«Ήταν, θυμάμαι, γύρω στα τέλη του Μάρτη του 1923 που σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης αποφασίστηκε η λεγόμενη «ανταλλαγή πληθυσμών» ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα.
Εμείς ζούσαμε μαζί με τους γονείς μας σε ένα μεγάλο χωριό το Παντείχι απέναντι από τα Πριγκιποννήσια. Σ’ αυτόν τον τόπο είχαν γεννηθεί οι παππούδες μας, και οι παππούδες των παππούδων μας και βάλε, χρόνια και χρόνια.
Ήρθε η διαταγή, λοιπόν, και έπρεπε να εγκαταλείψουμε αυτόν τόπο που μέχρι τότε για μας τα παιδιά ήταν ολόκληρος ο κόσμος, μιας και τα βράχια, εκεί που άρχιζε η θάλασσα, μας φάνταζαν σαν τα σύνορα της γης.
Το απόγευμα το σπίτι γέμισε «τουρκάλες» γειτόνισσες – αγαπημένες φιλενάδες της μάνας μας. Πέσανε στην αγκαλιά της και έκλαιγαν και την φιλούσαν και δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι δεν θα μας έβλεπαν ξανά.
Ο πατέρας πήγε για τελευταία φορά στο καφενείο να μάθει νέα. Εκεί βρήκε και άλλους έτοιμους για το φευγιό. Οι τούρκοι –πιο συγκρατημένοι– τους σφίγγουν το χέρι. Τους συμβουλεύουν για την ασφαλή πορεία προς το λιμάνι, άλλοι προσφέρθηκαν να βοηθήσουν, να δανείσουν τα κάρα και τα γαϊδουράκια τους. Μετά από πολύ καιρό, στον Πειραιά πια, μάθαμε ότι σε άλλες περιοχές πολλοί τούρκοι είχαν κρύψει στα σπίτια τους για μέρες καθυστερημένους, και τους φρόντισαν μέχρι να βρουν καράβι ή μαούνα.
Εμείς [ο αδερφός μου, η μικρή αδερφή μου και εγώ ο μεγαλύτερος 7-8 χρονών τότε] ήμασταν σαν χαμένα. Με πολύ στενοχώρια ακόμα και σήμερα σκέφτομαι ότι δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τους φίλους μου [τον Αλή, τον Γιάνγκο και τον Λογοθέτη] που άφηνα πίσω. Από την ώρα που το νέο έσκασε σαν βόμβα δεν μας άφησαν να ξεμυτίσουμε από το σπίτι και να βγούμε στο χαγιάτι που μαζευόμασταν και παίζαμε όλοι μαζί. Μας φοβέριζαν ότι, αυτοί οι Τούρκοι με τα αλόγατα, τις στολές και τα όπλα, που περνούσαν εδώ και μέρες πάνω κάτω στο δρομάκι μας, είχαν έρθει για «να πάρουν τα παιδιά που δεν ήταν υπάκουα», αλλά εγώ δεν τους πίστευα και όλο έκανα πως έπαιζα δίπλα στην αυλόπορτα κι όταν δεν με κοιτούσαν έβγαινα έξω και αγνάντευα δεξιά και αριστερά μήπως και δω κάνα φίλο μου.
Φύγαμε νύχτα και ταξιδέψαμε δύο-τρεις μέρες, που να θυμάμαι, για να φτάσουμε στο λιμάνι τα ξημερώματα που όπως μας είχαν πει έφευγε πλοίο. Στο λιμάνι δεν χωρούσες να σταθείς ούτε όρθιος. Εκεί χάσαμε τη μάνα και την μικρή μας. Στο πλοίο καταφέραμε να μπούμε η γιαγιά, ο αδερφός μου, εγώ και ο πατέρας, που σαν τρελός από την αγωνία του σ’ όλη τη διαδρομή έψαχνε και ξανάψαχνε σε κάθε γωνιά του πλοίου φωνάζοντας τη μάνα και την μικρή μας Αναστασία.
