Εκ φύσεως αποστρέφομαι τις επετείους. Συνήθως αφορούν πολύ σοβαρά θέματα, αντιμετωπίζοντάς τα όμως με τη λογική των ημερήσιων προσφορών σε σούπερ μάρκετ. Για παράδειγμα, σαν σήμερα, πριν χρόνια σχεδόν αμνημόνευτα, οι φοιτητές τότε Μανώλης Γλέζος, μαζί με το σύντροφό του Απόστολο Σάντα, υπέστειλαν το λάβαρο των δυνάμεων κατοχής από την Ακρόπολη κ.ο.κ. Η όλη τελετουργία καταντά να μοιάζει με Κυριακάτικο εκκλησιαστικό κήρυγμα. Εν αρχή, ανακοινώνουμε την αφορμή με ύφος βαρύγδουπο, χτυπάμε και ένα ταρατανζούμ με ενθύμια και φωτογραφίες, έτσι για να γίνει ο θρήνος πειστικότερος, αν παρεμπιπτόντως πρόκειται για κάποιον νεκρό ήρωα, σερβίρουμε συνήθως καφέ, ίσως και κόλλυβα (αν η απώλεια είναι πιο φρέσκια), και εν συνεχεία, μετά το πέρας της επετείου, γυρνάμε πλακωνόμαστε στο facebook, και στο φινάλε, ρίχνουμε έναν ξεγυρισμένο ύπνο, λόγω συσσωρευμένης κόπωσης! Δυστυχώς ελάχιστοι βυθομετρούν στην ουσία της πράξης, ακόμη λιγότεροι κρατούν το άρωμα της, ακόμη πιο λίγοι το μετουσιώνουν σε προσωπικό τους βίωμα, και όσοι, εν τέλει, προχωρούν σε παρόμοιες ανατροπές μετριούνται πια στα δάκτυλα του ενός χεριού. Και μιλώ για πράξεις ανατροπής και όχι για συνήθειες.
Κάπως έτσι κρυβόμαστε πίσω απ’ τους ήρωες, τις πράξεις τους και τις επετείους. Καταλήγοντας με τις διαθέσιμες φατσούλες του φατσοβιβλίου. Εξάλλου, κάπως πρέπει και εμείς να δικαιολογούμε το οξυγόνο που καταναλώνουμε στον πλανήτη. Να προβάλλουμε την παρουσία μας ως ψαγμένα τυπάκια ∙ ξορκίζοντας, κατά βάθος, ή ναρκώνοντας τις ενοχές μας για την απουσία μας, και μάλιστα από την επόμενη κιόλας μέρα. Όπως ακριβώς σαρκάζει και ο ποιητής:
«Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό- κατόπιν τούτου Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω Δυὸ δυό, τρεῖς τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε, Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.»
Σχετικά, λοιπόν, με τον Μανώλη Γλέζο, πολλοί έχουν πει κατά καιρούς, διάφορα, σοβαρά και ασόβαρα, επίσης. Αντί όλων αυτών, και προκειμένου να δικαιολογήσω έστω την παρουσία μου στην όλη «γιορτή», προτιμώ να καταφύγω σε μία μνήμη – μαρτυρία, με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Γλέζο, και αυτήν ανακαλώ. Συνέβη 10 περίπου χρόνια πριν, όταν ακόμη δεν είχαν καν μαζευτεί τα μαύρα σύννεφα πάνω απ’ το τόπο μας. Έκτοτε, πολλά άλλαξαν, άλλη μία δεκαετία προστέθηκε πάνω στους ώμους του αγαπημένου «Μαθουσαλίξ» της Αριστεράς – όπως τον είχε χαρακτηρίσει παλιότερα, ένα κομματικό σαπρόφυτο – ο ανελέητος χρόνος ρίχνει πάνω μας, τα ζάρια του, και εμείς ρίχνουμε τα δικά μας. Ζάρια για τη ζωή, ζάρια για τον εαυτό μας, τους άλλους, τη χώρα:
«Ήταν Δευτέρα 30 Οκτώβρη 2006 (μετά την εθνική επέτειο) και, κουβαλώντας μέσα μου ετερόκλητες σκέψεις ανταποκρίθηκα στην πρόσκληση έφηβου μαθητή μου, και επισκέφτηκα το Πειραματικό Λύκειο Καστριτσίου, για να ακούσω πρώτη φορά, έναν άλλο πραγματικό έφηβο και μάλιστα 84 φθινοπώρων (τότε)…τον Μανώλη Γλέζο. Αυτόν τον άνθρωπο που πολλοί από εμάς τον βαφτίσαμε ήρωα, ίσως γιατί δεν καταλάβαμε ότι δεν έπραξε τίποτε άλλο στα νιάτα και στην υπόλοιπη ζωή του, παρά αυτό που του υπαγόρευε ακατάπαυστα η συνείδησή του. Το χρέος του απέναντι στον άνθρωπο! Πολίτης και όχι επαγγελματίας πολιτικός, φλογερός ανθρωπιστής και όχι αποστειρωμένος διανοούμενος, βαθύτατα ελληνοκεντρικός αλλά όχι ευκαιριακά πατριδοκάπηλος, ο Μανώλης Γλέζος είναι αλήθεια ανταποκρίνεται, παρά την ηλικία του, σε κάθε κοινωνικό κάλεσμα που του απευθύνεται, πρόθυμος πάντα να μεταδώσει την ανατρεπτική του σκέψη, μα πάνω απ’ όλα την αγάπη του. Την ανυπόκριτη αυτή αγωνία που εύκολα μπορείς να διακρίνεις στο χειμαρρώδη λόγο του, στα γαλανά του μάτια, στις κινήσεις των χεριών που, θα ’λεγες πως παλεύουν να ξορκίσουν την αδιαφορία και τη λήθη.
