του Θωμά Ψήμμα
Η κρίση και το συνακόλουθο πέρασμα στη μνημονιακή περίοδο έφεραν στο προσκήνιο μια νέα κάθετη διαίρεση-οιονεί εθνικό διχασμό της ελληνικής κοινωνίας. Το (καταρχήν) απολιτικό δίπολο Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο υποκατέστησε δυστυχώς στο κοινωνικό φαντασιακό τη -διαχρονικά αναζωογονητική για την πολιτική διαπάλη- διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς.
Η (παλαιο- και νέο-) μνημονιακή πτέρυγα προβάλλει δύο αλληλοσυμπληρούμενες αφηγήσεις. Από τη μια, έναν αντεστραμμένο (ευρω)εθνικισμό (εθνικό αυτομαστίγωμα και ιδεατή πρόσληψη της διαφωτισμένης Ευρώπης και, κατά στρεβλή επέκταση, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης με σχεδόν μεταφυσικούς όρους). Από την άλλη, μια άκριτη αποδοχή του There Is No Alternative («δεν υπάρχει εναλλακτική»), της μεταμοντέρνας έκφρασης του «τέλους της ιστορίας».
Η αντιμνημονιακή πλευρά (χωρίς να συμπεριλαμβάνω φυσικά τους νεοναζί δολοφόνους της Χρυσής Αυγής) πήρε τρεις διαφορετικούς δρόμους.
Πρώτον, η επιβολή του μνημονιακού κράτους έκτακτης ανάγκης θεωρήθηκε δωσιλογική απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Δεύτερον, η έμφαση δόθηκε εύλογα στον αντιδημοκρατικό τρόπο θεσμοθέτησης των μνημονιακών μέτρων (π.χ. πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και διάχυτη αίσθηση ότι οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν κάτι). Τρίτον, το Μνημόνιο αντιμετωπίσθηκε –δυστυχώς από λίγους- ως εγκαθίδρυση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και αποκρυστάλλωση της ακραίας ταξικής μεροληψίας των σύγχρονων αστικών κοινωνιών.
Για να κατανοήσουμε τα εγγενή αδιέξοδα μιας εθνοκεντρικής πρόσληψης της ταξικής διαπάλης, είναι αναγκαίο να προσδιορίσουμε το ρόλο του κράτους στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού και την έννοια του έθνους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Η παγκοσμιοποίηση είναι μια ευκταία κοινωνικοπολιτική διεργασία που έχει, όμως, προσλάβει ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά. Έχει οδηγήσει σε πλήρη απελευθέρωση των κεφαλαίων την ίδια ώρα που τα άτομα ως κοινωνικά-πολιτικά υποκείμενα όχι μόνο δεν σκέφτονται διεθνιστικά και δεν χειραφετούνται, αλλά κλείνονται όλο και περισσότερο στο κουκούλι των εθνών-κρατών, για να προστατευθούν από τον εκάστοτε, δήθεν απειλητικό, επινοημένο και πιο ευάλωτο, «άλλο» (π.χ. μετανάστη, ομοφυλόφιλο, κοινωνικά αποκλεισμένο κ.λ.π.).
Το κράτος-νυκτοφύλακας της ελεύθερης αγοράς δεν είναι μικρότερο σε έκταση (minimal state), απλώς επιτελεί διαφορετικό ρόλο σε σχέση με το κεϋνσιανό παρεμβατικό κράτος. Πλέον, η κρατικά οργανωμένη πολιτική κοινότητα δεν αποτελεί αυτοσκοπό της κοινωνικής συνύπαρξης ούτε νομιμοποιημένο θεσμικό διαμεσολαβητή των ταξικά αντικρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων (π.χ. εργοδοτών κι εργαζομένων), αλλά μέσο διασφάλισης της οικονομικής ελευθερίας των μεγαλοϊδιοκτητών, άρα εργαλείο προσέλκυσης εγχώριων και ξένων επενδύσεων.
Με άλλα λόγια, για να συγκρουσθούμε αποτελεσματικά, τόσο στο ιδεολογικό και θεσμικό εποικοδόμημα όσο και στην παραγωγική υποδομή, με την παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών εταιρειών και με το κράτος-νυκτοφύλακα στην υπηρεσία των ολιγαρχών του πλούτου, απαιτείται να σκεφτόμαστε παγκόσμια και να δρούμε τοπικά. Κοινώς, μην αφήνουμε το ζιζάνιο του εθνοκεντρισμού να μολύνει τη διεθνική μας οπτική γωνία, αλλά ούτε να αποδεχόμαστε ως αναπόφευκτο το «τέλος της ιστορίας» για το κρατοκεντρικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.
Οι κραυγές περί προδοσίας και εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας είναι οπισθοδρομικές, εστιάζουν στο δήθεν ενιαίο κι αδιαίρετο εθνικό συμφέρον, ρίχνουν αλάτι στις πληγές του Μεσοπολέμου κι ευνοούν αφάνταστα τον «πατριδοκάπηλο» ακροδεξιό λαϊκισμό. Εξάλλου, η Ελλάδα δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία χώρα, στην οποία εφαρμόζεται η «Συναίνεση της Ουάσινγκτον» (ο καταστατικός χάρτης της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας).
Η Αριστερά του 21ου αιώνα οφείλει να (ξανα)βρει τις ταξικές της ορίζουσες, καθώς η προλεταριοποίηση της «μεσαίας τάξης» και του παραγωγικού ιστού (άρτια καταρτισμένου επιστημονικού δυναμικού) απανταχού στην οικουμένη δεν αφήνει περιθώρια για αδράνεια. Το μεγάλο διακύβευμα των καιρών μας είναι ότι οι 62 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου κατέχουν πλούτο ίσο με τα 3,5 δισεκατομμύρια των φτωχότερων ανθρώπων του πλανήτη. Αν η Αριστερά δεν απαντήσει πειστικά στο “γιατί” και δεν αρθρώσει εναλλακτική λύση στη βάρβαρη ανισότητα (πόρων, ευκαιριών ζωής), τότε το There Is No Alternative θα έχει ως αναπόδραστη συνέπεια να αντιμετωπίζεται η (δυναμική) κοινωνία ως το (στατικό) πειραματικό εργαστήρι ενός επιστήμονα.
Οι κοινωνικές ανισότητες, εξάλλου, δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά αιτία κι αποτέλεσμα (ταξικά μεροληπτικών) πολιτικών επιλογών. Η εναλλακτική λύση, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη (είτε αμεσοδημοκρατική/κινηματική είτε αστικοδημοκρατική/θεσμική), αλλά είναι χρέος μας ως ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών να προστατέψουμε τη δημοκρατία και τις ίσες ευκαιρίες ζωής τόσο στο δρόμο όσο και στο Κοινοβούλιο.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 22.10.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.