Από κει φτάνουμε στη Μυτιλήνη, κι ενώ ο πατέρας ετοιμάζεται να γυρίσει πίσω να τις βρει, μαθαίνουμε από κάποιους γνωστούς που φτάνουν αργότερα με πλοιάριο, ότι η μάνα ήταν καλά κι ότι κατάφερε με τα χίλια ζόρια να χωθεί σ’ ένα καΐκι κι έρχεται. Στρατοπεδεύουμε στο λιμάνι νηστικοί και ξάγρυπνοι. Έχουμε και οι τέσσερις γίνει «όλοι μάτια» κοιτώντας το πέλαγος και τρέχοντας σε κάθε άφιξη να τη βρούμε. Τελικά φτάνει τη δεύτερη νύχτα. Την διακρίνουμε στην άκρη του καϊκιού ταλαιπωρημένη, μουσκεμένη, σκιά του εαυτού της, σφίγγοντας την μικρή μας στην αγκαλιά. Ξαναβρίσκει λίγη από τη ζωή που είχε χάσει όταν μας βλέπει όλους μαζί να τρέχουμε, φωνάζοντάς την με κλάματα, στην άκρη του λιμανιού.
Από την Μυτιλήνη, πολλοί καταφέρνουν να μπουν σε καράβια και να φτάσουν στον Πειραιά, όπου, όπως μας εξιστορούσαν μετά, τους έκλεισαν καραντίνα για δυο-τρεις μέρες μέσα στο πλοίο, έξω από το Κερατσίνι, χωρίς νερό και φαγί, και μετά -όταν με τα πολλά- τους αποβιβάζουν στη στεριά τους μαζεύουν όλους σε ένα στρατόπεδο, υποχρεώνοντάς τους να ζουν πολλοί μαζί νέοι, γέροι, παιδιά, σε μια σκηνή, και τέλος -πάντων τι να στα λέω- πέρασαν τα πάνδεινα.
Άλλοι καταφέρνουν να περάσουν τα σύνορα από τη Θράκη, περπατώντας για μέρες και μέρες έχοντας να αντιμετωπίσουν εκτός των άλλων κακουχιών και το …στρατό. Πράγματι, πολλοί τούρκοι αλλά και έλληνες στρατιώτες τους επιτίθενται και με την απειλή των όπλων, τους αρπάζουν χρυσαφικά ή ότι άλλο πολύτιμο κουβαλούν μαζί τους.
Εμείς, μπαίνουμε σ’ ένα καράβι που μας έβγαλε Θεσσαλονίκη [εκεί να δεις κακουχίες και αρρώστιες, θέριζε η ελονοσία τους ανθρώπους στις σκηνές – η φρίκη τα έχει σχεδόν σβήσει από τη μνήμη μου…] και αργότερα καταφέρνουμε να κατεβούμε με χίλιους κόπους Πειραιά. Εκεί μας φιλοξενεί μια συγγενής. Μένουμε στο σπίτι της για λίγες μέρες και μετά ο πατέρας μου καταφέρνει να βρει μια παράγκα σε μια περιοχή -που ήταν όλο σκουπίδια, βρωμιά αλλά και …παπαρούνες-, την Κοκκινάδα. Η Κοκκινάδα [ονομαζόταν έτσι γιατί την άνοιξη σκεπαζόταν με παπαρούνες και κατακοκκίνιζε ο τόπος] ήταν όλο χωράφια, που τα είχε απαλλοτριώσει το κράτος για να «υποδεχτεί» τους πρόσφυγες. Σ΄ αυτό τον σκουπιδότοπο διατάζουνε το στρατό και τους χωροφυλάκους να στήσουνε αντίσκηνα και να κατασκευάσουνε τα πρώτα παραπήγματα που θα μέναμε οι πρόσφυγκες (προσωρινά όπως μας λέγανε!).
Εμείς [τυχεροί!] πήραμε ένα δωμάτιο-παράγκα με δύο ανοίγματα, ένα για πόρτα και ένα για παράθυρο. Ο πατέρας φτιάχνει στα γρήγορα [μαραγκός ήταν η δουλειά του] πόρτα και παράθυρο με ότι ξύλα καταφέρνει να βρει και στήνουμε το «σπιτικό μας» με μια …κατσαρόλα και λίγα στρωσίδια πάνω στα οποία ξαπλώνουμε όλοι μαζί.
