Κανείς δεν είναι υπεύθυνος.
“Προχώρα, δοκίμασε να περάσεις χωρίς την άδεια μου. Αλλά να ξέρεις πως εγώ, είμαι μόνο ο χαμηλότερος θυρωρός στην κλίμακα. Σε κάθε διάδρομο υπάρχει και διαφορετικός θυρωρός ο καθένας πιο ισχυρός από τον προηγούμενο”
- του Κώστα Σαββόπουλου
Ο Νόμος είναι μια αρκετά παράδοξη λειτουργία της κοινωνίας, είτε ως θεσμός, είτε ως καθαρά ένας βραχίονας του Κράτους.
Στην παράδοση μας, την δυτική δηλαδή, ο Νόμος υπάρχει προκειμένου, θεωρητικά, να μην διαρρηγνύεται το κοινωνικό συμβόλαιο.
Το κοινωνικό συμβόλαιο με τη σειρά του, εγγυάται ότι όλοι οι άνθρωποι απολαμβάνουμε τις παροχές του Κράτους και το μόνο που του εκχωρούμε είναι το μονοπώλιο της νόμιμης βίας.
Ή αυτό που έχουμε ακούσει κατά καιρούς να αναφέρεται ως, το μονοπώλιο της βίας.
Το δεύτερο ακούγεται λίγο καλύτερο από το πρώτο, γιατί, ομολογουμένως δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για παρερμηνεία, ενώ το πρώτο, έχει κάποια κενά που μπορούν να μεταφραστούν και λίγο πιο ελεύθερα.
Εν πολλοίς, αυτό που μένει, είναι πως το Κράτος είναι ο μόνος φορέας που επιτρέπεται να ασκεί βία.
Και την άσκησε, όλα τα χρόνια που το γνωρίζουμε ως μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Θα λέγαμε πως την άσκησε και με το παραπάνω.
Κάποτε, πριν εμφανιστεί, η βία που ασκούσε το Κράτος πάνω στους παραβάτες, αυτούς δηλαδή που παραβίαζαν το αντίστοιχο, ιστορικά και κοινωνικά, κοινωνικό συμβόλαιο, ήταν κτηνώδης και δημόσια.
Οι παραβάτες μπορεί να καίγονταν στην πυρά. Μπορεί να έδεναν τα άκρα τους σε 4 διαφορετικά άλογα και να τους διαμέλιζαν αργά και βασανιστικά. Μπορεί να τους περνούσαν κρεμάλες στο λαιμό. Μπορεί να τους αποκεφάλιζαν. Μπορεί ακόμα και να σταυρώνονταν.
Μετά τον Διαφωτισμό και την δημιουργία του σύγχρονου κοινωνικού συμβολαίου, οι παραβάτες σταμάτησαν να τιμωρούνται σε δημόσια θέα (όχι σε όλες τις περιπτώσεις, καθώς οι εκτελέσεις στις Η.Π.Α. είχαν κοινό μέχρι σχετικά πρόσφατα) και ξεκίνησαν να τιμωρούνται πίσω από τοίχους, αόρατοι και “προστατευμένοι” από τα μάτια της κοινωνίας.
Σιγά σιγά, σταμάτησε να υπάρχει και να εμφανίζεται ο θάνατος ως ποινή, πάλι όχι παντού, αλλά στο μεγαλύτερο κομμάτι της Δύσης.
Ο πολιτισμός, ας πούμε, κέρδισε και ο Νόμος πλέον, ενσωμάτωσε και το νεωτερικό αίτημα προστασίας της ζωής. Η ανθρώπινη ζωή δηλαδή, θεωρείται το ανώτατο αγαθό στις πολιτισμένες δυτικές κοινωνίες και δεν δύναται να αφαιρεθεί από το Κράτος, παρόλο που το δεύτερο κατέχει αυτό που αναφέρθηκε ως το μονοπώλιο της βίας.
Το μονοπώλιο της βίας δηλαδή, δεν επεκτείνεται και στην ανθρώπινη ζωή. Θα λέγαμε πως, στα χαρτιά τουλάχιστον, η ανθρώπινη ζωή υπερβαίνει την εξουσία και την σφαίρα επιρροής του κρατικού μονοπωλίου της βίας.
