Από τον Μιχάλη Καλούπη
Μία φίλη κάποτε με ρώτησε ποιο είναι το αγαπημένο μου τραγούδι και σχεδόν ξαφνιάστηκα με το πόσο άμεσα και εύκολα πήγε το μυαλό μου στο συγκεκριμένο.
«Ένα τραγούδι που λέγεται Mr. Tambourine Man, είναι του Bob Dylan, από μία live ασπρόμαυρη εκτέλεση του 64′ στην Αμερική.»
«Γιατί έτσι;»
«Επειδή νομίζω πως είναι η καλύτερη εκτέλεση τραγουδιού που έχει γίνει ποτέ.»
«Τόσο ωραίο είναι πια αυτό το τραγούδι;»
«Όχι τόσο. Ούτε πιάνει τίποτα ψηλές νότες και τα σχετικά. Πρέπει να είναι όμως το καλύτερο live που έγινε ποτέ, απ’όσα έχω δει.»
«Ε γιατί;»
Να σου εξηγήσω.
Το βίντεο αρχίζει με ένα πλάνο του κοινού κι έπειτα με έναν κύριο που καλεί τον Μπομπ Ντύλαν στη σκηνή. Χωρίς φρου φρου κι αρώματα. Έχουμε κοντά μας τον Μπομπ Ντύλαν. Έλα Μπομπ να μας τραγουδήσεις.
Και να’τος, εμφανίζεται, φορτωμένος το πάρλορ κιθαρόνι του και μια φυσαρμόνικα, ξερακιανός με σηκωμένους ώμους, με το μαλλί του ανάστατο και την βόρεια προφορά του να ενημερώνει το κοινό για τον τίτλο του τραγουδιού που πρόκειται να παίξει.Η στάση του σώματός του και τα νευρικά γελάκια του φανερώνουν πως δεν είναι και ο πιο άνετος άνθρωπος στον κόσμο εκείνη τη στιγμή.
Δεν ήταν άλλωστε και η μεγάλη φίρμα της εποχής αν αναλογιστούμε ότι κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο του το 1962 και βρισκόμαστε στο 1964.
Το ότι αργότερα με το πέρασμα των χρόνων ο Ντύλαν θα άλλαζε την έννοια και την ιστορία της φολκ μουσικής -της αντίστοιχης λαϊκής αμερικάνικης μουσικής- και θα έφτανε μέχρι το νόμπελ λογοτεχνίας γι’αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Όταν ο Ντύλαν τελειώνει με το κούρδισμα και αρχίζει να τραγουδάει αλλάζει το πράγμα.
Η νευρική στάση και το μαγκωμένο βλέμμα εξαφανίζονται.
Ξαφνικά εκπμπέμπει τέτοια άνεση και τέτοια αρμονία που νιώθω πως η φωνή του μου περιγράφει την πιο μαγική ιστορία που έχει συμβεί, χωρίς καν να την καταλαβαίνω.
Τις πρώτες φορές δεν είχα δώσει καμία απολύτως σημασία στους στίχους συνεπαρμένος από το διαπεραστικό βλέμμα του, τη γαμψή του μύτη, τη χωριάτικη προφορά του, ακόμα και οι ασπρόμαυρες αποχρώσεις του βίντεο έχουν κάτι το παραμυθένιο, όλα δένουν μεταξύ τους για να συνθέσουν τη στιγμή που θα με επηρέαζε όσο καμία άλλη στο πώς εννοώ και αντιλαμβάνομαι τη μουσική.
Η οθόνη μου έχει γεμίσει με την αύρα μίας άλλης εποχής και για κάποιο ανεξήγητο και υποσυνείδητο ίσως λόγο, μου αρέσει και με συναρπάζει.
Οι στίχοι εναλάσσονται γρήγορα, δε μπορώ να τους παρακολουθήσω.
Πιάνω λίγα σκόρπια πράγματα.Το τραγούδι καλεί κάποιον με ένα ντέφι καθώς φαίνεται (tambourine-man) να παίξει ένα τραγούδι για τον Ντύλαν.
Ο άνθρωπος με το ντέφι μάλλον ξεκινάει το τραγούδι του και όσο προχωράει η ιστορία, ξεχύνεται ένα σουρεαλιστικό μίγμα εικόνων και συναισθημάτων, σαν να παρακολουθείς ταινία κινουμένων σχεδίων ή επιστημονικής φαντασίας, χρώματα, μυρωδιές, ποτάμια και καπνοί.
Η φωνή του Ντύλαν σε συνδυασμό με την μελωδία και τον ρυθμό κυλάει σε ένα κλίμα που θυμίζει χριστουγεννιάτικη ιστορία, μόνο κάπως έτσι μπορώ να το περιγράψω, δεν ξέρω γιατί, μονάχα ίσως επειδή τα χριστούγεννα είναι η πιο παραμυθένια περίοδος των ζωών μας.
«Then take me disappearin’ through the smoke rings of my mind
Down the foggy ruins of time, far past the frozen leaves
The haunted, frightened trees, out to the windy beach»
Η φίλη μου πάντως δεν έχει ενθουσιαστεί καθόλου.
