Κάθε φορά που πιάνω τον εαυτό μου να βρίσκεται σε μανιασμένη αντιπαράθεση με μερικούς εκλεκτούς τιτλοφορημένους συντοπίτες μου υπερασπιζόμενος τον κόσμο που ονειρεύομαι απέναντι στην του χωριού πεπατημένη, θυμάμαι τον Μοχάμεντ, τον φίλο μου τον Μόχα και κάπου μέσα μου, ξέρω ότι το κάνω και γι’αυτόν. Ότι του το χρωστάω.
Οικονομικός μετανάστης, πολεμικός πρόσφυγας, όπως κι αν θέλει να το θέσει κάποιος τυπολάτρης που τρώγεται με τα ρούχα του, ο Μόχας βρέθηκε στο νησί μας. Δεν θυμάμαι τη γνωριμία μας πια, όπως συμβαίνει με τους παλιούς φίλους, τον θυμάμαι σαν ένα κομμάτι του τόπου μας, σε καθημερινή επαφή.
Βρέθηκε εδώ και κανένας δεν τον ανάγκασε να αγαπήσει τον ξένο αυτό τόπο, αλλά κάτι μέσα του έβλεπες ότι σιγόκαιγε.
Γινόταν μία κοινωφελής πράξη, κι ο Μόχας ήταν μπροστά.
Είδα τον Μόχα να κουβαλάει ξύλα για τον φανό του Πάσχα έξω από την εκκλησιά, κι ας μην ήταν Χριστιανός.
Τον είδα να φεύγει με το μηχανάκι του για να πάει να μείνει μερόνυχτο στα βουνά της βόρειας Χίου κι ας έμενε νότια, 80 χιλιόμετρα μακρυά για να σβήνει φωτιές, μαλώνοντας με πυροσβέστες αφού πρώτα είχε κοντέψει να καεί στη φωτιά στα νότια, όταν όλοι του λέγανε «γύρνα πίσω θα καείς», κι αυτός αρπούσε ένα χοντρό κλαδί κι έπιανε τις φωτιές με τα χέρια του. Στις ίδιες φωτιές που οι χωριανοί, οι κανονικοί, αυτοί που έχουν το δικαίωμα να θεωρούνται «ντόπιοι» ενώ ο Μόχας όχι, ήταν στο καφενείο, αφού το δικό τους χωράφι ήτανε μακριά από τη φωτιά.Κι όχι, δεν είναι ποιητικές πινελιές αυτές οι αναφορές, είναι κατά λέξη μεταφορές γεγονότων.
Τον είδα να τραγουδάει πιο περήφανα από καθέναν τα συνθήματα της ομάδας του χωριού μας, του χωριού του.
Τον είδα να φεύγει, Γενάρη μήνα με 0 βαθμούς, πάλι με το συντροφικό μηχανάκι του, να οδηγάει 40 χιλιόμετρα, νύχτα, για να έρθει να με ακούσει στο μαγαζί που έπαιζα μουσική, να πιει το Red Bull του, να τιμήσει τον φίλο του, να περάσει καλά, και είδα και μένα να συγκινούμαι όσο λίγες φορές στη ζωή μου.
Τον είδα να χαμογελάει κάθε φορά στους αναίτιους χλευασμούς των παρασημοφορημένων γηραιότερων του χωριού, να αλλάζει κατεύθυνση και να τους απαλλάσσει από την παρουσία του, γιατί μου λεγε «τι να κάμεις ρε αδερφάι μου, ε μπορείς να κάμεις όλο το κόσμο να σ’αγαπά».
Ίσως επειδή ένιωθαν απειλή με την καλοσύνη του, ίσως επειδή για να μπορέσουν να κατανοήσουν την απλότητά του, το μετέφραζαν σε κάτι που μπορούσε το φτωχό μυαλό τους να ερμηνεύσει -αποκλείεται, να δεις που θα σου τη φέρει αυτός, κάτι θα χει στο μυαλό του-.
Πώς να δεχτούν ότι κάποιος «ξένος μαύρος» έκανε πράγματα χωρίς να’χει όφελος;
Μάλωνε και με τους εργοδότες του, πολλές φορές. Επειδή δεν έσκυβε το κεφάλι να τα καταπιεί όλα.
Επειδή ήθελε να ζήσει ανθρώπινα και δίκαια, επειδή πολλοί περήφανοι χωριανοί νόμιζαν ότι αφού είναι σε ξένο τόπο, έχουν δικαίωμα να τον εκμεταλλεύονται ως τα άκρα, όπως κάνουν εδώ και χρόνια με επιτυχία με τους άλλους μετανάστες.
Ίσως επειδή ο Μόχας ήτανε μαυριδερός, πίστευε σε άλλον θεό και δεν είχε «χαρτιά». Γι’αυτό το λόγο ήτανε κατώτερος και φρόντιζαν να του το δείχνουν σε κάθε ευκαιρία.
Τον είδα να χάνει τον πατέρα του, αλλά να μη φεύγει για τον τόπο του, επειδή ήξερε πως δε θα μπορέσει να γυρίσει ξανά.
Τον είδα να μαθαίνει για το χαμό ενός συντοπίτη μας, ενός αγαπημένου φίλου του και να θλίβεται πολύ περισσότερο, πολύ πιο αληθινά, από αυτούς που πήγαν στην κηδεία του και τον θάψανε οι ίδιοι με τα στόματά τους.
Κι όταν ήρθε η ώρα τελικά να φύγει, να γυρίσει στον δικό του τόπο, εκεί που τον προέτρεπαν οι καλοθελητές καθημερινά να πάει, έβαλε το μπουφάν της ομάδας του χωριού και δεν είδα άνθρωπο πιο λυπημένο.
Οι ζωές των ανθρώπων που είναι μέσα στις βάρκες και παράνομα ή νόμιμα ταξιδεύουν για τη χώρα μας, μετράνε. Δεν είναι αριθμοί, δεν είναι τηλεοπτικά παράθυρα. Μετράνε γιατί είναι εν δυνάμει αναμνήσεις, αυτός που ταξιδεύει μέσα στη βάρκα έχει ονοματεπώνυμο, χαρακτήρα και όραμα. Το ίδιο εύκολα, ο φίλος μου, ερχόμενος εδώ, θα μπορούσε να είχε πνιγεί, κι εγώ θα ήμουν λίγο διαφορετικός άνθρωπος από αυτόν που είμαι τώρα.
Και τον φαντάζομαι να διαβάζει το κείμενο, κι ας μην μπορεί να καταλάβει όλες τις φιλοσοφημένες μαλακίες που γράφω, να χαίρεται και να γελά.
Σε περιμένω στο χωριό σου φιλαράκι μου.