Μια συγκλονιστική μαρτυρία ενός γιου που έψαχνε τα Χριστούγεννα οπιοειδή και ψυχιατρική βοήθεια για την άρρωστη μητέρά του.
της Νίκης Μπάκουλη για το The Magazine του News247
Μια ειλικρινής ματιά σε όσα συμβαίνουν γύρω σου και σε όλον τον κόσμο, αρκεί για να σε πείσει πως έχουν αυξηθεί κατακόρυφα εκείνοι που παραγκώνισαν την ηθική, τον αυτοσεβασμό (και κατ’ επέκταση το σεβασμό προς τους άλλους) και την ενσυναίσθηση, ώστε να κάνουν πιο εύκολη τη ζωή τους.
Για να γλιτώσουν από τουλάχιστον ένα άγχος σε μια φάση που χαρακτηρίζεται από την πλήρη αβεβαιότητα (σε όλους τους τομείς).
Όπως μου εξήγησε πρόσφατα η ψυχολόγος μου, ο θυμός, το άγχος και η απελπισία που προκαλούν τα αλλεπάλληλα βίαια εγκλήματα, τα σκάνδαλα και η έλλειψη του κράτους από ό,τι θα μπορούσε να μας δώσει μια ανάσα, μας οδήγησε στο σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μέρος ενός συστήματος και για αυτό ο καθένας κοιτά μόνο την πάρτη του, σε βαθμό που έχει καταντήσει επικίνδυνος.
Πόσο επικίνδυνους;
Στο βαθμό που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή μας.
Η συνθήκη γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη, όταν έχει ‘χαθεί’ στη δίνη του χάους ένας γιατρός.
Ο Μ. διηγείται ο Μ. στο Magazine πώς έφτασε η μητέρα του σε απόπειρα αυτοκτονίας, αφότου ένιωσε απελπισία από την άρνηση γιατρών να τη βοηθήσουν.
Είναι χρήσιμο να ξέρετε πως άπαξ και άνθρωπος λέει πως θέλει να αυτοκτονήσει, οι επαγγελματίες υγείας καλούνται (υποχρεούνται) να κινήσουν μηχανισμό, ώστε να μην δώσουν χώρο για το απονενοημένο. Σίγουρα, όταν η αποκάλυψη γίνεται σε νοσοκομείο, δεν στέλνουν τον άνθρωπο που κινδυνεύει σπίτι του.
Εάν τώρα, οι γιατροί συνεχίσουν να αδιαφορούν, καλούμε την αστυνομία και κινούμε διαδικασίες επέμβασης εισαγγελέα.
Πράγματα που δεν γνώριζε ο Μ. και δεν είχε τη δυνατότητα να τα μάθει εγκαίρως, γιατί προσπαθούσε να σώσει τη μητέρα του.
“Η μητέρα μου έχει όγκο στο φάρυγγα. Εδώ και δυόμιση χρόνια παίρνει συγκεκριμένα φάρμακα για να διαχειρίζεται τον πόνο. Στα συστατικά υπάρχει όπιο.
Το Νοέμβριο της τελείωσαν νωρίτερα του προγραμματισμένου. Είχε κάνει κατάχρηση γιατί δεν άντεχε τους αφόρητους πόνους που ένιωθε. Η συνέπεια ήταν να μην έχει δόσεις για δυο ημέρες και να πάθει σύνδρομο στέρησης.
Πήγαμε στο νοσοκομείο που ήταν πιο κοντά στο σπίτι. Ούρλιαζε από τον πόνο. Δεν το έλεγχε. Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Της έδωσαν κάτι και ηρέμησε. Μας πρότειναν να κάνει εισαγωγή. Αρνήθηκε, γιατί την επομένη θα έπαιρνε την συνταγή και έτσι θα μπορούσε να αγοράσει τα φάρμακα.
Επειδή ήταν κάτι που της είχε συμβεί και στο παρελθόν, ήξερε πως θα της περάσει το σύνδρομο.