Η μάνα πέφτει με τα μούτρα στην πάστρα. Ασπρίζει και καθαρίζει κάθε γωνιά μέσα κι έξω από το «σπίτι», ενώ βρίσκει τρόπο να φτιάξει σχεδόν αμέσως δύο γλαστρούλες [από ντενεκέδες που βρήκε πεταμένους και τους έκανε να λάμπουν] με βασιλικό, δυόσμο κι ένα κατακόκκινο γεράνι. Ο πατέρας φτιάχνει πάγκους για να καθόμαστε κι ένα τραπέζι, και βοηθά χωρίς λεφτά και τους γείτονες να κατασκευάσουν πόρτες και παράθυρα και αυτοσχέδια «έπιπλα». Εμείς τον βοηθούσαμε. Ψάχναμε και του βρίσκαμε ξύλα μικρά ή μεγάλα, κλαδιά ή σανιδούλες. Ότι και να του πηγαίναμε, μόλις το έπιανε στα χέρια του το μετέτρεπε αμέσως σε κάτι χρήσιμο.
Σ΄ αυτό συνοικισμό που ονομάστηκε Κοκκινιά, (η σημερινή Νίκαια) φτάσαμε τότε να μαζευτούμε πάνω από έξι χιλιάδες οικογένειες που «ζούσαμε» σε τεσσεράμισι χιλιάδες σπίτια-παραπήγματα. Αργότερα άρχισαν να κτίζονται τα πλίθινα σπίτια. Εμείς δεν πήραμε ποτέ σπίτι -και έτσι δεν υποχρεωθήκαμε στο κράτος- γιατί ο πατέρας μου, είχε ήδη μεταμορφώσει μοναχός του, το δικό μας παράπηγμα σε πλίθινο σπιτάκι, με ένα δωμάτιο και κουζινούλα και είχε φτιάξει και μια «τουαλέτα» στην αυλή. Αργότερα κατασκεύασε μια μικρή αποθηκούλα που έβαζε τα διάφορα ξύλα που του χρειάζονταν για να φτιάχνει πράγματα και ένα κοτέτσι για να βάλει τις δύο κοτούλες και τον κοκοράκο [που τον ονόμασα Αλί για να θυμάμαι τον φίλο μου] που μας έφερε μια μέρα η θεία μου. «Για τα παιδιά είπε, για να έχουν τουλάχιστον φρέσκα αυγουλάκια να τρώνε». Μεγάλη πολυτέλεια τότε. Η μάνα τις φρόντιζε και τις είχε σαν τα μάτια της και με τον καιρό πολλαπλασιάστηκαν και πολλοί πεινασμένοι άνθρωποι έφαγαν απ’ τα αυγά αυτά.
Δίπλα στο δικό μας, μεσοτοιχία, χτίστηκαν από το κράτος αργότερα τα σπιτάκια των γειτόνων μας.(1)
Μετά από καιρό, -δεν μπορώ πια να υπολογίσω πόσο-, τα παιδιά αρχίσαμε να πηγαίνουμε σχολείο και το βράδυ διαβάζαμε με λάμπες ή με κεριά. Νερό δεν είχαμε στα «σπίτια»^ το κουβαλούσαμε από την πηγάδα ή το αγοράζαμε με ντενεκέδες από το γαϊδουράκι, μέχρι που ήρθε η ΟΥΛΕΝ [καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα] και έβαλε βρύσες και το αγοράζαμε από εκεί.
Στο σπίτι, η μάνα έκανε συνέχεια δουλειές. Μαγείρευε, καθάριζε, έπλεκε και εμάς μας έστελνε και ψουνίζαμε. Θυμάμαι, τότε, ψουνίζαμε με το «μπιλιέτο», βερεσέ. Στο μπιλιέτο, ο μπακάλης ή ο ψωμάς, έγραφαν το νέο χρέος και κάθε τόσο ο πατέρας πήγαινε και τους πλήρωνε.
Πολλές φορές τα απογεύματα έβγαζαν τις καρέκλες και τους πάγκους έξω και «στρώνανε τραπέζι» και μαζεύονταν και γλεντούσαν και τότε μαζευόμασταν κι εμείς, και τους χαζεύαμε να χορεύουν και να τραγουδούν και να λένε ιστορίες από την «παλιά» ζωή που τα περισσότερα παιδιά δεν τη ζήσαμε ή δεν τη θυμόμασταν.
