[Επιχειρώ μία κριτική ανάλυση στην ταινία του Λάνθιμου που είδα χτες, άρα πιθανόν να περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία δεν θα ήθελε ίσως να διαβάσει κάποιος/α που επιθυμεί να δει την ταινία μη γνωρίζοντας πολλά για αυτήν]
Μετά την τεράστια επιτυχία του Κυνόδοντα (ταινία που μου άρεσε πάρα πάρα πολύ, πιθανότατα επειδή την είδα στο Εδιμβούργο σε σινεμά με αγγλικούς υπότιτλους απαρχές της μνημονιακής χούντας) και την παταγώδη αποτυχία των Άλπεων, ο Γιώργος Λάνθιμος αποφασίζει να φύγει από τα γεωγραφικά και όχι μόνο όρια της Ελλάδας και να κάνει μια διεθνή παραγωγή με πολύ πλούσιο casting (πιθανώς και budget). Ταινία γυρισμένη στην Ιρλανδία με πρωταγωνιστή τον Χολυγουντοποιημένο Ιρλανδό Κόλιν Φάρελ, ο οποίος υποδύεται έναν άνθρωπο που ζει μονάχος σε ένα δυστοπικό μελλοντικό πλαίσιο (όχι και τόσο) επιστημονικής φαντασίας, όπου δεν επιτρέπεται να ζεις μονάχος. [Σημ. Συμπτωματικά, παρακολούθησα με μεγάλη παρέα την ταινία στον ”Μικρόκοσμο” στη Συγγρού, όπου το σινεμά είχε 2 εισιτήρια στην τιμή των 8 ευρώ, ενώ άμα ήσουνα μόνος σου έδινες 7. Ετσι παίζει το σινεμά? Λόγω Πέμπτης? Για να ενισχύσει το impact της ταινίας? Δεν ξέρω] Η φάση είναι ιδρυματοποίηση σε ακριβό ξενοδοχείο, με διευθύντρια την Olivia Colman (Αγγλίδα πρωταγωνίστρια των καλών τηλεοπτικών σειρών Lie to me και Broadchurch, αλλά και του συνταρακτικού ”Τυραννόσαυρου”), όπου μέσα σε 45 μέρες πρέπει να βρεις σύντροφο, αλλιώς μετατρέπεσαι σε ζώο της επιλογής σου.
Εκεί ο Colin θα κάνει παρέα με τον John C. Reilly (εργάτη κωμικό ηθοποιό του αμερικανικου ανεξάρτητου μα και mainstream cinema) και τον Ben Whinshaw (πρωταγωνιστή στο για μένα τρομερά υπερτιμημένο ”Αρωμα” του Tom Tykwer μερικά χρόνια πριν). Αν βρεις, περνάς δοκιμαστική εβδομάδα και στην καλύτερη φεύγεις με το ταίρι σου στην πόλη, επίσημα και νόμιμα, έχοντας και πιστοποίηση που πρέπει να κουβαλάς πάντα πάνω σου.
Οι 45 μέρες μπορεί να γίνουν πολύ περισσότερες παίρνοντας μπόνους, εάν είσαι καλός στο κυνήγι των ”Μοναχικών” που ζουν στο δάσος, έχοντας αποστατήσει από τους κανόνες του ”πολιτισμού”. Για κάθε έναν που πιάνεις κερδίζεις μία μέρα παραμονής. Π.χ. η Αγγελική Παπούλια (πρωταγωνίστρια του Κυνόδοντα) είναι άσος σε αυτό και έχει φτάσει 190 points/μέρες. Ο Κόλιν θα προσπαθήσει να την προσεγγίσει, αλλά αυτή είναι πιο ξύλινη κι απ’ τον Κυνόδοντα και τα πράγματα δεν θα πάνε καλά.