Μια ακόμα “πρόοδος” σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, τις προ-νεωτερικές, είναι η διάχυση της Εξουσίας, η αποκέντρωση της.
Στα προ-νεωτερικά χρόνια, η Εξουσία ήταν προσωποπαγής και σχετικά ενιαία. Υπήρχε ο τοπικός άρχοντας, πάνω από αυτόν ίσως ο Κλήρος και πάνω απ’ όλους ο Αυτοκράτορας.
Οι Γάλλοι, κατά την περίοδο του Τρόμου, είχαν βρει μια αρκετά απλή λύση για να αποφύγουν το ζήτημα της προσωποπαγούς εξουσίας.
Εάν ο Λαός είχε πρόβλημα με την Εξουσία, απλώς αποκεφάλιζε τον φορέα της. Ακούγεται βίαιο και αποτρόπαιο ίσως, αλλά χάρη σε αυτή την απλή λύση, έχουμε αυτό που ονομάζουμε πλέον Δημοκρατία.
Σταδιακά, επειδή, ο φόβος του να χάσεις το κεφάλι σου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ήταν ισχυρός, η Εξουσία αναγκάστηκε στο να βρει νέα μοντέλα για να διαχέεται και να συγκροτείται πιο αποτελεσματικά.
Δημιουργήθηκαν κέντρα εξουσίας, με διάφορες απολήξεις, μια ιδιότυπη πυραμιδική διάταξη, η οποία εγγυόταν πως η Εξουσία δεν είναι προσωποπαγής, αλλά συνεχής, διαιρεμένη και θολή.
Θολή με την έννοια, πως δεν μπορείς πλέον να ξεχωρίσεις που ξεκινά και που τελειώνει.
Μάλιστα μια από τις κριτικές που έχουν γίνει στα διάφορα ένοπλα αντάρτικα της Ευρώπης, είναι αυτοί ακριβώς. Πως ο θάνατος ή η δολοφονία ενός προσώπου, με τους προ-νεωτερικούς όρους (όχι με γκιλοτίνες) δεν αλλάζει και τίποτα, γιατί ακριβώς πίσω από το πρόσωπο βρίσκεται μια στρατιά νέων προσώπων, έτοιμα να το αντικαταστήσουν και να συνεχίσουν την δουλειά τους.
Ένα πρόσωπο φεύγει, ένα άλλο βρίσκεται αμέσως να το αντικαταστήσει. Στο μεταξύ, η ένοπλη ομάδα, έχει σπαταλήσει χρόνο, υποδομές ενδεχομένως και ζωές μελών στο να εκτελέσει το πρόσωπο. Αλλά σύντομα επιστρέφουμε στην κατάσταση που ήμασταν πριν. Η Εξουσία παραμένει αρτιμελής, φυτρώνει 2 κεφάλια για κάθε ένα που κόβεις και σταδιακά, εσύ κουράζεσαι, καθώς δεν μπορείς να κραδαίνεις το σπαθί σου για πάντα.
Η Εξουσία λοιπόν λειτουργεί απρόσωπα και θολά.
Όμως, αν η Εξουσία δεν είναι σταθερή, τότε ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη;
Η πολιτική εντολή φεύγει και διαχέεται προς όλες τις απολήξεις.
Εάν διαχέεται προς όλες τις απολήξεις, τότε πως εμείς μπορούμε να εντοπίσουμε από που προέρχεται η εντολή ή ποιος την εκτελεί;
Είναι σαν να έχεις ένα σώμα, του οποίου τα άκρα έχουν την δική τους συνείδηση, δεν υπάρχει ο εγκέφαλος που ξέρεις ότι δίνει τις εντολές.
Και αυτό είναι ένα πάρα πολύ περίεργο φαινόμενο. Το να μην ξέρεις ποιος είναι ο αρμόδιος, το σε ποιον θα πρέπει να απευθυνθείς, είναι σχεδόν σαν να είσαι τυφλός.
Αυτές τις δύο συνθήκες, μπλεγμένες μεταξύ τους, εντοπίζουμε στην περίπτωση του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα.