«‘Ντάξει, καλό είναι, αλλά δεν τρελάθηκα κι όλας. Δεν καταλαβαίνω τί σ’αρέσει τόσο πολύ.»
«Ξαναβάλε το βίντεο και παρατήρησε καλά. Όχι μόνο το τραγούδι. Παρατήρησε.»
«Ψάχνω κάτι συγκεκριμένο;»
«Στη μέση του βίντεο. Περίπου στο τέταρτο λεπτό. Θα καταλάβεις αν παρατηρήσεις.»
Και εκεί λοιπόν,κάπου λίγο πριν το τέταρτο λεπτό του βίντεο, όλο το μεγαλείο και η μαγεία της μουσικής ξεδιπλώνονται στην οθόνη σου.
Βάλε μία άνω τελεία στην ανάγνωση του κειμένου και πήγαινε να παρατηρήσεις κι εσύ.
Σοβαρά, περιμένω.
Αυτό αγαπητέ αναγνώστη, αυτά τα λίγα ανοιχτά πλάνα στο τέταρτο λεπτό του βίντεο αυτού, συνθέτουν το πιο όμορφο μουσικό κάδρο που έχω μαρτυρήσει.
Όσο προσεχτικά κι αν ψάξεις σε αυτά τα πλάνα του τέταρτου λεπτού, δεν θα βρεις ούτε έναν άνθρωπο από το κοινό-ούτε έναν- που να μη συμμετέχει ευλαβικά σε αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή με πρωταγωνιστή τον πιτσιρικά στη σκηνή.
Όλοι είναι εκεί. Όλοι.
Τα βλέμματά τους ξύπνια, τα αυτιά τους ορθάνοιχτα.
Άλλοι καθιστοί, άλλοι ξαπλωμένοι ή γερμένοι πίσω, άνθρωποι που δεν έχουν πάει εκεί για να γεμίσουν την ώρα τους ή γιατί δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνουν ή για να πουν ότι πήγαν.
Έχουν πάει για να ακούσουν.
Κι αυτό κάνουν. Ακούνε.
Με σεβασμό, με κατανόηση , με ειλικρίνεια.
Χωρίς εντυπωσιακά φωτορυθμικά, χωρίς μπαλέτα, χωρίς μεγάλες πίστες και τεράστιες ορχήστρες, μονάχα δυο-τρία μικρόφωνα στραμμένα στο χωριατόπαιδο με την ψιλοξεκούρδιστη κιθάρα, τη φυσαρμόνικα και την ιστορία του.
Είναι όλοι εκεί. Κάτω από την ομπρέλα της μουσικής, μοιραζόμενοι ένα κοινό συναίσθημα ή προσπαθώντας τουλάχιστον, τη στιγμή εκείνη που ο άνθρωπος πάνω στη σκηνή ξεγυμνώνει τη ψυχή του και τους λέει για τις ιστορίες και τα ταξίδια του και τους παρασύρει όλους μαζί του, κι εκείνοι ακολουθούν, αφήνονται στη στιγμή, αφήνουν το χείμαρρο της μουσικής να τους πάρει και κυλάνε μαζί του χωρίς να ρωτάνε που τους πάει, χωρίς να τους νοιάζει.
Κι όταν συγκρίνεις την ημέρα αυτή του 1964 με αντίστοιχες σημερινές, η στιγμή αυτή ξεχωρίζει ακόμη περισσότερο.
Όταν σκέφτομαι με πίκρα πόσο φτηνή, αδιάφορη και ανούσια έχει καταντήσει να ακούγεται αυτή η έννοια της επικοινωνίας.
Πώς πολλοί περιμένουν -ή και όχι πολλές φορές- να τελειώσει ο άνθρωπος που βρίσκεται στη σκηνή να τους επικοινωνεί αυτά που πήγαν να ακούσουν μα δεν ακούνε, και περιμένουν, περιμένουν υπομονετικά και βαριεστημένα να τελειώσει αυτή η αναγκαία ταλαιπωρία,ώστε να επιστρέψουν στο φλερτ τους, ή στην κουβέντα τους, ή στο κινητό τους και να γυρίσουν σπίτι τους το βράδυ εφησυχασμένοι, ισχυριζόμενοι ότι εκπλήρωσαν κι αυτό το τελετουργικό και πλέον μπορούν να το σβήσουν από τη λίστα με τα «to do» της πνευματικής τροφής που είχαν να καταναλώσουν.
Αυτοί οι άνθρωποι του 1964 στο Newport όμως, έζησαν την έννοια της μουσικής με τον πιο δυνατό και ολοκληρωτικό τρόπο που θα μπορούσε να υπάρξει.
Εκείνη ήταν η μέρα που η μουσική εκπλήρωσε τον σκοπό της στα μάτια μου και μου έδειξαν ότι αυτό που λέμε ΜΟΥΣΙΚΗ δεν είναι μόνο οι νότες που ακούμε, μα αυτό που βιώνουμε.
Μια στιγμούλα. Ένα ταξίδι.
Κατανόηση. Σεβασμός.
Επικοινωνία. Συναίσθηση.
Αρμονία.
«Κατάλαβες…;»