Μάης 1936. Οι καπνεργάτες προλετάριοι της Θεσσαλονίκης απεργούν και διαδηλώνουν διεκδικώντας καλύτερη ζωή. Μέρα με τη μέρα εργάτες και από άλλους κλάδους ξεχύνονται σαν ποτάμια στους δρόμους. Οι χωροφύλακες του Μεταξά πυροβολούν στο ψαχνό. Στις 9 Μάη το αίμα δέκα εργατών βάφει τους δρόμους. Από τις σφαίρες πρώτος πέφτει νεκρός ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο θρήνος της μάνας του «αποτυπώνεται» στη φωτογραφία που θα δημοσιευτεί την επόμενη μέρα στον Ριζοσπάστη, και περνάει στην αιωνιότητα μέσα από τους στίχους του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου.
Η πρώτη δημοσίευση του «Επιτάφιου» έγινε στις 12 Μάη στον Ριζοσπάστη και είχε τη μορφή τριών ποιημάτων με τον τίτλο «Μοιρολόι» και υπότιτλο «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης». Λίγες μέρες αργότερα ο Ριζοσπάστης αναγγέλλει τη δημοσίευση ενός τέταρτου ποιήματος του «Επιτάφιου» στο περιοδικό της ΟΚΝΕ «Νεολαία». Και στις 8 Ιούνη του 1936 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ριζοσπάστη ο «Επιτάφιος – Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης», με την προσθήκη στα αρχικά ποιήματα και άλλων (σύνολο 14) που στο μεταξύ είχε στείλει ο Ρίτσος στην εφημερίδα. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1956 από τις εκδόσεις «Κέδρος» και σε αυτή συμπεριλήφθηκαν ακόμα 6 ποιήματα, κάτω από τον τίτλο «Επιτάφιος». Ο «Επιτάφιος» θα μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, οι στίχοι του θα χιλιοτραγουδηθούν και θα δονούν για πάντα τις καρδιές αυτών που δεν σηκώνουν τ’ άδικο.
Η μάνα πάντα αποτελούσε και αποτελεί πηγή έμπνευσης για την Τέχνη. Η λογοτεχνία, η ζωγραφική, η γλυπτική, η φωτογραφία, ο κινηματογράφος έχουν να παρουσιάσουν πολλά και σπουδαία έργα αφιερωμένα στον πόνο της μάνας, που συγκινούν, διεγείρουν τις αισθήσεις αλλά και τη σκέψη· άλλωστε ο σκοπός της τέχνης δεν ―θα μπορούσε να― είναι μόνο η τέρψη. Η επιλογή των έργων που παρατίθενται ανάμεσα στα είκοσι ποιήματα που απαρτίζουν τον Επιτάφιο, έγινε με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια και με την πρόθεση να είναι αντιπροσωπευτικά του έργου. Τα εκτενή αποσπάσματα μεταφέρθηκαν από την 38η έκδοση του Κέδρου.
Ι
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
Πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
Και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τι πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
ΙΙ
…………………………………
Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.
Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
…………………………………
ΙΙΙ
…………………………………
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε κ’ η πίκρα μου κι ο αγώνας,
…………………………………
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;
IV
…………………………………
Γιε μου, ποια Μοίρα στόγραφε και ποια μου τόχε γράψει
τέτοιο καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;
…………………………………
Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ’ έτρεξα ξοπίσω
τα στήθια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
Κι έφτασ’ αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.
V
…………………………………
Θα καρτεράει κ’ η ρούγα μας τ’ αδρό περπάτημά σου
κ’ οι γρίλιες οι μισάνοιχτες τ’ αηδονολάλημά σου.
Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ’ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν
Και μπάζανε στο σπίτι μας το φως, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.
…………………………………
VI
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιέ, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
……………………………………
Και μούλεες, γιέ, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.
VII
………………………………….
Κανείς μη γγίξει απάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.
Σιωπή· σιωπή· κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.
Ποιος μου το πήρε; Ποιος μπορεί να μου το πάρει εμένα;
Άσπρισαν τα χειλάκια του, τα μάτια του κλεισμένα.
Δόστε μου, αïτοί, νύχια, φτερά για ναν τους κυνηγήσω
και την καρδιά τους, μύγδαλο ναν τήνε ρουκανίσω.
VIII
………………………………….
Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις·
έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.
Κ’ είταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν’ ανασηκώνεις απ’ τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.
………………………………….
Γιέ μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.
ΙΧ
……………………………..…
Κι, αχ, Θέ μου, Θέ μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν είσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
……………………………..…
Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ’ εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Χ
Όλα μου τάδειχνες εσύ, παιδί μου κι άρχοντά μου,
κι ως τάβλεπες όλα έφεγγαν σα νάταν σ’ ώρα γάμου.
Κι όλα κοντά μου τάφερνες, γνέφια, πουλιά κι αστέρια,
πούλεγα κ’ έτσι νάκανα θα τάπιανα στα χέρια.