Μόνη λύση πια το αντάρτικο, όπου θα γνωρίσει την σκληροτράχηλη αρχηγό Lea Seydoux (συμπρωταγωνίστρια στο Adele) και τη γλυκιά Rachel Weisz (μελάτη ομορφούλα ηθοποιός σε αρκετές αγγλικές και αμερικάνικες ταινίες, πρώην σύζυγος Αρονόφσκι νυν Τζέιμς Μποντ) με την οποία θα πάιξει (κάτι σαν) αίσθημα. Ε ούτε κι εκεί παίζει πολύ ελευθερία, καθώς απαγορεύονται οι έρωτες και ξεσκάνε με ελέκτρο πάρτυ σαν στα Οινόφυτα (τρελός χορός από την πρωταγωνίστρια του Attenberg Ariane Labed).
Νομίζω αυτά αρκούν για την υπόθεση, ίσως να είπα και παραπάνω απ’οσα έπρεπε.
Ο Λάνθιμος για να κάνει μία ταινία, πρέπει πρώτα να βρει μια weird ιδέα και εδώ το τερματίζει στην περιεργοσύνη, καθώς πλάθει ένα σκοτεινό μελλοντολογικό παραμύθι κοινωνιολογικών προεκτάσεων.
Σε αντίθεση με τον Κυνόδοντα (όπου είχε πάρει την υπόθεση από μία παλαιότερη μεξικανικη ταινία – βασικό επιχείρημα των τότε χίπστερς ημιμαθών για να τον κράξουν), εδώ είναι τελείως ορίτζιναλ.
Πάντως είναι τόσο ακραία ιδέα, που αδυνατεί να της προσδώσει μία οποιουδήποτε είδους κανονικότητα, με αποτέλεσμα και ο θεατής συνεχώς να μην μπορεί να κατανοήσει τί ακριβώς βλέπει.
Αναφέρεται σε μία εποχή και ένα μέρος (χωρίς να τα προσδιορίζει) όπου επικρατούν η καταπίεση, ο καταναγκασμός και οι απαγορεύσεις (συνηθισμένο του μοτίβο). Για να το τονίσει αυτό βάζει πάλι τους ηθοποιούς του να παίξουν με μηδενικό συναισθηματικό attachment, αλλά δυστυχώς καταλήγει να έχει σπουδαίους ερμηνευτές να μιλάνε και να κάνουν σαν εγκεφαλικά ανάπηροι.
Αυτό πάντως, δεν αναιρεί το γεγονός οτι η ταινία έχει κάποιες μοναδικές εμπνεύσεις, καταπληκτικό χιούμορ υψηλότατου επιπέδου και γενικά είναι πανέξυπνη.
Δεν χρειαζόταν βέβαια να κάνει ένα πασάλειμμα για να καλύψει όλα τα πιθανά θέματα, γιατί πιάνει το ζήτημα της αμφιταλαντευόμενης σεξουαλικότητας επιδερμικά, την επαγγελματική αποκατάσταση στον καπιταλισμό (η αρχηγός λέει στους γονείς της ότι έχει καλή δουλειά σε εταιρία) επιφανειακά, ενώ βάζει και 2 ελληνικά τραγούδια και ένα ταξίδι στη Σέριφο στο πρόγραμμα, για να χαρούμε μάλλον οι ιθαγενείς για τις αναφορές.
Ο Λάνθιμος έχει μία μανία με την σκληρότητα. Βία παντού και πάντα, ενώ το σεξ ποτέ δεν είναι απόλαυση ή κάτι το όμορφο. Παρολ’ αυτά ή ακριβώς γι αυτό, μέσα στην ταινία έχει 3 λεπτά, που αποτελούν την πιο ζεστή, όμορφη και ανθρώπινη σκηνή της ταινίας και ίσως ολόκληρης της φιλμογραφίας του:
Στην επίσκεψη στην πόλη, ο Φάρελ επισκέπτεται τους γονείς της αρχηγού και για να κυκλοφορείς στην πόλη, πρέπει να είσαι ζευγαρωμένος. Ενώ ο πατέρας και η μητέρα παίζουν ντουέτο κιθάρες ένα όμορφο ορχηστρικό, εκείνος και η Weisz βρίσκουν την μοναδική τους ευκαιρία να φιληθούν, να αγκαλιαστούν, να φασωθούν σαν κανονικό ζευγάρι, προσποιούμενοι οτι προσποιούνται.
