Το ξέρουμε από την προηγούμενη φορά: ο τρόπος της εκάστοτε κυβέρνησης να αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες δημιουργεί ή φέρνει στο προσκήνιο δυνάμεις που πάνε τον τρόπο αυτό ένα βήμα παραπέρα, προς την ίδια κατεύθυνση. Επί Σαμαρά, η «ανακατάληψη των πόλεων», οι επαναπροωθήσεις και τα νεόδμητα στρατόπεδα κράτησης έφεραν χρυσαυγιτισμό και ημιπαράφρονες να εισβάλλουν σε ξενώνες ανήλικων προσφύγων κραδαίνοντας όπλα. Σήμερα, για την ώρα τουλάχιστον, ο άλλος τρόπος δίνει χώρο σε μικρά θαύματα της αλληλεγγύης: το καλοκαίρι στο Πεδίο του Άρεως, τώρα στην Τήλο και τη Συκαμιά, κάθε μέρα εδώ και καιρό στην Ειδομένη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αλληλέγγυοι τα καταφέρνουν καλύτερα από την κυβέρνηση, δείχνοντάς της τα όρια της πολιτικής-ως-διαχείριση – τα όρια του να θεωρείς την κυβέρνηση το μόνο μέσο για να κάνεις πολιτική. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, στο χτεσινό θανατηφόρο ναυάγιο στο Βόρειο Αιγαίο για παράδειγμα, μόνη της η αλληλεγγύη δεν αρκεί. Το θέμα εκεί είναι τι κάνει η κυβέρνηση.
Διαβάζω τη χτεσινή δήλωση του Θοδωρή Δρίτσα για το συμβάν, κάνοντας την ίδια πάντα σκέψη κάθε φορά που χάνονται ζωές: μέχρι ποια απώλεια διατηρείται η ικανότητα των ανθρώπων να πενθούν. «Η ασφαλής δίοδος», σημειώνει, «οι ανθρωπιστικές θεωρήσεις εισόδου στην Ε.Ε., οι άδειες για οικογενειακή επανένωση, για σπουδές και περίθαλψη, είναι θεσμικές λύσεις, που πρέπει να μας απασχολήσουν όλους πολύ σοβαρά». Ξανακοιτάζω το άρθρο του Άγγελου Συρίγου, υπεύθυνου για τη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά, στην κυριακάτικη Καθημερινή: «Δεν υπάρχει νόμιμη οδός μαζικής εισόδου προσφύγων στην Ε.Ε […] Η ευρωπαϊκή στάση λειτουργεί τελικώς ως κίνητρο για πολλούς να επιλέξουν την παράνομη είσοδο στην Ε.Ε.». Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, συμφωνώντας με τις υποδείξεις του ΟΗΕ και κάμποσων μη κυβερνητικών οργανώσεων, συμφωνούν ότι στο προσφυγικό χρειαζόμαστε κατοχύρωση της νόμιμης και ασφαλούς διέλευσης, για να αχρηστευτούν οι δρόμοι της «παράνομης», και επικίνδυνης μέχρι θανάτου, εισόδου. Όταν έρχεται όμως η στιγμή του συγκεκριμένου, η ώρα δηλαδή για να πούμε ποια θάναι αυτή η δίοδος, ό,τι μοιάζει προφανές και δίκαιο σε επίπεδο αφηρημένων παραδοχών, μένει έξω από τη σοβαρή πολιτική συζήτηση – μέχρι να το επαναφέρουν τα κινήματα, μια ορισμένη Αριστερά και ο αντιεξουσιαστικός χώρος. Αναφέρομαι φυσικά στο φράχτη του Έβρου.
