Η αγιογράφηση πολιτικών μορφών της Αριστεράς αποτελεί μορφή λήθης και όχι ιστορικής μνήμης· γι’ αυτό, αν θέλουμε να τιμούμε τους άξιους τιμής, οφείλουμε να αποτιμούμε τα ιστορικά τους εγχειρήματα μέσα στις αντιθέσεις, αλλά και τα εγχειρήματά τους στο τώρα, για όσους είναι ακόμα ζωντανοί.
του Νίκου Σκοπλάκη
Σε ό, τι αφορά τον Μανόλη Γλέζο, εκτός από τα πολύ γνωστά του παρελθόντος, δεν έχει να απολογηθεί για κάτι σε κανέναν και για τα διαβήματά του στο τώρα:
Δεν ήταν ο Γλέζος που επένδυσε στην υποκριτική προβολή ενός προκατασκευασμένου προφίλ, υποπροϊόντος ενός αδιαφανούς μεταπολιτικού μάρκετινγκ εν ονόματι της Αριστεράς, ώστε να συντηρηθεί στην πρωθυπουργία.
Δεν ήταν ο Γλέζος που περιφρόνησε και αγνόησε συστηματικά τους πάντες και τα πάντα, εκφυλλίζοντας ένα κόμμα της ανανεωτικής αριστεράς σε σούπερ-μάρκετ για τη διακυβερνητική αρχή του ενός ανδρός και του περιγύρου του.
Δεν ήταν ο Γλέζος που ανέχθηκε ή υποδαύλισε τη δημόσια κατασυκοφάντηση και διαπόμπευση ιδρυτικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για να σταθεροποιηθεί κυβερνητικά σε «εθνική συνεννόηση» με τρίτο μνημόνιο.
Δεν ήταν ο Γλέζος που χρησιμοποίησε το δημοψήφισμα και το ψηφισμένο πρόγραμμα του κόμματός του ως ανταλλάξιμα είδη για να τα πετάξει στα σκουπίδια ενός eurogroup κι ενός συμβουλίου παλαιομνημονιακών αρχηγών.
Δεν είναι ο Γλέζος που με σκηνοθετημένη διάθεση επικοινωνιακής σεμνοτυφίας έχει στηρίξει την προβολή του σε κίτρινους μηχανισμούς.
Δεν είναι, τέλος, ο Γλέζος που έχει εθιστεί στην υποταγή, με ταυτόχρονη καταρράκωση όσων, όχι τόσο παλιά, συνιστούσαν πολιτικό λόγο, έννοιες, προγραμματικά περιεχόμενα ενός ριζοσπαστικού εγχειρήματος.
Ανεξαρτήτως του αν η μικρότης μου συμφωνεί ή σε συγκεκριμένα ζητήματα διαφωνεί με τις προσεγγίσεις του, οφείλω να παραδεχτώ και κάτι ακόμα για τον Μανόλη Γλέζο: όταν η διαπραγμάτευση γινόταν αντικείμενο «χειρισμών» και «κορυφών», μέχρι να κλείσει σε αντικείμενο όπου ασκούσαν επίδραση κάθε είδους τεχνοκρατικά και συστημικά σκύβαλα, εκτός από τον «λαό της Αριστεράς» και τα κομματικά όργανα, ο Γλέζος προειδοποίησε δημοσίως για την κατάληξή της με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Προφανώς και εδώ και σε όσα ακολούθησαν, αλλά και στην κηδεία του Στ. Στεφάνου, ο Γλέζος θα ήταν σώφρων και αρεστός, εφόσον αυτολογοκρινόταν και προτιμούσε να αναπαραγάγει γλυκερά και «σοφά» ένα κατά συνθήκην ψεύδος. Ό, τι δηλαδή ικανοποιεί, τέρπει και μοσχοβολεύει κάποιον «σοφό» νέο, ο οποίος κατορθώνει να παραμένει πρωθυπουργός στα 41 του, έστω κι αν επιπλέει στα κηδεμονευόμενα νάματα του μνημονίου που θα έσκιζε.
Απέναντι σ’ αυτά και σ’ άλλα, οι αντιδράσεις του Γλέζου και δίκαιες και δικαιολογημένες είναι· και, επιτέλους, αναγκαίες. Και δεν είναι το σημαντικότερο να συζητάμε διαρκώς τον τρόπο, αντί για το περιεχόμενο και την ουσία: υποκριτικότατο είναι σίγουρα. Οι «παλιές καραβάνες» της Αριστεράς στη Γερμανία γνωρίζουν και θυμούνται ότι ο Γλέζος είχε χαρακτηριστεί από ηγετικούς κύκλους στη ΛΔΓ του 1955 «unbequemer Genosse» («άβολος σύντροφος»).
Διότι, όσοι αριστεροί αντιδρούν με τον δικό τους τρόπο, κάθε φορά που στάσεις, αξίες και πολιτικά προγράμματα ευτελίζονται, είναι άβολοι, ανεπιθύμητοι, ενοχλητικοί και επιζήμιοι· «υβριστές» υπερήλικες απέναντι σε «σοφά παιδιά» της μεγαλοδύναμης διαγκουβέρνησής μας, που έχει παρατάξει τα όργανά της με παραλλαγές τερπνού και ωφελίμου στη σωστή επικοινωνιακή δοσολογία. Από το 1941 ως το 1968, μέχρι τη ρήξη με το τρίτο μνημόνιο, οι «άβολοι» και οι «υβριστές», απέναντι σε ναζήδες, αστούς, σταλινομπρζνιεφικούς, ανθρωπομέτρες, παλαιομνημονιακούς και νεομνημονιακούς, διατυπώνουν ευκρινώς το στίγμα της ειλικρίνειας και της ανιδιοτέλειάς τους, στα «σωστά» και στα «λάθη» τους· κι αυτό τους κατοχυρώνει πλήρως στη συνείδησή μας.
Όσο για κάποιους προθύμους, που εξαπολύουν το σάλιο της προθυμίας τους σαν υγρό πυρ εναντίον του Μανόλη Γλέζου, ας έχουν υπόψη τους και το παρακάτω: έχει ο μακρύς καιρός πολλά γυρίσματα κι εκείνοι στους οποίους επένδυσαν τη θριαμβική κατασκευή της εικόνας τους, θα τους χτυπήσουν με τα ίδια τους τα όπλα. Διότι είναι εξίσου υποθηκευμένοι με τα όπλα τους. Ο Γλέζος, πάλι, δεν ήταν ποτέ.