο και γαλλικό κόρνο, ενώ στο άλτο σαξόφωνο στράφηκε όταν εντάχθηκε στη γυμνασιακή ορχήστρα. Τον Ιούνιο του 1943, μετακόμισε την Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας και την περίοδο αυτή ξεκινά το ενδιαφέρον του για την τζαζ. Στο διάστημα 1945 – 1946 υπηρέτησε στο ναυτικό. Έχει ανακυρηχθεί άγιος από την Αφρικανική Ορθόδοξη Εκκλησία (en:African Orthodox Church) των ΗΠΑ, ως Saint John William Coltrane.
Την πρώτη του ηχογράφηση — εκτέλεση της κλασικής μπίμποπ (bebop) επιτυχίας «Hot House» — την έκανε το 1946, στη διάρκεια της θητείας του, ενώ στις αρχές του επόμενου χρόνου, συμμετείχε στα μουσικά σχήματα The Joe Webb Band και The King Kolax Band.
Σταδιακά στράφηκε από το άλτο στο τενόρο σαξόφωνο. Η σημαντική αυτή επιλογή αποδίδεται σύμφωνα με ορισμένους σε μια συνάντηση που λέγεται ότι είχε με τον Τσάρλι Πάρκερ, κατά την οποία διαπίστωσε ότι το άλτο σαξόφωνο είχε εξαντλήσει τα όριά του και έτσι αποφάσισε την εξερεύνηση του τενόρο. Η περισσότερο «πεζή» εκδοχή για την επιλογή του τενόρο σαξόφωνου από τον Κολτρέιν συνδέει το γεγονός αυτό με τη συμμετοχή του στην ορχήστρα του Έντι «Cleanhead» Βίνσον, ο οποίος έπαιζε άλτο. Στα μέσα της καριέρας του το ενδιαφέρον του προσέλκυσε το σοπράνο σαξόφωνο, ως αποτέλεσμα της γνωριμίας του με τον νεαρό τότε σαξοφωνίστα Στιβ Λέισι ο οποίος είχε ταχθεί στο όργανο αυτό.
Για τα επόμενα χρόνια ο Κολτρέιν πέρασε από πολλά σχήματα, όπως η μπάντα του Τζίμι Χιθ στα μέσα του 1948, η οποία την εποχή εκείνη εξελίχθηκε στη θρυλική The Howard McGhee All Stars. Το 1949 επέστρεψε στη Φιλαδέλφεια, και στα τέλη του χρόνου έγινε μέλος της μεγάλης ορχήστρας του Ντίζι Γκιλέσπι, όπου έμεινε μέχρι την διάλυση της το 1950. Ο Κολτρέιν συνέχιζε όμως να παίζει δίπλα στον Γκιλέσπι μέχρι την άνοιξη του 1951, εποχή κατά την οποία καταγράφεται δισκογραφημένο και το πρώτο του σόλο στη σύνθεση «We Love to Boogie» με τον Γκιλέσπι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η εξάρτησή του από την ηρωίνη αποτέλεσε αιτία της εκπαραθύρωσής του από σημαντικά μουσικά σχήματα της εποχής εκείνης, με κυριότερο την ορχήστρα του Τζόνι Χότζις και αργότερα το ιστορικό μουσικό σχήμα του Μάιλς Ντέηβις, στο οποίο συμμετείχε από το 1955. Η συνεργασία του με τον πατέρα της κουλ τζαζ (cool jazz) αποτέλεσε το πρώτο σημείο καμπής στην καριέρα του Κολτρέιν, αφού τον καθιέρωσε πραγματικά ως μεγάλο μουσικό. Ο Μάιλς Ντέιβις ξεκινούσε την εποχή εκείνη τη δεύτερη καριέρα του — αφού είχε καταφέρει να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά — κερδίζοντας την αναγνώριση του κοινού στο μεγάλο φεστιβάλ τζαζ του Νιούπορτ, που συνοδεύτηκε από ένα σημαντικό δισκογραφικό συμβόλαιο και την ευκαιρία να σχηματίσει το δικό του μουσικό σχήμα. Έτσι βρέθηκαν να παίζουν και να ηχογραφούν μαζί ο Τζον Κολτρέιν, ο πιανίστας Ρεντ Γκάρλαντ, ο μπασίστας Πολ Τσέιμπερς και ο ντράμερ «Philly» Τζόε Τζόουνς, οι οποίοι επρόκειτο να συνοδεύσουν τον Κολτρέιν στις πρώτες ηχογραφήσεις που έκανε αργότερα με το όνομά του.
Οι σημαντικές στιγμές της συνεργασίας του Κολτρέιν με τον Ντέιβις έχουν καταγραφεί στα Round About Midnight, The New Miles Davis Quintet του 1955 και στα ιδιαίτερα σημαντικά Cookin (1957), Relaxin (1957), Workin (1958), και Steamin (1961). Την ίδια περίοδο ο Κολτρέιν είχε αρχίσει να κερδίζει τη φήμη ενός σημαντικού μουσικού και η παρουσία του εντοπίζεται σε πολλές ηχογραφήσεις διαφόρων δισκογραφικών εταιρειών. Το καλοκαίρι του 1956 οι σχέσεις του με τον Ντέιβις πέρασαν σοβαρή κρίση με αποκορύφωμα την απόλυση του από το σχήμα, τον Οκτώβριο, λόγω της αδυναμίας του να απεξαρτηθεί από την ηρωίνη, κάτι το οποίο κατάφερε χρόνια αργότερα.
