Από τη Μαρία Φουσταλιεράκη
Δεν μπορούσε κανείς μας να το πιστέψει. Ο κύριος Διοικητής ήταν νεκρός!
Μόλις χθες, όλος ο σταθμός γιόρτασε μεγαλόπρεπα τη συνταξιοδότησή του. Όχι μονάχα ο δικός μας σταθμός. Όλοι οι πυροσβέστες που είχε εκπαιδεύσει από άκρη σε άκρη στην Ελλάδα, έδωσαν το γιορτινό παρών.
Ας είναι καλά η Καιτούλα που το οργάνωνε μόνη της, στα κρυφά, μήνες τώρα και έκανε τις συνεννοήσεις κρυφογελώντας κάτω από τη μύτη του αγαπημένου της Διοικητή.
Αυτή ήταν η Καιτούλα του! Το μόνο θηλυκό άρωμα ανάμεσα στους πύρινους νταγλαράδες, όπως την αποκαλούσε γελώντας.
Αυτός ο θηλυκός μπροστάρης ήταν το υστερόφημο που ονειρευόταν από παλιά, τότε που ζούσε με την κυρα-Σοφία και ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι.
Δεν άντεξε η νόμιμη σύζυγος την άλλη, την αγαπημένη ερωμένη στην ψυχή του άντρα της. Πού να συγκριθεί η Σοφία με τη φωτιά! Γιατί η φωτιά ήταν ο καυτός έρωτας του άντρα της.
Έκανε υπομονή μα κατάλαβε πως ούτε παιδί πρόκειται να πιάσει, ούτε και άντρα θα έχει στο κρεβάτι της κάθε βράδυ όπως όλες οι άλλες παντρεμένες γυναίκες. Παντοτινή συντροφιά της το πήρε απόφαση πως θα ‘χε μια πεντακάθαρη στολή με παράσημα φορτωμένη και δυο ζευγάρια καλογυαλισμένες μπότες.
Και τα χρόνια βιαστικά εξανεμίζονταν μαζί με την υπομονή και τη φρεσκάδα της.
Σε μια νυχτερινή βάρδια Πρωτοχρονιάς δεν τον περίμενε υπομονετικά μόνη για ν’ αλλάξουν μαζί τον καινούργιο χρόνο. Έφυγε τρέχοντας να ξενιτευτεί στην Αμερική μπας και προλάβει τ’ όνειρό της να γίνει μάνα προτού να είναι πολύ αργά.
Ήταν άντρας δυνατός στην κράση και στο πνεύμα ο κύριος Διοικητής.
Πατέρας και μέντορας ολονών, προστάτης και άγρυπνος φρουρός των βουνών.
Δεν είχε σοβαρά προβλήματα υγείας παρόλα τα επιπόλαια ατυχήματα που πάθαινε κατά καιρούς γιατί δεν άφηνε κανένα από τα παιδιά του να ρισκάρουν τη ζωή τους όταν εκείνος ήταν βάρδια.
«Εμένα θέλει να τη σβήσω η ερωμένη μου!», έλεγε χαμογελώντας όταν η αποστολή δυσκόλευε.
«Μην τολμήσει κανείς σας να την αγγίξει!» και τα μάτια του θεριά γινόταν. Πού να τον παρακούσει κανείς μας; Τον τρέμαμε!
Ο κύριος Διοικητής αυτοκτόνησε!
Ύπουλα και ηρωικά, μόνος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Είχε φορέσει την επίσημη στολή με τα μετάλλια και τις φρεσκογυαλισμένες μπότες.
Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά και η απόφαση πάρθηκε αμέσως χωρίς να ξεστομιστεί λέξη απ’ τα σφιγμένα χείλη κανενός.
Ξέραμε!
Όλοι ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε.
Όλοι εμείς που ήμασταν τα παιδιά που δεν γέννησε, αλλά πόνεσε περισσότερο από δικά του, είχαμε ορκιστεί στην ίδια μας τη ζωή ότι θα γινόταν το θέλημά του αν ερχόταν εκείνη η ώρα.
Το καθήκον μας απέναντί του θα το τηρούσαμε. Δε μπορούσαμε να παραβούμε το λόγο της τιμής μας, αλλά κατά ένα παράξενο τρόπο νιώθαμε ξεγελασμένοι μέσα μας. Ξεγελασμένοι όχι από κείνον, αμ απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό.
Η υπόσχεση έπρεπε κανονικά να εκπληρωθεί στα βαθιά γεράματα ή τελοσπάντων όταν θα ερχόταν η ώρα του. Αλλά αυτός την ώρα του την έφερε νωρίς, πολύ νωρίς, κι εμείς κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο σαστισμένοι. Νιώθαμε δέος και φόβο, αγάπη και θυμό, όλα μαζί μπερδεμένα, ανακατεμένα.
Το σκηνικό στήθηκε με άκρα μυστικότητα και σιωπηλά.
Πολύ προσεκτικά, αθόρυβα, με σχεδόν ευλαβική κατάνυξη ετοιμάσαμε μεγάλους σωρούς από όλα τα ξερά κλαδιά των αγαπημένων του δέντρων.
Γύρω – γύρω οι άνθρωποι-στολές με αδάκρυτα μάτια και σφιγμένα στόματα, ύψωναν το βλέμμα και κοιτούσαν τον κύριο Διοικητή στην κορυφή της πυράς.
Πεθαμένος και ήρεμος, χλωμός και χαμογελαστός ξάπλωνε. Περίμενε καρτερικά να σμίξει με την ερωμένη του.
Το δαδί άναψε η Καιτούλα. Δακρυσμένη ήταν και συγκινημένη σαν σκεφτόταν πως την κοιτά και την καμαρώνει ο προϊστάμενός της να εκτελεί με θάρρος και πειθαρχία την τελευταία του εντολή.
Οι φλόγες σε δευτερόλεπτα ξεκίνησαν το μοναχικό τους ζεϊμπέκικο, το χορό που αγαπούσε ο Διοικητής για τη λεβεντιά του και όλοι στάθηκαν ακίνητοι. Χωρίς ανάσα. Με λυγμό αντί για χτύπο στην καρδιά.
Όλοι μαζί, ταυτόχρονα, σήκωσαν ψηλά τα τσίγκινα κύπελλα με το κόκκινο κρασί και φώναξαν:
“Βίον ανθόσπαρτον κύριε Διοικητά!!!»
Μαρία Φουσταλιεράκη 28-6-2016