Μιας και το προσφυγικό/μεταναστευτικό -όπως θέλετε πείτε το, λίγη σημασία έχει αφού καθένας το αντιλλαμβάνεται όπως θέλει και τον συμφέρει- είναι και πάλι ιδιαίτερα επίκαιρο, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Αμερική, θυμήθηκα την ιστορία των Χομαγιούν και Βακάρ.
«Ο Hamayun Anwar, 18 ετών και ο Wakar Ahmed, 32 ετών, από το Πακιστάν, βρήκαν τραγικό θάνατο στην προσπάθειά τους να απεγκλωβίσουν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι από τις ράγες του τραίνου τον περασμένο Απρίλη στο Κρυονέρι Αττικής.
Το μοιραίο Ι.Χ. επιχείρησε να περάσει τις γραμμές από σημείο που δεν υπήρχε διάβαση, με αποτέλεσμα οι τροχοί του να κολλήσουν στη σιδηροτροχιά.
Στο όχημα επέβαινε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Ελλήνων.
Επικράτησε πανικός και αντί να απομακρυνθούν όλοι, οι άτυχοι μετανάστες ενέτειναν τις προσπάθειές τους να ξεκολλήσουν το αυτοκίνητο, ενώ και οι επιβάτες του παρέμειναν μέσα. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.Στους δυο μετανάστες απονέμει η Ακαδημία Αθηνών βραβείο μετά θάνατον για την αυτοθυσία τους. »
Αναρωτιέμαι πόσο λίγη σημασία έχει το αν ο Χομαγιούν και ο Βακάρ είχαν ΧΑΡΤΙΑ. Αν αυτό θα τους έκανε περισσότερο ανθρώπους.
Αν δε βλέπει κανείς ΠΟΣΟ άνθρωποι ήταν με ή χωρίς ΧΑΡΤΙΑ.
Αναρωτιέμαι για ποιο λόγο μπορεί να θεωρείται αυτό ένα τυχαίο και μεμονωμένο γεγονός, ενώ αν κάποιος μετανάστης έχει παραβατική συμπεριφορά, αυτό καθιερώνεται ως νόμος στα μυαλά των ηλιθίων.
Αναρωτιέμαι περισσότερο απ’όλα πώς διάολο γίνεται να πρέπει κανείς να τα τονίζει όλα αυτά.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου , έκανε την ιστορία τους τραγούδι.
Αυτή και πόσες άλλες ιστορίες ακόμα, που κάθεμιά τους καταφέρει να καρφώνει ενέσεις τρυφερότητας στο αναίσθητο, σάπιο κορμί της κοινωνίας μας.
Δε θα ακούσεις τέτοιου είδους μουσικές φυσικά στα μπαρ της «διασκέδασης», επειδή, ώχου μωρέ,σίγά μη φορτώνουμε και το κεφάλι μας τώρα.Ο Θανάσης θα μπορούσε να γράψει για οτιδήποτε ήθελε. Δεν διψάει πλέον-αν ποτέ- για αναγνώριση. Θα μπορούσε να γράφει για τα σκυλιά του, για τα παιδιά του, για τον εαυτό του. Θα μπορούσε να στήσει τις ωραιότερες μουσικές και πάλι να «πουλάει».
Όπως εκείνος λέει όμως, τα τραγούδια που γράφει δε θέλει να ανάβουν αναπτήρες, μα να σκίζουν τα μέτωπα.
Αναρωτιέμαι λοιπόν εδώ και αρκετή ώρα, αφού υπάρχουν τέτοιες μουσικές, γιατί να μην ευσταθεί ο όρος της κουλτούρας στη μουσική και να κατακεραυνώνεται όποιος τον ασπάζεται.
Αναρωτιέμαι πού είναι όλος ο υπόλοιπος εμπορικός καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας και ποιες είναι οι ανησυχίες και οι ευαισθησίες τους.
Αναρωτιέμαι αν ζουν αυτοί οι υπόλοιποι «λαϊκοί» μουσικοί σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου τα καθημερινά προβλήματα, γεγονότα και ανησυχίες του «λαού» είναι κάτι που δεν τους αφορά, αφού εκείνοι είναι κάτι άλλο μάλλον, αναρωτιέμαι αν η μουσική που παλαιότερα έδινε φυσική υπόσταση στην ανθρώπινη αγωνία, τον πόνο, την χαρά, τον έρωτα, η μουσική που αισθητοποιούσε αυτά τα ακατανόητα συναισθήματα λειτουργώντας σαν πύλη που συνδέει τον εσωτερικό κόσμο με τον εξωτερικό έχει πεθάνει και έχουν απομείνει μόνο νότες αναίσθητες, ποτά, τσιγάρα και μεθύσια.
