Ήταν 22 Νοεμβρίου του 1990. Δεκατέσσερις μέρες πριν το φευγιό του (από το οποίο συμπληρώνονται 25 χρόνια) ο Παύλος Σιδηρόπουλος έδωσε την προ-τελευταία ραδιοφωνική του συνέντευξη στον δημοσιογράφο Μιχάλη Λημνιό, παραγωγό τότε του «9,41, Επικοινωνία στα FM». Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης βρίσκεται στο βιβλίο του Άκη Λαδικού, «Παύλος Σιδηρόπουλος, Πού να γυρίζεις», εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη 1998, σ.σ. 310 – 315. Ακολουθεί το κείμενο-μαρτυρία του Μιχάλη Λημνιού ο οποίος μοιράζεται με τους αναγνώστες του MusicPaper τις αναμνήσεις του από τις έξι ώρες που πέρασε μαζί με τον Σιδηρόπουλο πριν από τη μεταμεσονύχτια ραδιοφωνική συζήτηση που είχαν….
“Κατεβαίνοντας την υπόγα του “ΑΝ” στα Εξάρχεια, έβλεπες όλες τις ‘φυλές’ της Ελληνικής underground σκηνής – από φρικιά και πάνκιδες μέχρι ρεμπετοροκάδες και μπλουζίστες, όλοι ήταν εκεί σαν οπαδοί μίας ‘άτυπης’ αίρεσης με καθοδηγητή τον (Punk, Rock n’ Roll, Bluesman, ρεμπέτη, ποιητή, ‘πριγκιπα’ -δώστε εσείς τον χαρακτηρισμό που θέλετε- Παύλο Σιδηρόπουλο. Είχα ξεκινήσει μία σειρά από ραδιοφωνικές εκπομπές, με καλεσμένους μουσικούς στο studio του ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 94,1 FM στο Ηράκλειο Αττικής (είχαν προηγηθεί οι: Λουκάς Σιδεράς, Νίκος Τουλιάτος, Γιώργος Φακανάς, κ.ά. Ο καλός μου φίλος, Ζορζ Πιλαλί, μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον να κάνω μία εκπομπή με τον Παύλο Σιδηρόπουλο – έχει πολλά να σου πει για το Blues, μου έλεγε συνέχεια. Την ίδια εποχή, έβαζα μουσική σε ένα μπαράκι στα Φιλαδέλφεια, οπότε δεν μπορούσα να κάτσω όλη την βραδιά στο ΑΝ για να ακούσω τον Παύλο και τους Απροσάρμοστους, παρά μόνο να κλείσω μία συνέντευξη μαζί του για την επόμενη εβδομάδα.
Πηγαίνοντας, πριν τη συναυλία στα καμαρίνια, για να τον συναντήσω, όλο το συγκρότημα ήταν εκεί: Οδυσσέας Γαλανάκης, Κυριάκος Δαρίβας και ο Αλέκος Αράπης. Η εκπομπή, ήταν στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, οπότε κανονίσαμε να βρεθούμε μερικές ώρες πιο νωρίς για να πιούμε ένα ποτό… Όταν ήρθε η μέρα να συναντηθούμε για να κάνουμε τη συνέντευξη –πήγα και τον πήρα, όπως του είχα υποσχεθεί από το σπίτι του, κοντά στα σχολεία της Γκράβας (Γαλάτσι-Κυψέλη) και πήγαμε μαζί με μία φίλη του, όπου ήρθε μαζί μας, να περάσουμε το βράδυ μας στο ΕΡΩΣΚΟΠΟΙΟ (ένα μπαρ στα Φιλαδέλφεια).
Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση κατά την διάρκεια της συζήτησής μας, ήταν το πόσο πολύ ήθελε να μάθει για ένα ρεπορτάζ που ετοίμαζα για την επονομαζόμενη Beat Generation που έγραφα για ένα περιοδικό στην Βραζιλία (με αφορμή την γνωριμία μου με τον Gregory Corso (στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν είχε έρθει στην Ελλάδα με ένα Ιταλικό συνεργείο για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ με θέμα την ζωή του στην Ρώμη και την Αθήνα). Όλο το βράδυ κύλησε συζητώντας για ποίηση, C.G. Jung, Osho, Ζεν, Jack Kerouac, William Burroughs, Allen Ginsberg, και για τους μουσικούς που επηρέασαν οι Beatniks, κυρίως στην δεκαετία του ‘70 (Lou Reed, Patti Smith κ.ά), άλλωστε του είχα ζήσει κατά την διάρκεια της εκπομπής/συνέντευξης που θα κάναμε, να βάλουμε κυρίως μουσική από καλλιτέχνες που αγαπούσε, οπότε μου είχε πει να φέρω δίσκους των Police, Level 42, Rolling Stones, Velvet Underground, Iggy Pop, Lou Reed, David Bowie…
Μιλήσαμε για την τέχνη και για τον κοινό μας φίλο εικαστικό/ζωγράφο, Νίκολα Liber (RIP), τις αλχημείες του Πιλάλα με το ρεμπέτικο, την ποίηση στα δημοτικά τραγούδια, τα ιστορικά clubs του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, την μεγάλη του αδυναμία για την Ολλανδική σκηνή και τον Herman Brood, τα Rock n’ Roll βράδια στο Κύτταρο και Rodeo, τα underground comix (Mad, Freak Brothers), αλλά αυτό που θα θυμάμαι πάντα από αυτόν, είναι η σεμνότητα, η μετριοφροσύνη και η ευαισθησία του. Η ώρα περνούσε ευχάριστα στο μπαρ, αλλά με ανησυχούσε, διότι ο πράος και ομιλητικός Παύλος γινόταν όλο και πιο ‘φευγάτος’ με την βοήθεια ενός μπουκαλιού MARTINI BIANCO που ήθελε να πιεί. Το soundtrack της βραδιάς μας στο μπαρ, ήταν μία κασέτα (ακόμα δεν είχαμε Cds) με Blues κομμάτια από τους Paul Butterfield, Albert & ΒΒ King, Tom Waits, Robert Johnson, Dr. John, Muddy, Wolf και Peter Green. Όταν έφτασε η ώρα να πάμε στον σταθμό, ήδη είχαμε πει –μεταξύ καπνού και αλκοόλ- όλα αυτά που ‘έπρεπε’ να πούμε On Air και δυστυχώς δεν ηχογραφήθηκαν.
Η ραδιοφωνική εκπομπή που έγινε λίγες μόλις μέρες πριν ‘φύγει’, ηχογραφήθηκε και εκτός από την Ελλάδα δόθηκε (αφού μεταφράστηκε) σε ραδιοφωνικούς της Λατινικής Αμερικής, Ασίας, Ευρώπης, ΗΠΑ και Αυστραλίας με θέμα «Το πετράδι στο δαχτυλίδι της Ελληνικής rock σκηνής», κάποιες κόπιες δόθηκαν στον Πάνο Ηλιόπουλο (Παραγωγός/Μάνατζερ) και σε φίλους που ήθελαν να την έχουν – ο Άκης Λαδικός, έχει αποσπάσματα από την συνέντευξη μας, στον βιβλίο του ‘Πού να γυρίζεις’ (1998, Α. Α. Λιβάνη) – αυτό που είναι ίσως κάτι που θα ήθελα να υπάρξει σε ένα μελλοντικό album, είναι το γεγονός ότι όταν στα διαλείμματα της συνέντευξης μας, βάζαμε έναν δίσκο να παίξει, ο Παύλος τραγούδαγε επάνω στα τραγούδια (όπου είχαμε ανοιχτά τα μικρόφωνα για να ακούγεται στο αέρα).
Οπότε υπάρχει ένα μοναδικό ακουστικό υλικό όπου ο Σιδηρόπουλος τραγουδάει μαζί με τον Lou Reed και τον Mick Jagger… Το κείμενο αυτό που γράφτηκε με αφορμή την 25η επέτειο από την 6η Δεκεμβρίου… μπορεί να είναι στεγνό, χωρίς πολλά λογοτεχνικά και φιλοσοφικά στολίδια… αλλά έγινε με την σκέψη μίας ‘μυσταγωγικής’ συζήτησης που είχαμε εκείνο το βράδυ πριν φύγουμε από το μπαρ: «Το να περπατάει κανείς είναι Ζεν. Το να κάθεται είναι Ζεν. To να μιλάει ή να σωπαίνει το να κινείται ή να σταματά Ζεν είναι μοναχά. Αυτός που ξέρει δεν μιλά. Αυτός που μιλά δεν ξέρει.»
Ένα κοάν, που αγάπησε αμέσως μόλις του το είπα… Γι’ αυτό ο καλύτερος τρόπος να μιλήσεις για τον Παύλο Σιδηρόπουλο, δεν είναι οι λέξεις, αλλά η ίδια η ‘φύση’ του, η μουσική του, οι στίχοι του και η ποίηση του…