Η συζήτηση είχε ένταση. Καταθέταμε όλοι τις απόψεις μας. Τελευταία εβδομάδα πριν την Κυριακή των εκλογών άλλωστε. Η οικοδέσποινα της βραδιάς, άνθρωπος μορφωμένος, εξέφρασε την ανησυχία της: ‘Φοβάμαι ότι αν βγει η Αριστερά, θα χάσουμε τις καταθέσεις μας και γι’ αυτό θα αναγκαστώ να ψηφίσω την Δεξιά. Δεν το έχω κάνει ποτέ.’
Το κλίμα στο ενδιάμεσο των διπλών εκλογών του 2012 ήταν παρόμοιο σε πολλές συζητήσεις. Η απειλή μιας ολικής αλλαγής της μεταπολιτευτικής τάξης πραγμάτων στην χώρα από την άνοδο της Αριστεράς, αντιμετωπίστηκε με μια επιχείρηση εκφοβισμού της κοινής γνώμης που διευθυνόταν από ΜΜΕ και τμήματα της πολιτικής ελίτ σε Ελλάδα και Ευρώπη, και αφορούσε το μέλλον της ελληνικής οικονομίας στο κοινό νόμισμα. Η συντονισμένη αυτή εκστρατεία τρομοκράτησης είχε έντονα στοιχεία Μακαρθισμού και αναβίωσης μιας ακραίας αντί-αριστερής ρητορικής των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων.
Κάποιος θα ανέμενε ότι το πολωτικό σκηνικό που κυριαρχούσε, θα μετριαζόταν μετά το βράδυ της 17ης Ιουνίου. Δύο χρόνια μετά μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται συνεχώς μπροστά σε διλλήματα, και βιώνει τα σημαντικά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα με τη μορφή μιας συνεχούς απειλής. Την διαδικασία αυτή την έχει περιγράψει πολύ εύστοχα η Σχολή Πολιτικής Θεωρίας της Κοπεγχάγης, όταν εισήγαγε για πρώτη φορά την δεκαετία του ’80 την έννοια της ασφαλειοποίησης (securitization). Σύμφωνα με αυτή, κεντρικά κοινωνικά και πολιτικά θέματα, που άπτονται της οικονομίας και του πολιτικού συστήματος, προβάλλονται από τις πολιτικές ελίτ ως υπαρξιακές απειλές για τις σύγχρονες κοινωνίες, η διαχείριση των οποίων απαιτεί έκτακτα μέτρα αντιμετώπισης, εκτός των κανονικών ορίων της πολιτικής διαδικασίας. Η συγκεκριμένη τεχνική δεν βασίζεται στην αντικειμενικότητα, ότι δηλαδή τα ζητήματα που επεξεργάζεται αποτελούν πραγματικές απειλές για την υπόσταση της κοινωνίας. Αντίθετα, είναι μια αυτό-αναφορική πρακτική, κατά την οποία διάφορα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα μεταμορφώνονται σε απειλές επειδή απεικονίζονται ως τέτοιες.
Η τακτική αυτή χρησιμοποιείται συνεχώς από την σημερινή ελληνική πολιτική τάξη σε διάφορα ζητήματα, από το φαινόμενο της τρομοκρατίας μέχρι την οικονομία. Με το κείμενο αυτό επιδιώκεται η αποτύπωση αυτής της πολιτικής στρατηγικής στο φλέγον θέμα της μετανάστευσης.
Είναι αλήθεια, ότι το μεταναστευτικό αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα με πολλές προεκτάσεις για τις σύγχρονες κοινωνίες. Στην Ελλάδα η συζήτηση ξεκίνησε με τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, ούσες απροετοίμαστες για την διαχείριση του φαινομένου, ξεκίνησαν μια εκστρατεία εκφοβισμού των πολιτών για τους ‘ξένους’ . Οι μετανάστες ταυτίστηκαν με την έννοια της απόλυτης απειλής και ως οι υπεύθυνοι δεινών για την οικονομία, την κοινωνική συνοχή και την εθνική ταυτότητα. Η καμπάνια δεν εγκαταλείφθηκε· σήμερα είναι φανερό, ότι ακόμα και παραδοσιακά κεντρώες δυνάμεις υιοθετούν έντονη αντί-μεταναστευτική ρητορική. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, λίγο πριν τις εκλογές του 2012 είχε κάνει αναφορά για την ανάγκη ‘ανακατάληψης των πόλεων’.