Πώς να μην διαχωρίζονται οι μουσικές σαν εκφράσεις τέχνης, όταν βλέπεις τους όρους να μπερδεύονται, όταν οι Θανάσηδες του κόσμου, οι οποίοι εκπροσωπούν κατά κύριο λόγο αυτό που -όντας διαφορετικό από το πλέον συνηθισμένο- βαφτίστηκε λανθασμένα ως η απόμακρη «έντεχνη» και «κουλτούρα» ενώ στην πραγματικότητα είναι διατήρηση της παράδοσης,τόσο σε στιχουργικό ύφος όσο και σε μουσικές πινελιές που όλοι καμαρώνουν μα λίγοι σέβονται, όταν εκείνοι οι μουσικοί λοιπόν συμμετέχουν με μικρά λιθαράκια για ένα δικαιότερο και πιο τρυφερό κόσμο προσφέροντας ακόμα και μικρά πραγματάκια, υψώνοντας ανάστημα, παίρνοντας θέση, τη στιγμή που πολλοί βαφτισμένοι πλέον «λαϊκοί» τραγουδιάρηδες που καπιλεύονται τον όρο, έχουν αποκτήσει δημόσιο βήμα και επιρροή στη μάζα, καθισμένοι στους χλιδάτους καναπέδες τους, και κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα προκαλείται μαζικός εμετός ρατσισμού, μισαλλοδοξίας, αμάθειας, υπεροψίας και ανεπαρκούς αντίληψης του κόσμου που κατοικούν, άνθρωποι αποκομμένοι από την καθημερινότητα, βολεμένοι σε μία δική τους φούσκα που προσπαθούν να απομυζήσουν όσα περισσότερα μπορούν μέχρι εκείνη να σκάσει και να τους επιστρέψει στην «απλή καθημερινή ζωή τους», αφού άξαφνα έχουν χρήσει τους εαυτούς τους για κάποιο απροσδιόριστο λόγο σαν κάτι διαφορετικό από το σύνολο, από τον «απλό άνθρωπο», αυτοί οι ίδιοι που μιλάνε για το αν τρώνε γιαούρτι ή γάλα αμυγδάλου το πρωί και το τι χρώμα θα φορεθεί φέτος.
Πότε η μουσική έγινε μονάχα τρόπος ψυχαγωγίας και απομακρύνθηκε από τις ρίζες της, από την Τέχνη;
Πολλοί διαφωνούν για το τι ακριβώς είναι τέχνη και έτσι ο ακριβής ορισμός της είναι δύσκολος. Πόσο μάλλον για μία έκφραση της τέχνης όπως είναι η μουσική, η οποία είναι τόσο διαδεδομένη και κρίνεται σε τόσο υποκειμενική βάση. Ας μιλήσουμε όμως για την κουλτούρα της μουσικής.
Για να εξηγηθούμε, η «κουλτούρα» είναι δάνεια λέξη και προέρχεται από το γερμανικό kultur που εκφράζει την καλλιέργεια του πνεύματος, την παιδεία και δεν αναφέρομαι στο εκάστοτε είδος της μουσικής. Ποιο ανώτερο δείγμα παιδείας λοιπόν από ένα κάλεσμα για αλληλεγγύη, από μία κιθάρα περιτριγυρισμένη πιτσιρίκια, από δυο στίχους που μιλάνε για ένα καλύτερο και δικαιότερο αύριο, ή ακόμα περισσότερο που αναβιώνουν άλλες εποχές. Πόσο πιο ανθρώπινη είναι αυτή η πλευρά της μουσικής, πόσο πιο χρήσιμη, σε αντιδιαστολή με όλους εκείνους που μέσω της μουσικής δεν πήραν ποτέ θέση για μία ανθρώπινη αγωνία.
Ο χαρακτήρας και το ήθος του καλλιτέχνη έχει τον τρόπο να χρωματίζει το έργο του. Πότε πάψαμε να κοιτάμε πίσω από τον «οργανοπαίχτη» ή τον «τραγουδιστή» για να διακρίνουμε τις αξίες του ανθρώπου, πότε ο βίος του καλλιτέχνη διαχωρίστηκε από το έργο του;
Πότε η αύρα του χαρακτήρα του εκάστοτε καλλιτέχνη κατάντησε κάτι το προαιρετικό και όχι μέρος της μουσικής του και της παράστασης;
Πώς να μην εκτιμήσει και να διαχωρίσει κανείς τους καλλιτέχνες εκείνους που σε τέτοιες εποχές δε μένουν αμέτοχοι αλλά παίρνουν θέση και στηρίζουν τον απλό άνθρωπο με τον τρόπο τους, που δεν διαχωρίζονται από αυτόν αλλά αποπνέουν μία συλλογικότητα, όπως έκανε η τέχνη σε όλη τη πορεία μας έως εδώ.
Μακρυά από τη μουσική, σε κάθε έκφραση τέχνης, καιρός να διαχωρίσουμε την ποιότητα της κάθε δήλωσης και κάθε πράξης του δημιουργού.
«Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ, γι’ αυτούς θα σου μιλήσω
Σαν άνθρωποι γεννήθηκαν, μα δίχως να το ξέρουν
γινήκαν όχθες ποταμού, πιο κάτω θα εξηγήσωΤα όνειρα τους τα ‘τρωγε της φτώχιας το σκουλήκι
Τα βράδια μάτια ορθάνοιχτα, η χώρα της ανάγκης
απλώνει το βρωμόχερο, ζητά μπροστά το νοίκιΘέλει μπροστά το νοίκιΚι έρχεται η στιγμή, που λες, να φύγουν κι ό,τι γίνει
κι αν όπως τρέμεις το χαμό σε λυπηθεί το κύμα
στη Λαμπεντούζα βρίσκεσαι, ή και στη Μυτιλήνη
Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ, το βάσανο του δρόμου
Παντού συρματοπλέγματα, μα αλήθεια ποιος πιστεύει
πως με τα φράγματα κρατά την ώσμωση του κόσμου
Ελλάδα, χώρα της ντροπής, και γι’ άλλους κρύο σπίτι
ξέχασες που ‘ναι ιερό το βλέμμα του ικέτη
Τώρα πια οι μισάνθρωποι σε σέρνουν απ’ τη μύτη
Σε σέρνουν απ’ τη μύτη
Η ξενιτιά είναι βάσανο, κι άμα δε βγάζεις άκρη
για ρώτα τα τραγούδια σου, εκείνα της Καρπάθου
και τ’ άλλα τα ηπειρώτικα, που φέρνουνε το δάκρυ
Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ έχουν καρδιά μεγάλη
Βλέπουν το τραίνο να ‘ρχεται και δίχως να το νιώσουν
γίνονται όχθες και κυλά της ανθρωπιάς ποτάμι. »