Το τραγούδι θα τελειώσει, το ίδιο και η παροδική ευτυχία. Το σινεμά του Λάνθιμου όσες ατέλειες κι αν του βρούμε, είναι μοναδικό, γοητευτικό και μεθυστικό. Πρόκειται για έναν πραγματικά χαρισματικό δημιουργό, που ίσως προσπαθεί παραπάνω από όσο θα έπρεπε να φανεί διαφορετικός.
Δεν χρειάζονται οι δοξαριές του τσέλου (ΓΡΟΥΝΤΖ) ανάμεσα στις σκηνές. Και είναι άνω ποταμών το πώς και το γιατί ένας τέτοιος σκηνοθέτης επιλέγει τόσο αδύναμους διαλόγους, τόσο ρομποτικές ερμηνείες. Η εξήγηση για μένα είναι οτι ο Λάνθιμος δεν θέλει από κανένα ηθοποιό ή σεναριογράφο να του κλέψει την παράσταση.
Το τέλος ίσως να θεωρηθεί αμφίσημο (αν και το ξενέρωμα του Φάρελ προς το τέλος και η ύπαρξη της αφήγησης της Weisz μάλλον υποδηλώνουν οτι ο πρωταγωνιστής επιλέγει την αστακοποίηση) και αυτό είναι για μένα μια ακόμα προσπάθεια του Λάνθιμου να κάνει την ταινία του να δημιουργήσει το μέγιστο δυνατό ντόρο.
Δεν είμαι καθόλου κατά ο δημιουργός να αφήνει το τέλος ανοιχτό σε ερμηνείες, αρκεί πρώτα να καταφέρει να δώσει ξεκάθαρα το όποιο στίγμα, να θέσει τα ερωτήματα, να δημιουργήσει τον προβληματισμό. Ε δεν το κάνει. Και θεωρώ οτι δεν το κάνει γιατί επιθυμεί να το αφήσει ομιχλώδες, ακριβώς για να καταφέρει να προκαλέσει συζητήσεις. Γιατί αστακός? Ο πρωταγωνιστής λέει οτι ”του αρέσει η θάλασσα, ο αστακός ζει 100 χρόνια και είναι πάντα γόνιμος”. ΟΚ. Ε και?
Η ποζεριά του Λάνθιμου είναι αυτή που καθιστά το τέλος αδύναμο και την ταινία γενικότερα με πολλά προβλήματα. Και το πιο εξοργιστικό είναι οτι τελικά θα καταφέρει τον αρχικό του στόχο: Nα πλάσει μια ταινία που τελικώς θα του εξασφαλίσει την αέναη υστεροφημία του, την καλλιτεχνική του αθανασία. Μια ταινία που θα συζητιέται και θα βλέπεται till the end of ages που λένε και οι Αμερικάνοι.
Μπορεί να θεωρώ τον Κυνόδοντα πολύ καλύτερη ταινία σε δομή, αφήγηση, απόδοση και στόχευση, αλλά ο Αστακός θεωρώ οτι θα μπει στο αντίστοιχο βιβλίο του 2315 με τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών, όσο παλαβό ή υπερβολικό κι αν θεωρείται αυτό που λέω.
Λίγο το ταλέντο του Λάνθιμου, λίγο το πανανθρώπινο, οικουμενικό και διαχρονικό θέμα για τη σχέση μοναξιάς και καταπίεσης, λίγο το φλου στα γενικά, λίγο η παράνοια που ζούμε και θα εξακολουθήσουμε να βιώνουμε ως κοινωνίες και ως μονάδες, θα φροντίσουν γι αυτό.
Μία ταινία με πάμπολλα αρνητικά αλλά με τόσο σημαντικά προτερήματα, που γυρνάει την πλάστιγγα και που θεωρώ οτι με την πάροδο των χρόνων θα συναντήσει τόση αναγνώριση, που ίσως και να μην την αξίζει.
Υ.Γ. Εγώ θα επέλεγα να γίνω σπάρος γιατί μου αρέσει η θάλασσα, το κολύμπι, τα οστρακοειδή και το άραγμα.