Στο επίπεδο των ανέξοδων παραδοχών, ο φράχτης δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα, πράγμα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε διαμηνύσει στην ελληνική κυβέρνηση, του ΠΑΣΟΚ τότε, ήδη από το 2011. Αυτός ήταν και ο λόγος που το ελληνικό αίτημα για συγχρηματοδότηση του φράχτη, ύψους 4,9 εκ. ευρώ, απορρίφθηκε, και που το έργο τελικά χρηματοδοτήθηκε από τον κρατικό προϋπολογισμό με 3.160.000 ευρώ. Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ στηριζόταν από τον ΛΑΟΣ στο πρώτο μνημόνιο και που ισοφάριζε τη στήριξη αυτή προσχωρώντας στις περί ασφάλειας αντιλήψεις της Ακροδεξιάς στο μεταναστευτικό. Ο φράχτης, λοιπόν, ήταν προϊόν αυτής της άθλιας σύμπραξης.
Αν απλώς δεν έλυνε τα «προβλήματα» για τα οποία δημιουργήθηκε, θα επρόκειτο για άλλο ένα ακριβό και αποτυχημένο έργο. Όμως δεν είναι ότι απλώς δεν ανέκοψε τις ροές των προσφύγων, που λόγω του πολέμου πολλαπλασιάστηκαν. Είναι κυρίως ότι άλλαξε το δρομολόγιο των προσφύγων, αναγκάζοντάς τους να πηγαίνουν από τα νησιά, και έτσι να διακινδυνεύουν την επαναπροώθηση ή τον πνιγμό τους. Όλοι το βλέπουν, όλοι κατ’ ιδίαν το παραδέχονται. Κανείς όμως δεν θέλει να μιλάει δημοσια γι’ αυτό με το όνομά του, πολλώ δε μάλλον να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Μέχρι τον περασμένο Γενάρη, όταν ο Σαμαράς έκανε τις σέλφι στο φράχτη μέρος της προεκλογικής του καμπάνιας, ο ΣΥΡΙΖΑ δυσανασχετούσε, έστω χωρίς να σηκώνει προεκλογικά το γάντι για ευνόητους λόγους. Παράλληλα, στελέχη της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως η γερμανίδα Ανέτε Γκροτ, σημείωναν ότι «η Αθήνα επιδεινώνει όλο και περισσότερο την πολιτική της έναντι των προσφύγων [και ότι] η ανέγερση ενός νέου συνοριακού φράχτη στα ελληνοτουρκικά σύνορα είναι μόνο ένα από τα μέτρα αποκλεισμού». Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κατήγγελλαν, βεβαίως, την Ευρωπαϊκή Ένωση για την κάλυψη του 75% από το 1,5 εκ. ευρώ που κόστισε ο τεχνικός εξοπλισμός παρακολούθησης περιμετρικά του φράχτη, σημειώνοντας –και σωστά– ότι μια κατανομή πόρων με έμφαση στην υποδοχή θα έσωζε ζωές. Ως γνωστόν, ωστόσο, ο φράχτης έπεσε μόνο λόγω του καιρού: για την μεν κυβέρνηση επικράτησε το «έτσι το βρήκαμε, έτσι το πάμε», για το δε κόμμα, με σημαντική δική μας ευθύνη, το «δεν ενοχλούμε την κυβέρνηση».
Εκ των πραγμάτων, πια, η περίοδος της αβρότητας έχει τελειώσει. Με το προσφυγικό να τίθεται πλέον στην Ευρώπη με τους όρους που τέθηκε κάποτε το εβραϊκό ζήτημα, με όρους επιλογής δηλαδή των ζωών που (δεν) αξίζει να ζουν, η εξοικείωση με την πεπατημένη και οι ανέξοδες παραδοχές για το πρακτέο είναι εγγύηση για τα θανατηφόρα ναυάγια του μέλλοντος. Ο φράχτης πρέπει να πέσει: γιατί κοστίζει ζωές, γιατί έχει αποτύχει και γιατί, πράγματι, χρειαζόμαστε ασφαλή δίοδο για τους πρόσφυγες. Όπως όλοι γνωρίζουν, εξάλλου, η διατήρησή του δεν συγκαταλέγεται στα προαπαιτούμενα για το τρίτο μνημόνιο.
alterthess.gr