………………….……………
Κ’ έτσι στητός μου φαίνοσουν του κόσμου όλου πατέρας
και πάλι τόσο ανάλαφρος σα φως και σαν αγέρας.
ΧΙ
Έτσι άχαρη, με ομόρφαινες, κ’ έτσι άμαθη ―για κοίτα―
μες στη ματιά σου διάβαζα της ζωής την αλφαβήτα.
Και μάθαινα από την αρχή, πιο ωραία, τα μαθημένα
και μέτραγα στα δάχτυλα και τάβρισκα όλα ένα.
……………………………….
Τώρα τα μάτια σου έκλεισαν και γω κλείστηκα απ’ έξω
κι ούτε έχω πέτρα να σταθώ και δρόμο πια να τρέξω.
ΧΙΙ
…………………………..…..
Γιέ μου, όλα κάνανε φτερά κι όλα μ’ άφηκαν πίσω,
δεν έχω μάτι για να ιδώ, στόμα για να μιλήσω,
Μόνο βαθιά κι απόμακρα κάτι σα βουή διαβαίνει
κι ακούω την ίδια μου φωνή και φαίνεταί μου ξένη,
……………..…………………
Και πάλι η έρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, εσύ να λείπεις
κι ακόμα εγώ νάχω φωνή ― ξόμπλι φτηνό της λύπης.
ΧΙΙΙ
…………………………..……
Μα ως κάτι να σε φώναζε μες στη χρυσήν εσπέρα,
πάντα σου αγνάντευες ψηλά και πάντα πάρα πέρα,
Σαν κάποιος φίλος μπιστικός να σφύραε, να σ’ εκάλει
για μια κρυφήν αντάμωση σ’ ανέγνωρο ακρογιάλι.
…………………….…….……
Κ’ έπινα με το σάλιο μου μιας τρυφεράδας γέψη
που εγώ δε μάντευα και συ τάχες όλα μαντέψει.
XIV
Αχ, γιέ μου, γιέ μου, γιόκα μου, δε δύναμαι άλλο η έρμη,
χτυπούν, χτυπούν τα δόντια μου σα να με πιάνει θέρμη
Και θέλω να κουκουλωθώ πιο πάνου απ’ το κεφάλι
κι ούτε ήλιο πια να ματαïδώ, και να, πετιέμαι πάλι
Να πω, να πω τις χάρες σου, ναν τις ξαναναστήσω
σα νάταν, γιέ μου, μπορετό να σε γυρίσω πίσω.
……………………………….
XV
Στο παραθύρι στέκοσουν κ’ οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά, τη θάλασσα, τις τράτες
Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος πλημμύριζε το σπίτι
και κει στ’ αυτί σου σπίθιζε η γαζία του αποσπερίτη.
Κ’ είταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου
κ’ έβγαζε στον παράδεισο που τ’ άστρα ανθίζαν, φως μου.
………………………………
XVI
Τι έκανες, γιέ μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι,
τον ιδρώτα σου ζήτησες και σούκοψαν το χέρι.
………………………..……
Ω, γιέ μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε
τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.
………………………………
XVII
………………………..……
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ’ εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Και, δες, μ’ ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,
μά, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
……………………..………
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τραβάω στ’ αδέλφια σου και παίρνω τη φωνή σου.
XVIII
……………………..………
Δεν είναι ξόδι τούτο δω, πιότερο γάμος μοιάζει,
δάκρυ και γέλιο, αγάπη, οργή, το κάθε μάτι στάζει.
……………………..………
Πουλί μου, χίλιες δυό ζωές με σένανε με δένουν,
κι όσοι αγαπιούνται, και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν.
Κι αν δε λυγάω σε προσευχή, τα χέρια κι αν δεν πλέκω,
γιέ μου, το ξέρεις, πιο από πριν τώρα κοντά σου στέκω.
XIX
…………………..…………
Για το αίμα πούβαψε τη γης αντρειεύτηκαν τα πλήθια,
―δάσα οι γροθιές, πέλαα οι κραυγές, βουνά οι καρδιές, τα στήθεια.
Έσμιξε η μπλούζα το χακί, φαντάρος τον εργάτη
κι αστράφτουν όλοι μια καρδιά ― βουλή, σφυγμός και μάτι.
Ω, τι όμορφα σαν σμίγουνε, σαν αγαπιούνται οι άνθρωποι,
φεγγοβολάνε οι ουρανοί, μοσχοβολάνε οι τόποι.
Κι όπως περνάν, λεβέντηδες, γεροί κι αδελφωμένοι,
λέω και θα καταχτήσουνε τη γης, την οικουμένη.
……………………………….
XX
Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι, ―
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, ―
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Και γώ η φτωχή και γώ η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους,
με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους
Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που μούκαναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.
Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.
Κι ως τόθελες (ως τόλεγες τα βράδια με το λύχνο)
ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.
Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρύζω.
Γιέ μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου· κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.