Από το Γιάννη Δημογιάννη
Ο Καίσαρας συλλογιζόταν κατηφής. Τα νέα μιλούσαν για επερχόμενη πανωλεθρία. Για κίνδυνο επανόδου των προτέρων φύλων. Για παρένθεση, εξόχως πιθανή – για εμπαιγμό (φευ) της Ιστορίας.
Επίμονα πάσχιζε, ο Νέος ηγεμών, ν’ αγνοήσει τα προμηνύματα, να τα ναρκώσει, έστω. Ο ένδοξος αυτός, ο εκλεκτός, ο κομιστής της ελπίδας, ο μέγας διαχειριστής του σκότους. Ο κραταιότερος, των κραταιών! Πλην όμως, τα σύννεφα έφευγαν ολίγον, αλλά ύστερα, επέστρεφαν πυκνά ∙ τις νύχτες, θα ’λεγες, έως και ερεβώδη.
Κι όμως, ο θρόνος ήτο γλυκός, μεθυστικός ∙ σφοδρά τον έθελγε, τι δράμα… Εξάλλου – καλά το ήξεραν στη Σύγκλητο – τήν ιστορούσαν την έλξη τη μαγνητική, αλλά ετούτο, δα, ομοίαζε χαυνωτικό. (Το υπέρτατον, σκεφτόταν, αφροδισιακό! Το εξαίσιο λάφυρο!) Κι όμως, ούτε που πρόφτασε να το χορτάσει.
Ολίγοι πρόσεξαν, έως τα τώρα, την έξαψη του Κραταιού. Τη νευρικότητα στο θρόνο, κάθε που έσφιγγε τους λαγόνες, όταν επρόκειτο να συσκεφτεί. Τις ατυχείς κινήσεις των χεριών, την ένταση του λόγου. Τώρα, όμως, ουδέν, κρυπτόν. Η αλήθεια και πάλι απειλούσε! Οι πιθανότητες, πλέον, ωχριούν. Οι ανάσες, έγιναν κοφτές, επώδυνες. Το μείζον, πια, δεν επιδέχοταν τη λιγοστή ολιγωρίαν…
«Τόν νιώθετε, πιστεύω, το λόγο που σας κάλεσα!» η κάθε του λέξη, με μαεστρία τονισμένη. «Ξυπνήσαν, ακούω, οι Πληβείοι! Οι ψίθυροι γίνονται βοή, η έκδηλη ανησυχία κλιμακούται. Πρέπει να γίνει κάτι κοσμικό. Να μαθευτεί παντού, να ομιλούν οι πάντες, να παραμιλούν. Άλλες ελπίδες φρούδες δεν ωφελούν, τα ψεύδη ουδόλως γίνονται άλλο, πιστευτά. Λίγος καιρός σάς μένει, τα έδρανα σας τρίζουν, Πατρίκιοι. Σε λίγο, οι φόροι θα λυγίσουν τις όποιες αυταπάτες.»
Ένας υπόγειος ψίθυρος απλώθηκε διαβρωτικός – τα γόνατα όλων τρίζουν στην κονίστρα. Ο Καίσαρας, αίφνης, ορθώνεται, η αγωνία της Συγκλήτου κορυφούται:
«Κόψτε τον κώλο σας, να βρείτε λύσιν, ειδάλλως, Θα σας ταΐσω στις γατούλες.»…
∞ Κάπως έτσι θρυλείται πως στήθηκε, το πάλαι, η τελευταία φενάκη του Καίσαρος του Κραταιού. Βαφτίστηκε εντέχνως «Κάθαρσις», και γι’ αυτήν θα αλάλαζαν οι εναπομείναντες φελλοί. Και είναι αλήθεια, τα πάντα ενορχηστρώθηκαν εις την εντέλεια. Θα ομιλούσαν, όντως, εις τα πέρατα της οικουμένης, για το πρωτόγνωρό του ευφυούς ευρήματος. Μέχρι και το όνομα των μαχητών αποδείχθηκε άρτιο για τη δοκιμασία. Βαφτίστηκαν, βλέπεις, «Υπερθεματιστές», για να υπερβάλλουν, λέει, σε διαβεβαιώσεις, επαίνους, και άλλα τέτοια ευτελή.
[Οι κάμερες στήθηκαν εντέχνως. Το σκηνικό, έδειχνε απαράμιλλο, απολύτως αληθοφανές. Και, πράγματι, ο τηλεοπτικός στίβος εφάνταζε ολόιδιος με Κολοσσαίο. Όσο, για τους μονομάχους, όλοι τους διαλεχτοί, και πάντοτε πρόθυμοι για άθλους…
(Τρεις μέρες και τρεις νύχτες αγωνίζονταν ακατάπαυστα οι Provocatores*. Το τίμημα, εν τέλει, ανέλπιστον, ιλιγγιώδες για τους αφελείς. Έκτοτε, τα φερέφωνα δικαίως θ’ αλάλαζαν: «Οι πλουτοκράτες εχτυπήθησαν σφοδρώς. Καμία διαπλοκή δεν κάμπτει τον Ηγεμόνα του περιούσιου Λαού». Ο Καίσαρας – το δίχως άλλο – θα ’χε δύο ψίχουλα να μοιράσει κάτω από την αψίδα του Γαλέριου.
Πάντως, στο παρασκήνιο, οι επιζήσαντες «Υπερθεματιστές» έτριβαν τα λιγδιασμένα χέρια τους. Τα, δε, πρακτικά θα μνημόνευαν στην αγορά, τους τέσσερις, εις όλα, τολμηρούς: Πρώτος, ο επονομαζόμενος «Κουμπάρος». Δεύτερος, ο υπερήλιξ ο Λαμπερός. Τέταρτος, ο Σπαθαρχίδης των Παναθηναίων, και τελευταίος, ο επιφανέστερος των ανόσιων μαχητών ∙ ο Ουγκανταμπούγκου των Καρχηδονίων.)
Όλοι τους, αισίως, θα κατέληγαν πρόθυμοι για νέες εκδουλεύσεις. Όσο για τους δύο τελευταίους – τον Παναθήναιο και τον Καρχηδόνιο – οι φίλαθλοι περίμεναν πολλά, εις το μέλλον. Για τούτους, ο ανθύπατος Είρων, ο Νεραντζόκωλος, θα φύλαττε ισάξια, τον έπαινο των λιγοστών:
«Όλα κύλησαν υποδειγματικά. Κρατήθηκαν οι τέλειες ισορροπίες, ανάμεσα στο Νέο και το Παλιό»] *Υ.Γ: Με έκπληξη έμαθα πως, ανάμεσα στις διαφορετικές «φυλές» Μονομάχων, υπήρξαν και οι Προβοκάτορες, έλεος!!! Για του λόγου το αληθές, ένας Προβοκάτορας (Provocator) αποτελούσε απεικόνιση των λεγεωνάριων, στον εξοπλισμό των οποίων προστέθηκε προστατευτικός θώρακας και πλήρες κράνος, ενώ η ασπίδα και το ξίφος παρέμειναν τα ίδια με των λεγεωνάριων (ορθογώνια ασπίδα και gladius). Τονίζεται, δε, ότι οι προβοκάτορες μαχόντουσαν συνήθως μεταξύ τους, και όχι εναντίον άλλων κατηγοριών… Η αγαπημένη τους συνήθεια, γαρ.