Στις γιορτές τελείωσαν τα φάρμακα, τα φαρμακεία ήταν κλειστά και μου ζήτησε να την πάω εκ νέου στο νοσοκομείο, πριν να είναι αργά -γιατί ήξερε τι θα ακολουθούσε. Στις 25 του Δεκέμβρη πήγαμε εκεί όπου είχαμε πάει και το Νοέμβριο, στις 11 το βράδυ. Μας δέχθηκαν στις 4 το πρωί -τότε ήλθε η σειρά μας. Είπαμε το ιστορικό και όσα είχαν προηγηθεί και τους παρακάλεσα να γίνει εισαγωγή για δυο ημέρες, έως την ημέρα που θα έπαιρνε τη νέα συνταγή. Μου είπαν πως δεν μπορούσαν να μας βοηθήσουν. Της χορήγησαν ένα ηρεμιστικό και την έστειλαν σπίτι. Όταν την έβαλα στο κρεβάτι ήταν 6 το πρωί. Μετά πήγα σπίτι μου να κοιμηθώ για λίγο, για να πάω μετά στη δουλειά.
Όλα έδειχναν ήρεμα. Στις 9 μου έστειλε ένα μήνυμα. Έγραφε “δεν αντέχω άλλο. Θέλω να πεθάνω”. Το είδα 40 λεπτά μετά. Στο μεσοδιάστημα, μου είχε γράψει και ότι θα ανέβαινε στην ταράτσα της πολυκατοικίας για να αυτοκτονήσει.
Σηκώθηκα αλλόφρων και έτρεξα στο σπίτι (μένουμε ένα τετράγωνο μακριά -η μητέρα μου ζει με τις αδελφές μου που εκείνη την ώρα ήταν στις δουλειές τους). Την πρόλαβα και την πήγα στο πλησιέστερο εφημερεύον νοσοκομείο που είχε ψυχιατρικό τμήμα. Ενημέρωσα πως είχε τάσεις αυτοκτονίας. Έδειξα και τα μηνύματα. Με παρέπεμψαν σε παθολόγο.
Επέμεινα -στη γραμματεία- πως έπρεπε να δούμε τον ψυχίατρο. Με τα πολλά μας, έπειτα από δυο ώρες μας δέχθηκε για να μας πει ότι “δεν ανήκετε εδώ. Ανήκετε στο (τάδε νοσοκομείο)”. Όχι, δεν μας ενημέρωσαν σχετικά στη διαλογή. Μας άφησαν να περιμένουμε.
Η μητέρα μου στο μεταξύ, έτρεμε από τους πόνους. Τους ζήτησα να κάνουν κάτι να τη βοηθήσουν, πριν φύγουμε για το άλλο νοσοκομείο. Μου απάντησαν “δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι”.
Ομολογώ πως νευρίασα και άρχισα να φωνάζω. Ζητούσα να την πάει το ΕΚΑΒ στο άλλο νοσοκομείο, όπου πάλι θα έπρεπε να περιμένουμε στη διαλογή. Μου είπαν ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει, καθώς έπρεπε να προηγηθεί συγκεκριμένη διαδικασία -να πάρω τηλέφωνο κλπ. Απελπίστηκα και καταλαβαίνοντας ότι δεν θα μας βοηθήσουν, πήρα τη μητέρα μου και πήγαμε εκεί όπου ανήκαμε.
Όταν φτάσαμε πήγα κατευθείαν στη ψυχίατρο. Ήθελα να ρωτήσω αν μπορούσα να περιμένω, χωρίς διαλογή. Χτύπησα την πόρτα, άνοιξα και την άκουσα να φωνάζει με νεύρα “δεν σέβεστε τίποτα; Έχω ασθενή εδώ. Περάστε έξω”.
Πήγαμε στη διαλογή, ήλθε η σειρά μας και μόλις άρχισα να λέω το ιστορικό με διέκοψε και μου είπε “θα πάτε στον παθολόγο”.
Την παρακάλεσα να με αφήσει να ολοκληρώσω. Της είπα πως η μητέρα μου ήθελε να αυτοκτονήσει. Επαναλάμβανε πως δεν μπορεί να βοηθήσει. Στην απελπισία μου τη ρώτησα “τι θέλετε; Να ανέβει στην ταράτσα και να πέσει;”.