Ένα σύστημα που ουσιαστικά και τυπικά κατέχει το μονοπώλιο της βίας, αλλά μέσα στο οποίο φαίνεται πως δεν υπάρχει κανένας αρμόδιος που να μπορεί να δεχθεί την επίκληση.
Έχουμε ταυτόχρονα την άρση της υπόσχεσης πως η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και την επιστροφή στις μεσαιωνικές αντιλήψεις πως ο παραβάτης, δεν αρκεί απλώς να καταδικαστεί. Ο παραβάτης, πρέπει να τιμωρηθεί, σε δημόσια θέα, καθώς τα εγκλήματα του είναι τόσο ειδεχθή, που δεν του αξίζει καν να αναφερόμαστε σε αυτόν με το όνομα του. Είναι ο πολυισοβίτης, ο εκτελεστής, ο αρχιτρομοκράτης, ο Δ.Κ., ο κατά συρροήν δολοφόνος. Κάθε αναφορά στο όνομα του, είναι η επίκληση ενός Κακού, τόσο τρομερού που τιμωρείται την ίδια στιγμή που ψελλίζεται. Εξαφανίζεται από την ιστορία, σβήνεται σιγά σιγά κάθε ίχνος τους. Μαζί με τα κιλά που αφήνουν το σώμα του, μέρα με τη μέρα, σβήνεται και από την κοινωνική μνήμη και η ίδια η ανάμνηση του.
Είναι μια διαδικασία ταυτόχρονα συμβολική αλλά και πραγματική. Ακριβώς όπως βλέπουμε τους ασθενείς με καρκίνο, μέρα με τη μέρα να αποδυναμώνονται, να μεταμορφώνονται σε μια υπόνοια του ατόμου που ήταν κάποτε. Το μόνο πράγμα που μένει στο τέλος, η μοναδική ανάμνηση, δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο τους είχαμε κάποτε στο μυαλό μας αλλά το “ σκήνωμα” όπως ανέφερε και ένας επαγγελματίας βασανιστής, στο οποίο τους έχει μετατρέψει η ασθένεια, αυτό που τους τρώει την σάρκα.
Ταυτόχρονα, έχουμε την ενσάρκωση ενός καφκικού εφιάλτη, στον οποίο, ο ήρωας της ιστορίας βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα σε κάποιες φαινομενικά και ουσιαστικά αδύνατες επιλογές και αποφάσεις. Κάθε βήμα προς την δικαίωση, οδηγεί σε έναν ακόμη διάδρομο, σε μια ακόμη πόρτα. Οι διάδρομοι και οι πόρτες δεν τελειώνουν ποτέ, καθώς δεν υπάρχει κανένας αρμόδιος, υπάρχουν μόνο οι θυρωροί και η ευθύνη τους ξεκινά και τελειώνει στο άνοιγμα της πόρτας. Κάθε πόρτα φανερώνει άλλη μια πόρτα και ο ήρωας της ιστορίας, δεν καταφέρνει ποτέ να βγει από τον λαβύρινθο.
Η μεταχείριση του Δημήτρη Κουφοντίνα από την κυβέρνηση, το Κράτος και τους Θεσμούς ξεκινά από αυτόν, αλλά γίνεται με έναν τέτοιο τρόπο, δημόσιο και εξευτελιστικό, ώστε να κατευθύνεται προς όλους τους αποδέκτες. Και το μήνυμα είναι σαφές. Μην προκαλείτε την Εξουσία, γιατί θα εγκλωβιστείτε σε έναν λαβύρινθο, από τον οποίο η μόνη διαφυγή, είναι ο θάνατος.
Απέναντι σε αυτό το φρικαλέο μήνυμα καθυποταγής και επίδειξης πυγμής, οφείλουμε να απαντήσουμε. Στον καφκικό εφιάλτη, των ατελείωτων lockdown, των ουρών στις δημόσιες υπηρεσίες, των νόμων που δεν βγάζουν νόημα, των αναρμόδιων, των μετρίων, που μας επιφυλάσσεται ως μέλλον, που στην πραγματικότητα έρχεται από το παρελθόν, δεν μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι.
Δεν είναι μόνο ο Κουφοντίνας, είμαστε Εμείς.