Στα τρία κεφάλαια που ακολουθούν, γίνεται μια προσπάθεια να μπουν πάνω στο τραπέζι κάποια ζητήματα, που συνήθως βρίσκονται κάτω από το χαλί. Στο πρώτο κεφαλαίο «Ο αστικός κόσμος ψεύδεται», γίνεται μια σχετικά επίκαιρη αναφορά για το πώς εκφράζεται η σχέση μεταξύ της κοινωνίας ως καθεστώς και της πολιτικής εξουσίας ως εποικοδόμημα.
Του Κώστα Νάκου
Ο αστικός κόσμος ψεύδεται.
Η Κίνα και άλλες 14 χώρες προχώρησαν στο σχηματισμό της μεγαλύτερης ένωσης ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο, της RCEP. Ένωση που θα καλύπτει μια αγορά 2,2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, με ΑΕΠ 26,2 τρισ. δολαρίων, και που αντιστοιχεί στο 30% του παγκόσμιου πληθυσμού και της παγκόσμιας οικονομίας. Η κίνηση αυτή καθιστά πλέον τον κινέζικο γίγαντα το μεγαλύτερο αλλά και μοναδικό φόβητρο για τη Δύση. Όπως ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας της Αγγλίας και της Ευρώπης, όπως ο 20ος ήταν των ΗΠΑ και της Αμερικής, έτσι ο 21ος προβλέπεται να είναι της Κίνας και της Άπω Ανατολής.
Η προσπάθεια του Ομπάμα για το σχηματισμό ελεύθερης ζώνης εμπορίου (ΤΡΡ) στις δύο πλευρές του Ειρηνικού, χωρίς όμως τη συμμετοχή της Κίνας, έπεσε στο κενό. Αντίθετα η Κίνα, δεύτερη οικονομία στον κόσμο, την πραγματοποίησε και μαζί με την Ιαπωνία, την τρίτη οικονομία, την Νότια Κορέα, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία κ.ά. σχημάτισε την ένωση και άφησε εκτός τις ΗΠΑ.
Η Κίνα λοιπόν
Μια χώρα που εδώ και 75 χρόνια κυβερνάται από ένα κομμουνιστικό κόμμα που αναπτύσσει την οικονομία της χώρας τα τελευταία 40 χρόνια με απίστευτο ρυθμό. Από το ΄80 και ύστερα ο ρυθμός ανάπτυξης κυμαίνεται μεταξύ του 10% και του 15%. Η ανάπτυξη αυτή έβαλε τα δύσκολα στον κόσμο του νεοφιλελευθερισμού. Γιατί πώς μπορεί να χαρακτηριστεί μια κοινωνία όταν στην εξουσία βρίσκεται ένα κομμουνιστικό κόμμα, ενώ ο δημόσιος τομέας αντιπροσωπεύει πάνω από το 50% της οικονομίας σε σχέση με τον ιδιωτικό και ενώ το κράτος έχει υπό τον έλεγχό του όλους τους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας;
Οι συντηρητικοί κύκλοι την θεωρούν ως μια κομμουνιστική χώρα που ανταγωνίζεται τις καπιταλιστικές. Είναι αλήθεια ότι αμφισβητείται ο κομμουνιστικός χαρακτήρας αυτού του κόμματος, ανεξάρτητα αν αυτό το ίδιο προσδιορίζεται ως τέτοιο, κάνοντας αναφορές στο Μαρξ, το Λένιν και το Μάο Τσε Τουνγκ συμμετέχοντας μάλιστα και σε διεθνείς συναντήσεις των κομμουνιστικών κομμάτων.
Εδώ όμως, για την οικονομία της μελέτης, θα θεωρηθεί ως δεδομένος ο κομμουνιστικός του χαρακτήρας, παραβλέποντας όλες τις ενστάσεις για το αν μπορεί ή όχι έναν κομμουνιστικό κόμμα να αναπτύσσει μια οικονομία με καπιταλιστικά χαρακτηριστικά.
Οι περισσότεροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι του αστικού κόσμου πέφτουν στην εξής αντίφαση: ενώ είναι ένθερμοι υποστηρικτές της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, αρνούνται επίμονα κάποια από τα χαρακτηριστικά της. Προσπαθούν να πείσουν, ότι το αποκρουστικό πρόσωπο, που πολλές φορές εμφανίζει, δεν είναι δικό της. Για παράδειγμα αγνοούν ή παραγνωρίζουν το γεγονός ότι και η φασιστική διακυβέρνηση αποτελεί πολιτικό εποικοδόμημα της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία μπορεί να κυβερνηθεί το ίδιο καλά από φασιστική κυβέρνηση, από συντηρητική, από ισλαμική, από σοσιαλδημοκρατική, από σοσιαλιστική ή και κομμουνιστική όπως στην περίπτωση της Κίνας. Γιατί ένα κοινωνικό καθεστώς δεν αλλάζει ανάλογα με το ποιος το κυβερνά. Αντίθετα το κοινωνικό καθεστώς αλλάζει τρόπο διακυβέρνησης, ανάλογα με τα τρέχοντα κοινωνικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει σε κάθε χρονική περίοδο. Ανάλογα δηλαδή με την όξυνση ή μη των ταξικών αντιθέσεων ή των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ή και των εθνικών κινδύνων, επιλέγει και τον τρόπο διακυβέρνησης.