Ο Κολτρέιν επέστρεψε στο σχήμα του Μάιλς Ντέιβις το φθινόπωρο του 1957. Το μεσοδιάστημα της απουσίας του καταγράφεται η συνεργασίας του με τον Τελόνιους Μονκ στο κλαμπ Five Spot, ενώ ο Κολτρέιν ανέπτυξε παράλληλα μια διαφορετική τεχνική, «φυσώντας» ταυτόχρονα περισσότερες από μία νότες. Στην εποχή αυτή ανήκουν πολλοί προσωπικοί του δίσκοι, όπως τα Coltrane, Lush Life — The Last Trane και John Coltrane With the Red Garland Trio.
https://www.youtube.com/watch?v=PPsM9W3vBfI
Σταθμός στην δισκογραφία του Κολτρέιν θεωρείται η ηχογράφηση του Blue Train, το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1957. Δυο χρόνια αργότερα ο Κολτρέιν συμμετείχε στην ηχογράφηση του δίσκου του Μάιλς Ντέιβις Kind of Blue. Το έργο αυτό θεμελίωσε τη modal jazz, στην οποία οι αυτοσχεδιασμοί βασίζονται στις κλίμακες και όχι στις συγχορδίες. Παράλληλα, όμως, ο Κολτρέιν ηχογραφούσε τα προσωπικά του άλμπουμ, όπως το Giant Steps και το Coltrane Jazz, και τον Απρίλιο του 1960 εγκατέλειψε την μπάντα του Ντέιβις δημιουργώντας το ιστορικό κουαρτέτο με τον πιανίστα Μακόι Τάινερ, τον μπασίστα Στιβ Ντέιβις και τον ντράμερ Έλβιν Τζόουνς.
Μια ακόμα σημαντική στιγμή στη δημιουργική πορεία του Κολτρέιν ήρθε το χειμώνα του 1960, με την διασκευή της σύνθεσης «My Favorite Things», από το μιούζικαλ Η μελωδία της ευτυχίας, των Ρίτσαρντ Ρότζερς και Όσκαρ Χάμερσταϊν Β’. Η διασκευή αυτή σηματοδότησε την εποχή της αλλαγής για τα δεδομένα της τζαζ. Η εκτέλεση του Κολτρέιν, πέρα από την τεράστια εμπορική επιτυχία, δημιούργησε το πρότυπο της σύνθεσης-εισαγωγής στην τζαζ μουσική. Ο Κολτρέιν είχε μετατρέψει ένα κλασικό βαλς σε πεδίο άσκησης της modal jazz, αναπτύσσοντας έναν καμβά από ιδέες που έμενε πια στους άλλους μουσικούς της τζαζ να τις επεξεργαστούν και να τις εξελίξουν. Ο ίδιος ο Κολτρέιν επαναλάμβανε την εκτέλεση του με κάθε ευκαιρία στις ζωντανές εμφανίσεις του.
Την εποχή αυτή στο σύνολο του Κολτρέιν προστέθηκε και ο κορυφαίος της αβάν γκαρντ (avant-garde) Έρικ Ντόλφι, συνεργασία που καταγράφεται δισκογραφικά στο Live at the Village Vanguard. Η παραγωγή του Κολτρέιν συνεχίστηκε με τίτλους όπως τα Coltrane, Ballads, Duke Ellington and John Coltrane, και John Coltrane with Johnny Hartman, ενώ η «απογείωση» προς το χώρο της free jazz, με κυρίαρχο στοιχείο την απελευθέρωση της φόρμας, άρχισε με το Impressions (1963), για να ακολουθήσει την ερχόμενη χρονιά το Live at Birdland και κυρίως το Crescent (1964).
Το 1965 ο Κολτρέιν κατέθεσε το έργο που προσδιόρισε τη σχέση του με τη θρησκευτικότητα και αποτελεί την περισσότερο βατή δουλειά του στην κατεύθυνση αυτή, το A Love Supreme.Ηχογραφήθηκε το Δεκέμβριο του 1964 και είναι ένας εκτεταμένος τελετουργικός αυτοσχεδιασμός αφιερωμένος στο Θεό. Έργο απλό ως σύλληψη αλλά σπάνιας εσωτερικής δύναμης, ξεπέρασε τελικά το ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε πωλήσεις.
Το 1966 πρόλαβε να δει την κυκλοφορία του Kulu Se Mama και του Meditations, ενώ η ηχογράφηση του Expression ολοκληρώθηκε λίγες μέρες πριν από το θάνατο του από καρκίνο στις 17 Ιουλίου του 1967.
Στα χρόνια που ακολούθησαν πλήθος ακυκλοφόρητου υλικού πήρε τη θέση του στις προθήκες των δισκοπωλείων όλου του κόσμου, με σημαντικότερα τα Live at the Village Vanguard Again!, Om, Cosmic Music, Selflessness, Transition, Sun Ship, Africa/Brass, Vol. 2, Interstellar Space, και First Meditations (For Quartet).
Πολλές από τις ηχογραφήσεις που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατο του κέρδισαν σειρά διακρίσεις Grammy, όπως τα The Coltrane Legacy, Alternate Takes, Afro Blue Impressions και Bye Bye Blackbird.