Από τον Abraham Gefuropoulos
Η λιτή αναγγελία θανάτου του Λέοναρντ Κόεν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προκάλεσε θλίψη σε όλο το μουσικό και όχι μόνο χώρο, καθώς ‘’έσβησε΄΄ ένα καλλιτεχνικό διαμάντι απαράμιλλης αξίας, καθιστώντας τον κόσμο μας ποιοτικά φτωχότερο.
Ο Καναδός καλλιτέχνης, με την απόκληρη αντισυμβατική σκέψη, την ευαίσθητη οπτική εξέταση των πραγμάτων, τον προβληματισμό για τα φαινόμενα που εξακολουθούν να ταλανίζουν την εποχή μας, καθώς και με μία γλυκιά μελαγχολική ερωτική στάση προς τη ζωή, ήταν κάτι παραπάνω από ένας απλός τραγουδιστής της ποπ-ροκ μουσικής με επιρροές από την παραδοσιακή αμερικανική κάντρι. Η μουσική του ανάβλυζε από τα ευρωπαϊκά καμπαρέ και τις αμερικανικές φτωχογειτονιές, αποτελώντας τον δικό του φόρο τιμής σε όλους εκείνους που βασανίζονται από τα στενά οριοθετημένα βαρίδια που θέτει η ζωή και όσοι την ελέγχουν από τα πάνω. Ο σεβασμός για τους κατατρεγμένους και τους απόκληρους φαίνεται ότι εκτός από πηγή έμπνευσης και της καθαρά προσωπικής του ευαισθησίας, αποτελούσε κομμάτι της ύπαρξης του, ένα μοτίβο που τον κινούσε προς τα εμπρός.
Ήταν λογοτέχνης με «δυνατή» πένα, υψηλής πνευματικής στάθμης. Οι στίχοι στις μπαλάντες του μιλούσαν για τον έρωτα, την αγάπη, τη μοναξιά , τη σημασία που έχει για τον άνθρωπο η ζωή αυτή καθ αυτή, για το πόσο από τον περιορισμένα πολύτιμο χρόνο μας σπαταλούμε άσκοπα σε ανούσιους σκοπούς ή ματαιόδοξες φιλοδοξίες. Ωδή στα παραπάνω αποτελεί ο δίσκος Songs of love and hate και το τραγούδι που περιέχεται σε αυτόν Famous blue raincoat (1971).
Όντας κοινωνικά ευαίσθητος και πολιτικοποιημένος τον απασχόλησαν θέματα κοινωνικοπολιτικής υφής όπως είναι ο πόλεμος, τα γενεσιουργά αίτια και φυσικά τη φρικώδη δυστυχία που προκαλεί στους λαούς. Πολέμιος και αντιρρησίας συνείδησης του θανάτου και των θνησιγενών κατάλοιπων που απορρέουν προσπάθησε να τα καταπολεμήσει όπως φαίνεται στο δίσκο του The future.
Κομβικό σημείο για την εξέλιξη και την ανάδειξη του σε ένα καλλιτέχνη που δημιούργησε ένα ρεύμα τέχνης ,επηρεάζοντας εκατομμύρια, δεν ήταν άλλο από τον θάνατο του πατέρα του στην τρυφερή ηλικία των έξι. Έφηβος ακόμα έμαθε κιθάρα και με τη μουσική του μπάντα Buckskin Boys έκανε τα πρώτα του δειλά αλλά σταθερά ανοδικά βήματα προς την παγκόσμια αναγνώριση του ταλέντου του. Παράλληλα με την λείανση του μουσικού του γνωστικού επιπέδου, καταπιάστηκε όπως όλοι οι προικισμένοι καλλιτέχνες με ευαισθησίες και ανησυχίες, στη καταγραφή των σκέψεων του που δεν άργησαν να τον οδηγήσουν στα λογοτεχνικά μονοπάτια της επιτυχίας. Μερικά από τα γνωστότερα ‘’κοσμήματα’’ του είναι το μυθιστόρημα οι Θαυμάσιοι αποτυχημένοι (1966), το Βιβλίο του ελέους (πεζά ποιήματα 1984) καθώς και το Βιβλίο του πόθου (ποίηση 2006). Για το σύνολο του έργου τιμήθηκε με πληθώρα βραβείων και διακρίσεων μεταξύ των άλλων και με το τιμητικό Γκράμι.
Στην προσωπική του ζωή ο Κόεν ήταν ένα από εκείνα τα άτομα που αγαπούν τον άνθρωπο παρά τις εμφανέστατα δεδομένες αδυναμίες και τα φθοροποιά πάθη του, στο σύνολο του και όχι επιλεκτικά με τις συγγενικές δεσμεύσεις που χαρακτηρίζουν τους περισσότερους από εμάς. Απέκτησε δύο παιδιά με την Σούζαν Έλροντ, αλλά θα τολμούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο μεγαλύτερος έρωτας του υπήρξε η Ελλάδα και δη το νησί της Ύδρας, στο οποίο και αγόρασε σπίτι. Θεωρούσε ότι το κλίμα και η φωτεινή αύρα που εξέπεμπε ο τόπος ταίριαζαν αρμονικά με την ιδιαίτερη ιδιοσυστασία του, όπως επίσης και οι άνθρωποι. Πηγή έμπνευσης τόσο για την καλλιτεχνική του πλευρά όσο και για την ουσιαστικότερη που δεν ήταν άλλη από την ψυχική του ιδιοσυγκρασιακή αυτοβελτίωση.
Ο Λέοναρτ Κόεν καταραμένος και προδομένος από την ίδια την ανθρώπινη φύση που τόσο λάτρευε εν ζωή, θα συνεχίσει μέσα από το έργο του να υπενθυμίζει σε όλους όσους είναι πρόθυμοι να τον ακούσουν ότι δικαίωμα στον έρωτα -ζωή έχουν όλοι και ιδίως οι θαυμάσια ‘’αποτυχημένοι απόκληροι’’ στους οποίους άνηκε και ο ίδιος.