Αρνούνται ορισμένοι να ταυτιστούν με αυταρχικά ή φασιστικά καθεστώτα και στρέφονται εναντίον τους. Επιλέγουν την υποστήριξη της αστικής δημοκρατίας ή ακόμα και ενός τύπου διακυβέρνησης, για παράδειγμα του σοσιαλδημοκρατικού, θεωρώντας ότι έτσι μπορούν να αποκαθάρουν και το ίδιο το κεφαλαιοκρατικό καθεστώς από τις αμαρτίες του. Εδώ αντιστρέφεται η λογική, γιατί δεν είναι το κοινωνικό καθεστώς που υπηρετεί την πολιτική εξουσία, αλλά το αντίθετο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να είναι υποστηρικτής κάποιου συστήματος διακυβέρνησης, όπως και συμβαίνει εξάλλου, αλλά αυτό έχει να κάνει με την επιλογή μιας μορφής διαχείρισης των πραγμάτων και όχι με τα ίδια τα πράγματα. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να επιλέξει τον καρπό που θέλει από το χωράφι, δεν επιτρέπεται όμως να παραβλέπει ότι αυτό έχει καλλιεργηθεί από τον ιδιοκτήτη του.
Συγκεκριμένα
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η επιλογή για τον τύπο διακυβέρνησης είναι προσφορά του ίδιου του κεφαλαίου. Αυτό ισχύει βέβαια και για την αστική δημοκρατία. Όταν όμως το κεφάλαιο θεωρήσει ότι κινδυνεύει μπορεί και να την αναστείλει, μερικώς ή και ολικώς. Ως οικονομική εξουσία γνωρίζει πότε κινδυνεύει, για να σφίξει τα λουριά, ή πότε βρίσκεται σε περίοδο ανάκαμψης, για να τα χαλαρώσει.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η μνημονιακή περίοδος στην Ελλάδα. Ήταν η περίοδος όπου υπήρχε μια τυπική αστικοδημοκρατική μορφή διακυβέρνησης, από την οποία όμως είχαν αφαιρεθεί όλες οι εξουσίες. Ενώ ερωτώταν ο λαός για το ποιος θέλει να τον κυβερνήσει, ενώ ψήφιζε για το πώς ήθελε να κυβερνηθεί, ενώ έδινε την πολιτική εξουσία με τη σειρά σε όλα τα κόμματα εξουσίας, ελληνική κυβέρνηση δεν υπήρχε. Για όλα τα σοβαρά ζητήματα, όπως η πώληση δημόσιας περιουσίας, έως και τις λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα το ποσοστό φορολόγησης της οικονομικής δραστηριότητας στα νησιά, αποφάσιζαν οι λεγόμενοι από κάποιο σημείο και ύστερα θεσμοί. Γιατί, ως γνωστό, σε μια κεφαλαιοκρατική κοινωνία το πάνω χέρι δεν μπορεί παρά να το έχουν οι οικονομικά ισχυρότεροι.
Το κεφάλαιο μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του έχοντας άλλοτε την ψιλή κυριότητα της κοινωνίας και άλλοτε, αν χρειαστεί, και την επικαρπία. Έτσι ώστε καμιά μορφή διακυβέρνησης να μην μπορεί να αλλοιώνει τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά που το ίδιο θέλει να προσδίδει στην κοινωνία. Όλου του τύπου οι διαχειριστές είναι καρποί του ίδιου οικονομικού συστήματος.
Επιστρέφοντας όμως στην Κίνα, φαίνεται ότι εδώ δεν υπάρχει απλά μια διακυβέρνηση από ένα κομμουνιστικό κόμμα, αλλά και αλλαγές στην οικονομική της βάση. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στην Κίνα πάνω από το 50% της οικονομικής δραστηριότητας ανήκει στον δημόσιο τομέα, ενώ το κράτος έχει υπό τον έλεγχό του όλους τους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δημόσιες τράπεζες κατευθύνουν σε ένα ποσοστό, γύρω στο 70%, τα δάνεια τους προς το δημόσιο τομέα. Μια μεγάλη μερίδα λοιπόν του αστικού κόσμου θεωρεί ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε καπιταλισμό. Ταυτίζει δηλαδή την κεφαλαιοκρατική κοινωνία με την ιδιωτική της μορφή και όχι με την ίδια την ύπαρξη του κεφαλαίου. Αλλά μια κοινωνία θεωρείται κεφαλαιοκρατική, όταν είναι κεφαλαιοκρατική και όχι όταν είναι ιδιωτικοκεφαλαιοκρατική.
Το πρόβλημα όμως λύνεται, όταν ξεφύγουμε από αυτό που συμβαίνει στην Κίνα, για την ακρίβεια όταν δεν περιοριστούμε σε αυτό που συμβαίνει στην Κίνα. Γιατί το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι η Κίνα. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η αντικομμουνιστική υστερία που αναπτύσσεται τεχνηέντως κατά των λεγόμενων κομμουνιστικών καθεστώτων, παρά το γεγονός ότι τέτοιο καθεστώς στην ιστορία των κοινωνιών δεν έχει υπάρξει.
Αυτό αποτελεί μια συνειδητή επιλογή του αστικού κόσμου, που νιώθει την αδυναμία του να μπει σε μια διαδικασία σύγκρισης του ιδίου κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος με τα ουμανιστικά χαρακτηριστικά του κομμουνισμού. Γι’ αυτό και επέλεξε να πυροβολεί όχι τον κομμουνισμό, αλλά το φάντασμά του.