του Νικήτα Φεσσά
Το Ο Ant–Man και η Σφήκα πιάνει το νήμα της Marvel δύο χρόνια μετά τα γεγονότα του Captain America: Civil War. Ο πρώην διαρρήκτης Scott Lang που έγινε σούπερ-ήρωας κλέβοντας από τον ιδιοφυή πλην γκρινιάρη επιστήμονα και original Ant-Man, Hank Pym, ένα κουστούμι που σου δίνει τη δυνατότητα να γίνεις μικροσκοπικός και τεράστιος είναι πλέον σε κατ’ οίκον περιορισμό μετά τον υπερηρωικό εμφύλιο στη Γερμανία (όπου συντάχθηκε στο πλευρό του Captain America).
Και ενώ ο Lang ασχολείται με το πώς θα σώσει την εταιρεία σεκιούριτι που έχει φτιάξει από το να πέσει έξω, και ως χωρισμένος μπαμπάς με το πώς θα διασκεδάσει τη μικρή του κόρη, o Pym και η δική του κόρη, Hope van Dyne –γνωστή και ως Σφήκα όταν μπαίνει στο δικό της θαυματουργό κουστούμι– χρειάζονται τη βοήθεια του πρώτου— παρόλο που οι σχέσεις τους δεν περνάνε την καλύτερή τους φάση. Ο Lang θα πρέπει να συρρικνωθεί σε υποατομικό επίπεδο (το έκανε με επιτυχία και στην πρώτη ταινία) για να εισέλθει στον κβαντικό κόσμο, όπου τα βραδύπορα μοιάζουν με τεράστια τέρατα, προκειμένου να σώσει τη γυναίκα του Pym (την original Σφήκα, Janet van Dyne) που έχει παγιδευτεί εκεί, εδώ και τριάντα χρόνια. Σε αυτή την τρελή, και συχνά ψυχεδελική μικρο-Οδύσσεια εμπόδια θα βάλουν στους ήρωες και τις ηρωίδες ένας γλοιώδης λαθρέμπορος όπλων και μια μυστηριώδης, φευγαλέα παρουσία με ακόμη πιο μυστηριώδεις υπερδυνάμεις.
Έχοντας αποδείξει ότι μπορεί να χειριστεί τη μοντέρνα ρομαντική κομεντί μικρής (και πολύ μικρής) κλίμακας, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Peyton Reed (των Down with Love, Βring it Οn, Τhe Βreak–up, και του πρώτου Ant–Man) μάς δινει μια ανάλαφρη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας (με στοιχεία heist φιλμ) που παραπέμπει στην 80s ταινία Innerspace, με συχνά καταιγιστικό ρυθμό, σπαρταριστούς διαλόγους, και αρκετά μακριά από το βαρυσήμαντο ύφος του Infinity War που σόκαρε τους θεατές την περασμένη άνοιξη με το μετέωρο εναγώνιο τέλος [‘cliffhanger’] του (μείνετε για τη σκηνή στη μέση των τίτλων τέλους του Ο Ant–Man και η Σφήκα για να δείτε πώς τα γεγονότα του Infinity War επηρεάζουν τους συγκεκριμένους ήρωες και ηρωίδες).
Ωστόσο οι σκηνές δράσης με ψηφιακά εφέ (και η καταδίωξη με αυτοκίνητα στους δρόμους του San Francisco που παραπέμπει στο κλασικό κυνηγητό της ταινίας Bullitt) είναι πολύ πιο στιβαρές και εντυπωσιακές από εκείνες της προηγούμενης ταινίας, και δείχνουν ότι ο Reed απέκτησε εμπειρία και αυτοπεποίθηση, ενώ αυτή τη φορά η σουρεαλιστική στιγμή δεν περιλαμβάνει τεράστιο παιδικό τρενάκι αλλά μια γιγαντιαία Hello Kitty.
Δεν λειτουργούν όλες οι υποπλοκές το ίδιο καλά –π.χ. αυτή με την Ghost (Hannah John-Kamen) και τον επιστημονικό αντίζηλο του Pym, Bill Foster (Laurence Fishburne), είναι δραματικά αδύναμη και μοιάζει εκτός κλίματος.
Από τους ηθοποιούς, ο Rudd παραμένει χαρισματικός και αξιαγάπητος, ενώ ο Michael Douglas έχει περισσότερο χρόνο στην οθόνη και πολύ πιο δυναμικό και σημαντικό ρόλο από αυτόν που είχε στην προηγούμενη ταινία. Λιγότερος χρόνος δίνεται στην Michelle Pfeiffer που κάνει ουσιαστικά ένα λαμπερό cameo, όταν επανενώνεται συγκινητικά με τον σύζυγο και την κόρη της—γενικώς έχει ενδιαφέρον η συνύπαρξη επί της οθόνης διαφορετικών γενεών του Hollywood. Η Σφήκα της Evangeline Lilly είναι αρκούντως badass και kickass ώστε να εκτοπίζει σε αρκετά σημεία τον άνδρα παρτενέρ της. Πολύ αστείοι επίσης στους δεύτερους ρόλους οι Randall Park και Michael Peña, του οποίου, όπως και στην προηγούμενη ταινία, ο χαρακτήρας δεν βάζει γλώσσα μέσα.
Αρκετά διασκεδαστική λοιπόν κωμική προσθήκη και μια απαραίτητη, φρέσκια ανάσα (μαζί με τον νέο Spiderman) στην ολοένα και πιο πομπώδη, δραματική, και κοσμογονική στα παρεπόμενά της τροπή που έχει πάρει το ευρύτερο σύμπαν της Marvel.
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Tρία Aστέρια για τη φιλοξενία