Μου φώναξε “μη με απειλείτε”.
Με όση υπομονή μου είχε απομείνει της έδειξα τα μηνύματα. Την ενημέρωσα και ότι είχε κάνει στο παρελθόν άλλη απόπειρα (είχε κόψει τις φλέβες της) γιατί δεν άντεχε τον πόνο και την ταλαιπωρία που περνούσε -συμπεριλαμβανομένης αυτής των επισκέψεων στα νοσοκομεία.
Η ψυχίατρος της χορήγησε ηρεμιστική ένεση και μας έστειλε σπίτι. Με ξεψυχισμένα μάτια, η μητέρα μου μου είπε “αγόρι μου, δεν μας βοήθησαν”, σαν να υποτάσσεται στη μοίρα της.
Δεν πίστευα ότι μας άφηναν να φύγουμε.
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ
Στο δρόμο της επιστροφής δεν ανταλλάξαμε λέξη. Ήμασταν τόσο καταρρακωμένοι ψυχολογικά. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ πως είπα σε γιατρό ότι η μητέρα μου θέλει να αυτοκτονήσει και εκείνη δεν έκανε κάτι να τη βοηθήσει.
Την έβαλα να ξαπλώσει. Με διαβεβαίωσε πως δεν θα κάνει κάτι.
Έπειτα από 45 λεπτά μου τηλεφώνησαν οι γείτονες. Μου είπαν πως η μητέρα μου έπεσε από την ταράτσα.
Από τις 26/12 έως τα μέσα του Γενάρη η μητέρα μου ήταν εντατική.Έχει κατάγματα σε όλο το σώμα. Η κατάσταση της ωστόσο, από νωρίς ήταν σταθερή.
Δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψω τι σκεφτόμουν και πώς ένιωσα.
Είχαμε πάει σε δυο νοσοκομεία, στα οποία προσπαθούσα να πείσω τους γιατρούς να της κάνουν εισαγωγή, ώστε να μην πάει σπίτι και κάνει το απονενοημένο.
Όταν πήγα στους ψυχιάτρους του νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται πια, με ρώτησαν “πώς ήταν δυνατόν να σας αφήσουν να πάτε σπίτι;”.
Παρακαλούσα τη ψυχίατρο να κάνει κάτι κι εκείνη μας έστειλε σπίτι.
Αν δεν μπορούν να κάνουν εκείνοι κάτι, ποιος μπορεί;
Η μητέρα μου προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της ούσα απελπισμένη, γιατί δεν τη βοηθούσε κανείς.
Σε όλα τα νοσοκομεία, όλοι οι γιατροί είχαν νεύρα. Όλοι έλεγαν πως “οι ασθενείς είναι πάρα πολλοί και εμείς λίγοι”.
Αυτό τους νομιμοποιεί να μην κάνουν τη δουλειά τους;
Ένιωσα τόση οργή που δεν ήξερα τι να πρωτοκάνω. Δεν ήθελα να κάνω κάποια βλακεία, να μπλέξω και να προσθέσω προβλήματα.
Τώρα με τις αδελφές μου σκεφτόμαστε να κινηθούμε νομικά. Για τη μητέρα μου και για όλους τους άλλους ασθενείς που ενδεχομένως βρίσκονται στη θέση τους και δεν τους βοηθάει κανείς”.
Τελικά, δεν χρειάστηκε να κινηθούν νομικά τα αδέλφια, καθώς η απόπειρα αυτοκτονίας της μητέρας του είχε ως συνέπεια την αυτεπάγγελτη δίωξη του εισαγγελέα. Έχουν κάνει την πρώτη κατάθεση και είναι στη φάση της συγκέντρωσης των εγγράφων που χρειάζονται για να στηρίξουν την υπόθεση τους -και καλώς εχόντων των πραγμάτων να σώσουν άλλους ανθρώπους.
“ΤΑ ΟΠΙΟΥΧΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΔΡΟΥΝ ΣΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ”
Το Magazine επικοινώνησε με την Χριστίνα Δάλλα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Όπως διευκρίνισε:
“Τα οπιούχα φάρμακα συνταγογραφούνται ως αναλγητικά φάρμακα σε ασθενείς με σοβαρό πόνο (π.χ. καρκινοπαθείς). Όταν δίνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλούν αντοχή, εξάρτηση και σύνδρομο στέρησης. Για αυτό το λόγο χορηγούνται μόνο με ειδική συνταγή από εξειδικευμένους ιατρούς και οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Αντοχή σημαίνει ότι σε χρόνια χορήγηση πρέπει να δίνονται σε μεγαλύτερες δόσεις για να υπάρχει το ίδιο αποτέλεσμα (αντιμετώπιση του πόνου).
Τα φάρμακα αυτά δρουν στον εγκέφαλο και μπορεί να προκαλέσουν εξάρτηση, με αποτέλεσμα αν τα διακόψει απότομα ο ασθενής να εμφανίσει στερητικά συμπτώματα, τα μπορεί να είναι αφόρητα”.
Στο βιβλίο που έχει συνυπογράψει, με τίτλο “Οι Εξαρτήσεις” αναφέρεται ότι “η κύρια δράση και θεραπευτική χρήση των οπιοειδών ουσιών, ακόμα και στις μέρες μας είναι η αναλγησία. Δηλαδή η ανακούφιση από τον πόνο χωρίς απώλεια της συνείδησης.
Αυτή οφείλεται στην ενεργοποίηση των υποδοχέων των οπιοειδών στα κέντρα του εγκεφάλου και στις οδούς του πόνου που «κατεβαίνουν» από τον εγκέφαλο στον νωτιαίο μυελό.
Τα οπιοειδή είναι πολύ χρήσιμα στην κλινική πράξη, όταν απαιτείται αναλγησία και καταστολή/ύπνος (π.χ. στην αναισθησία και μετεγχειρητικά), από τον οποίο μπορεί να αφυπνιστεί εύκολα ο ασθενής αν χρειαστεί.
Παρόλες τις εντατικές έρευνες δεν έχουν βρεθεί πιο αποτελεσματικές αναλγητικές ουσίες και χρησιμοποιούνται συχνά για την ανακούφιση του πόνου π.χ. σε καρκινοπαθείς ή σε σοβαρά κατάγματα.
Επίσης, ειδικά μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, οι ασθενείς αισθάνονται ένα ευχάριστο, ανάλαφρο αίσθημα με μείωση της ανησυχίας, του άγχους και της λύπης.
Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε κατά την επαναλαμβανόμενη χορήγηση μπορεί να προκληθεί εξάρτηση και «αντοχή» στις αναλγητικές και ευφοριογόνες δράσεις των οπιοειδών, αλλά αυτό δεν πρέπει να αποτρέπει τη χρήση τους στους ασθενείς που πραγματικά τα χρειάζονται για την ανακούφιση του πόνου”.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ “ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ”
Σε ό,τι αφορά το σύνδρομο στέρησης, εξηγείται ότι “εφόσον ένα άτομο εξαρτηθεί στα οπιοειδή, όταν αυτά διακοπούν, εμφανίζονται γρήγορα συμπτώματα στέρησης (λίγες ώρες μετά την τελευταία λήψη της ουσίας), τα οποία συχνά είναι ανυπόφορα, αλλά όχι θανατηφόρα.
Τα συμπτώματα του συνδρόμου στέρησης μοιάζουν με «γρίπη» και περιλαμβάνουν ρίγη, πόνο στις αρθρώσεις και στους μυς, διάρροια και ναυτία.
Επίσης, κύριο σύμπτωμα είναι η ανησυχία, πολλές φορές η επιθετικότητα και οι ακούσιες κινήσεις των ποδιών.
Τα συμπτώματα του συνδρόμου στέρησης είναι πιο έντονα 24-48 ώρες μετά την τελευταία «δόση» της ουσίας και παραμένουν για περίπου 8 ημέρες. Παρόλα αυτά, ορισμένοι άνθρωποι εμφανίζουν έντονα συμπτώματα στέρησης για μήνες”.