Λέγαν για τα καλά τους και τ’ αγαθά τους και πες-πες, το τόσο, γινόταν άλλο τόσο, και το ένα, άλλο ένα, και χαιρόντουσαν και πίστευαν ότι σύντομα θα επιστρέψουν και ευχόντουσαν, ο τούρκος που θα μένει στο σπίτι(2), να τους το προσέχει και να το αγαπάει όσο κι αυτοί το πρόσεχαν και το αγαπούσαν. Παράλια, Πόντος, Ιωνία, Σμύρνη, Καππαδοκία… Ζωγράφιζαν με τα λόγια τους, τούς τόπους που άφησαν πίσω και έβαζαν χρώματα, που η νοσταλγία τα έκανε πιο ζωηρά απ’ ότι ήταν, κι έσβηνε οτιδήποτε μουντό και άσχημο. Όλα ήταν καλά και όμορφα τότε!… Και τα μάτια έλαμπαν!…
Και άλλες φορές τα μάτια τους σκοτείνιαζαν και τότε λέγανε για την περιφρόνηση που αντιμετώπιζαν καθημερινά από τους ντόπιους και ότι η λέξη «πρόσφυγκας» για μερικούς ήταν συνώνυμη με βρισιά. «Κάνουν σαν να τους τρώμε το φαγί». Οι γυναίκες ειδικά, τότε, δεν καταλάβαιναν πώς η λέξη «παστρικιά» [στον τόπο τους, θεωρούσαν τιμή και περηφάνια τους, να τις αποκαλούν έτσι, κι ήταν παίνεμα για την αξιοσύνη, την νοικοκυροσύνη και την περιποιημένη εμφάνισή τους] εδώ ακουγόταν συχνά και με περίεργο τρόπο και συνοδευόταν από ειρωνικά γέλια γυναικών ή άσεμνα νοήματα ανδρών.
Κι άλλοτε, πάλι, έβριζαν τις «συνθήκες της Λωζάνης» και τους άρχοντες τους Βενιζέλους και Κεμάληδες και τα τσιράκια τους και τους πολέμους τους, και μετρούσαν τους 700.000 νεκρούς, τους 150.000 ομήρους (μόνο από τη Σμύρνη), και ρωτούσαν τους νεοφερμένους για τους συγγενείς τους, τις μάνες και τα αδέρφια τους που χάθηκαν στο δρόμο ή από τις αρρώστιες. Μας μάστιζαν οι αρρώστιες, ιδιαίτερα ο δάγκειος πυρετός και η φυματίωση. Αλλά η ζωή συνεχιζόταν, παρά την ανέχεια και τη φτώχεια, τον πόνο και την περιφρόνηση, και στη θέση αυτών που χάνονταν, νέοι άνθρωποι γεννιόνταν και έπαιρναν τ’ όνομά τους και μια καινούργια θέση στην καρδιά μας.
Έτσι τραβήξαμε την ανηφόρα και, κρατημένοι ο ένας με τον άλλο, περάσαμε τα δύσκολα, ξελασπώσαμε και σιγά-σιγά κάναμε «χαΐρι και προκοπή». Φτιάξαμε τα σπιτάκια μας αλλά και τη γειτονιά μας με πλατείες και δεντράκια και ομορφύναμε τη ζωή μας.
Αλλά εκεί που λέγαμε «καλά είναι», ήρθαν οι γερμανοί, ο πόλεμος, η κατοχή κι η πείνα. Κι επειδή δεν θέλαμε οι άνθρωποι να ζουν βασανισμένοι και τυραγνισμένοι [γιατί ξέραμε καλά τι σήμαινε αυτό!…] από τα «προσφυγικά» ξεχυθήκαμε στους δρόμους και αντισταθήκαμε σ’ όλους όσους μας θέλανε υποταγμένους και ντροπιασμένους σε ξένους κατακτητές ή στους ντόπιους αρχόντους.