Και όντως, δεν άργησε να προχωρήσει στην ουσία, δίνοντας το δικό του στίγμα στη μέρα:
«Ήρωας μπορεί ο καθένας μας να γίνει, αρκεί να στραφεί βαθιά μέσα του, μα πάνω απ’ όλα, βαθιά μέσα στους άλλους και πρωτίστως σε όσους διψούν για την αγάπη μας. Καιρός δεν περισσεύει για ηρωισμούς και πανηγύρια, όσο υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν είτε αλλού είτε στον τόπο μας. Ο χρόνος μάς ελέγχει αμείλικτος κριτής, γι’ αυτό και όσοι θεωρούνται ήρωες καλό είναι ν’ αφήσουν κατά μέρος την αλαζονεία, μπας και περισώσουν λίγη απ’ τη χαμένη μας ανθρωπιά. Αλλιώς κινδυνεύουν και αυτοί να καβαλήσουν καλάμια που εύκολα σπάνε… Στις Θερμοπύλες, να θυμάστε, δεν πολέμησε μόνος του ο βασιλιάς Λεωνίδας, και ας μνημονεύει άδικα η ιστορία μόνον αυτόν. Ήρωες στο ίδιο ύψος στάθηκαν και οι Θεσπιείς και οι Πλαταιείς και παρέα με τους 300 και οι είλωτες που τους συνόδευαν και τους υπηρετούσαν. Μαζί με κάθε Σπαρτιάτη – καιρός να το μάθετε αν δεν το γνωρίζετε – ακόμη 7 είλωτες θυσιάστηκαν στο πλευρό του, για την πατρίδα. Όλοι μαζί, ελεύθεροι και δούλοι, επιφανείς και αφανείς, όλοι τους, ανυπόκριτοι και ισάξιοι. Σύντροφοι στη ζωή, στο θάνατο και στη θυσία.»
Κατάμεστο ήταν το αμφιθέατρο του Λυκείου Καστριτσίου από πιτσιρίκια, και δεν ακουγόταν μετά από λίγο ούτε κιχ. Στο επίλογο, ακούστηκαν από τους παρόντες, διάφορες ερωτήσεις που αφορούσαν κυρίως περασμένες δόξες και εποχές. Οι απορίες και οι ερωτήσεις κάπου στέρεψαν, οι καθηγητές άρχιζαν να κοιτάζονται μεταξύ τους αμήχανα, αλλά ο ισόβιος έφηβος άδραξε την ευκαιρία.
Την πλέον αφοπλιστική ερώτηση την έκανε ο ίδιος ο Γλέζος, απευθυνόμενος στους έφηβους μαθητές: «Για πολλά με ρωτήσατε, αλλά κανείς δε με ρώτησε πώς μπορώ ακόμη και σήμερα, στα 84 μου χρόνια, να είμαι τόσο ενεργητικός και δραστήριος. Τη μία στιγμή να βρίσκομαι στη Γένοβα, διαδηλώνοντας ενάντια στους ισχυρούς της παγκοσμιοποίησης, και την άλλη να βρίσκομαι στην Πάτρα και να μιλώ σ’ εσάς.
Σε αυτή, λοιπόν, την ερώτηση θα σας πω ότι τη δύναμη μου δεν την αντλώ μόνο από τον εαυτό μου. Μέσα στην ψυχή μου κουβαλώ όλους αυτούς τους συντρόφους μου που πέθαναν και που κάθε βράδυ με επισκέπτονται στα όνειρά μου. Στα νιάτα μας, βλέπετε, όταν μαζευόμασταν , συνηθίζαμε ο ένας να λέει στον άλλο: «Αν με βρει εμένα το «καλό» το βόλι, αν τυχερό μου είναι να φύγω πρώτος και μείνεις εσύ στη θέση μου, τότε μην ξεχάσεις να ζήσεις και για μένα». Έτσι, λοιπόν, και εγώ έμαθα να ζω όχι μόνο για μένα, αλλά και για λογαριασμό των συντρόφων που πέθαναν και κάθε βράδυ έρχονται στον ύπνο μου με το ίδιο παράπονο: «Ποιος θα μου φέρει πίσω τη χαμένη μου ζήση;».
Όπως καταλαβαίνετε, είμαι υποχρεωμένος να ζω και γι’ αυτούς, να περπατώ και γι’ αυτούς, να απολαμβάνω αυτό το όμορφο πρωινό και γι’ αυτούς. Γι’ αυτό και εγώ σας ρωτώ: Όταν θα έρθουν και πάλι το βράδυ και με ρωτήσουν, τι να τους πω; Υπάρχει ελπίδα ο αγώνας τους να μη σταματήσει, αλλά να συνεχιστεί και από τις επόμενες γενιές, δηλαδή απ’ όλους εσάς;»
Και τα πιτσιρίκια βροντοφώναξαν «Ναι».
Γιάννης Δημογιάννης για το Νόστιμον ήμαρ