Εντούτοις, αν εξετάσουμε με προσοχή τα στοιχεία θα καταλήξουμε σε δύο συμπεράσματα: στον τομέα της οικονομίας, οι μεταναστευτικές ροές μάλλον έχουν υπάρξει ευεργετικές για την ελληνική κοινωνία, καθώς συνέβαλαν θετικά σε μια περίοδο ανάπτυξης της χώρας, όταν μετανάστες προσλαμβάνονταν μαζικά με ιδιαίτερα χαμηλά μισθολόγια από τους εργοδότες για εργασία σε κλάδους που το – μορφωτικά – ανεπτυγμένο ντόπιο εργατικό δυναμικό δεν θα επέλεγε. Εστιάζοντας στον τομέα του εγκλήματος, στον οποίο έχει επενδυθεί μεγάλο κεφάλαιο από την προπαγάνδα του φόβου, είναι φανερό από τα επίσημα στοιχεία ότι οι μετανάστες στην Ελλάδα δεν συμμετέχουν σε βαριάς μορφής εγκλήματα, όπως στην σύσταση εγκληματικών οργανώσεων ή στα κυκλώματα trafficking και ναρκωτικών. Αντίθετα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι διώξεις των μεταναστών αφορούν την μη κατοχή χαρτιών και την παράνομη παραμονή στην χώρα.
Γίνεται αντιληπτό λοιπόν, ότι τέτοιου είδους ρητορική δεν αποτυπώνει την πραγματική εικόνα. Ποια είναι τα κίνητρα όμως των ελληνικών πολιτικών ελίτ, ώστε να επενδύσουν στον φόβο; Αρχικά, είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε τον ρόλο της πολιτικής νομιμοποίησης που επιδιώκουν να κερδίσουν μέσω ενός σκληρού δημόσιου λόγου. Έχουν στόχο να δείξουν προς την κοινή γνώμη ότι ελέγχουν τα μεταναστευτικά ρεύματα, μέσω κινήσεων εντυπωσιασμού, οι οποίες όμως, δεν αποδίδουν ουσιαστικά. Είναι όμως ακόμα πιο σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε, ότι η συγκεκριμένη αντιμετώπιση του θέματος αποπροσανατολίζει τον κόσμο και από την ίδια την ουσία του φαινομένου της μετανάστευσης, καθώς επίσης και από άλλα κρίσιμα ζητήματα.
Ο Barry Buzan, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς των Πολιτικών Επιστημών του 20ου αιώνα, στο εμβληματικό του έργο ‘People, States and Fear’ υποστηρίζει ότι οι ‘οι περισσότερες απειλές προκύπτουν απ’ το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι ενταγμένοι σε ένα περιβάλλον που γεννά συνεχώς αναπόδραστες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πιέσεις’. Το συγκεκριμένο επιχείρημα επαληθεύεται στην ελληνική περίπτωση. Η ελληνική πολιτική ελίτ αντιμετωπίζει κυρίαρχα θέματα όπως η οικονομία και η μετανάστευση, θέτοντας συνεχώς τους πολίτες υπό την πίεση διλημματικών καταστάσεων. Με αυτό τον τρόπο έχει πετύχει να δημιουργήσει μια φοβική κοινωνία, που νιώθει ότι απειλείται από το ‘ξένο’, το διαφορετικό ή ακόμα και από το εναλλακτικό. Η χειραγώγηση τέτοιων κοινωνιών είναι νομοτελειακά το επόμενο στάδιο.