Τώρα ο καιρός έχει πια περάσει και η ζωή έχει αλλάξει πολύ… Κάποια πράγματα τα κατανοώ κάποια άλλα όχι! Δεν καταλαβαίνω ας πούμε το χαλκά στο ρουθούνι τη Μαρίας και κάθε τόσο της γκρινιάζω. Τότε αυτή μου απαντά: «Και στην εποχή σου οι γυναίκες δεν τρυπούσαν τ’ αυτιά τους και κρεμούσαν χαλκάδες, Που βρίσκεις, λοιπόν, τη διάφορά παππού;» Βρίσκω διαφορά, αλλά την αγαπώ γιατί είναι καλή πάστα και άνθρωπος του «δώσε και όχι του πάρε».
Αυτή μου είπε να της ξαναφηγηθώ αυτές τις ιστορίες του μεγάλου ξεριζωμού για να τις τυπώσει, λέει, και να τις διαβάσει ο κόσμος, να τις διαβάσουν κι οι σημερινοί αρχόντοι …
…Πάντως, ο Γιάνγκος, ο Λογοθέτης, εγώ κι άλλοι γέροντες έχουμε συνεννοηθεί κι όταν έρθει η ώρα να στείλουν τις μπουλντόζες [σε οποιοδήποτε παλιό συνοικισμό για να τον γκρεμίσουν] εμείς θα σταθούμε εκεί, μπροστά τους… Είμαστε αποφασισμένοι να μην αφήσουμε να μετατρέψουν σε ερείπια τις αναμνήσεις μας, τον κόπο μας. Γιατί δεν υπάρχουν χαμένες πατρίδες, αλλά χαμένες και λεηλατημένες ζωές!»
Δημητρός απ’ το Παντείχι της Μικράς Ασίας
(1) [Έτσι, με παρόμοιο τρόπο στήνονται και οι υπόλοιποι προσφυγικοί συνοικισμοί στη Νέα Σμύρνη, Νέα Κερασούντα, Νέα Ιωνία, Νέα Χαλκηδόνα, Νέα Τραπεζούντα, Νέα Ελβετία, Νέα Αγχίαλος, Νέα Ερυθραία, Νέα Αρτάκη, Καλλιθέα, Βύρωνας, Σούρμενα, Καισαριανή, Σαμψούντα, Νέα Μαινεμένη, Νέα Κίος, Καλαμαριά, Χαριλάου, Τούμπα, Άγιος Σώστης, Ταύρος, Καλλίπολη, Νεάπολη, Ανάβυσσος, Παλαιά Φώκαια, Νέα Μάκρη, τα προσφυγικά στο Αιγάλεω, τα προσφυγικά στο Γηροκομείο, τα προσφυγικά στην Αλεξάνδρας, την Δραπετσώνα…]
(2) Ανταλλάξιμη Περιουσία ονομάσθηκε η περιουσία των ελλήνων που εκδιώχτηκαν από την τουρκία (σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάννης το 1923) και μοιράστηκε σε τούρκους. Η περιουσία των τούρκων που εκδιώχτηκαν από τον ελλαδικό χώρο αντιστοιχούσε μόλις στο ένα δέκατο των περιουσιών που εγκατέλειψαν υποχρεωτικά οι Έλληνες στη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και την Καππαδοκία. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης, η περιουσία αυτή έπρεπε να μοιραστεί από το ελληνικό κράτος, το διαχειριστή δηλαδή, στους πρόσφυγες.
Όμως ούτε το 10% δεν τους αποδόθηκε. Το μεγαλύτερο μέρος, με διάφορες μεθόδους, καταχράστηκαν οι πελάτες των κομμάτων εξουσίας και εξυπηρέτησε της ρουσφετολογικές ανάγκες των πολιτικών, ενώ το ελληνικό κράτος φρόντισε να εξασφαλίσει με διατάγματα την κυριαρχία του επί της περιουσίας. Σήμερα –παρ’ ότι ακόμα υπάρχουν αναποκατάστατοι πρόσφυγες από το ’22 και ενώ οι Πόντιοι νεοπρόσφυγες από τη Σοβιετική Ένωση δικαιούνται αποζημίωσης ως Μικρασιάτες πρόσφυγες– το ελληνικό κράτος ετοιμάζεται να ρευστοποιήσει τα τελευταία 10.000 ακίνητα προκειμένου να καλύψει τις μαύρες τρύπες του δημόσιου ελλείμματος.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 21, Ιανουάριος 2004.