Στα τρία κεφάλαια της ενότητας “Ο κομμουνισμός και το φάντασμα του”, γίνεται μια προσπάθεια να μπουν πάνω στο τραπέζι κάποια ζητήματα, που συνήθως βρίσκονται κάτω από το χαλί. Στο δεύτερο κεφάλαιο «Ο υπαρκτός σοσιαλισμός… ως κομμουνισμός», γίνεται μια απαραίτητη αναφορά στο τι καθεστώς ήταν αυτό που ο αστικός κόσμος παρουσιάζει ως κομμουνισμό.
Του Κώστα Νάκου
Ο υπαρκτός σοσιαλισμός… ως κομμουνισμός
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, επανάσταση ορόσημο για την παγκόσμια ιστορία και το εργατικό κίνημα, δημιουργήθηκε η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) ή διαφορετικά η Σοβιετική Ένωση. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όλη η Ανατολική Ευρώπη μετασχηματίζεται. Δημιουργούνται οι Λαϊκές Δημοκρατίες οι οποίες μαζί με την Σοβιετική Ένωση σχηματίζουν μια ελεύθερη αγορά προϊόντων, την Κομεκόν. Στην πολιτική εξουσία όλων αυτών των χωρών βρίσκονται τα εθνικά κομμουνιστικά τους κόμματα.
Κομμουνιστές και επανάσταση
Εγεννήθη το κομμουνιστικό καθεστώς. Όπερ έδει δείξαι. Ανεξάρτητα αν κανένας από τους ηγέτες ή τους θεωρητικούς αυτών των χωρών ή ακόμη και από τους υποστηρικτές τους δεν ισχυρίστηκε ποτέ κάτι παρόμοιο. Σοσιαλισμό το ονόμαζαν οι αρμόδιοι, κομμουνισμό οι αναρμόδιοι. Έτσι γεννήθηκε ο δράκος της Ανατολής από τη Δύση. Από το ότι το παραμύθι της Δύσης είχε δράκο δεν σημαίνει ότι αυτός δεν υπήρχε, απλά η Δύση του έδωσε τα δικά της αυθαίρετα χαρακτηριστικά.
Τυπικά ο σοσιαλισμός αυτών των χωρών κατέρρευσε στα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Έκτοτε ολόκληρες γενιές νέων ανθρώπων, που δεν έχουν εμπειρία για το τι ακριβώς συνέβη σε αυτές τις χώρες, βομβαρδίζονται με αντικομμουνιστικά κηρύγματα και αποκτούν στρεβλές απόψεις για τα ιστορικά γεγονότα των χωρών αυτών. Από το γεγονός ότι στην εξουσία βρίσκονταν τα κομμουνιστικά κόμματα δεν απορρέει και το συμπέρασμα ότι τα καθεστώτα αυτά ήταν κομμουνιστικά. Ούτε όμως και σοσιαλιστικά. Γιατί ο σοσιαλισμός είναι μορφή διακυβέρνησης και όχι κοινωνικό καθεστώς.
Μετά το γκρέμισμα των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής η ιστορία των κοινωνιών δεν γνώρισε άλλες σχέσεις παραγωγής παρά μόνο τις κεφαλαιοκρατικές. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός χαρακτηρίστηκε ως σοσιαλιστικό καθεστώς, με τη διευκρίνηση ότι δεν ήταν ούτε κομμουνιστικός, αλλά ούτε και κεφαλαιοκρατικός.
Τι ήταν λοιπόν ο υπαρκτός σοσιαλισμός; Τι σχέσεις παραγωγής είχε;
Για να υπάρξει ζωή στις οργανωμένες κοινωνίες, πρέπει να υπάρξει και παραγωγή. Στο πλαίσιο αυτό οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να έρθουν σε κάποιες αναγκαίες παραγωγικές σχέσεις μεταξύ τους, έτσι ώστε να υπάρξει παραγωγή. Αν δεν υπήρχαν οι δούλοι στην αρχαιότητα, δεν θα μπορούσαν οι δουλοκτήτες, που ήταν απαλλαγμένοι από κάθε σωματική εργασία, να ασχοληθούν με την ανάπτυξη της φιλοσοφίας, του θεάτρου, της ποίησης, των τεχνών κ.ά. Κάτι αντίστοιχο υπήρξε και μεταξύ δουλοκτητών και δουλοπάροικων στη φεουδαρχική κοινωνία.
Στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία το δίπολο άλλαξε. Οι σχέσεις παραγωγής που δημιουργήθηκαν είναι αυτές μεταξύ του κεφαλαιοκράτη και του μισθωτού. Ο μισθωτός εργάζεται, ο κεφαλαιοκράτης πλουτίζει. Από αυτήν τη σχέση παραγωγής και την απλήρωτη εργασία του μισθωτού δημιουργείται όλος ο κοινωνικός πλούτος, αλλά και ο ατομικός πλουτισμός του κεφαλαιοκράτη. Σε αυτό είχαν συμφωνήσει και ο Ρικάρντο με το Μαρξ. Κέρδος ονόμασε την απλήρωτη εργασία ο Ντέηβιντ Ρικάρντο, υπεραξία ο Καρλ Μαρξ (κατά την άποψή του ωστόσο το κέρδος αλλιώς υπολογίζεται), αλλά στον σκληρό πυρήνα του ζητήματος δεν υπάρχει μεταξύ τους καμία ουσιαστική διαφορά.
Η μορφή παραγωγής της ΕΣΣΔ
Αν λοιπόν ο σοσιαλισμός είναι κοινωνικό καθεστώς και όχι μορφή διακυβέρνησης, τότε τι σχέσεις παραγωγής είχε; Σε ποια μορφή παραγωγής βασίστηκε η οικονομική ανάπτυξη της ΕΣΔΔ, που ιδιαίτερα τις πρώτες δεκαετίες ήταν πράγματι εντυπωσιακή; Στην ΕΣΣΔ θεωρούσαν ότι «δεν υπάρχουν οι συνθήκες αυτές, που να μετατρέπουν την εμπορευματική παραγωγή σε καπιταλιστική παραγωγή, όταν τα μέσα της παραγωγής δεν είναι πια ατομική αλλά σοσιαλιστική ιδιοκτησία, όταν δεν υπάρχει το σύστημα της μισθωτής εργασίας κι όταν η εργατική δύναμη δεν είναι πια εμπόρευμα, όταν το σύστημα της εκμετάλλευσης έχει ήδη από καιρό καταργηθεί»*. Με μια σειρά από απόψεις που βρίθουν υποκειμενισμό, οι ηγέτες αυτών των χωρών νόμιζαν ότι εξηγούν τα ανεξήγητα. Είχαν αποφασίσει από μόνοι τους ότι όλα αυτά δεν υπήρχαν, ότι η δική τους η παραγωγή ήταν παραγωγή «ειδικής φύσης» και ότι η εργατική τάξη «κρατάει την εξουσία στα χέρια της και κατέχει τα μέσα παραγωγής». Βολονταριστικές ιδεοληψίες που υπερίπτονταν των πραγματικών όρων της παραγωγής και τη θέση του εργάτη σε αυτήν.
Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής
Επί της ουσίας απάντηση δεν έχει δοθεί. Ο καθένας μπορεί να ονομάζει όπως θέλει την χώρα του, είτε σοσιαλιστική, είτε λαϊκή δημοκρατία, όπως για παράδειγμα σήμερα η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Αυτό που τελικά όμως ενδιαφέρει είναι να ερμηνευτούν οι λεγόμενες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής και το τι διαφορετικό είχαν από τις κεφαλαιοκρατικές. Όχι όμως ορίζοντας τι δεν ήταν, αλλά τι ήταν.
Αναφέρουν ότι δεν υπήρχε στην ΕΣΣΔ το σύστημα της μισθωτής εργασίας. Και με τι είχε όμως αυτό αντικατασταθεί; Δεν αμειβόταν ο εργάτης; Και αν αμειβόταν, έπαιρνε ως αμοιβή τόσα μέσα κατανάλωσης όσα του αντιστοιχούσαν για την εργασία που είχε ξοδέψει; Δηλαδή την ποσότητα της εργασίας, που έδωσε στην κοινωνία με μια μορφή, την έπαιρνε πίσω με την μορφή της αμοιβής; Γιατί αν υπήρχε μια ανταλλαγή ίσων αξιών, τότε πράγματι απλήρωτη εργασία δεν υπήρχε. Τότε πράγματι υπεραξία δεν υπήρχε. Τότε, ναι, δεν υπήρχε ούτε μισθωτή εργασία. Άρα, δεν υπήρχε και καμιά διαδικασία συσσώρευσης. Έτσι όμως φτάνουμε σε τραγελαφικά αδιέξοδα. Γιατί τι είδους συσσώρευση ήταν η σοσιαλιστική συσσώρευση, που δεν ήταν κεφαλαιοκρατική και που δεν είχε ως πηγή συσσώρευσης την απλήρωτη εργασία του εργάτη; Καμία προσπάθεια δεν είχε γίνει λοιπόν για προσέγγιση του αντικειμενικού, καμία δηλαδή ερμηνεία για τον τρόπο λειτουργίας της παραγωγής, παρά μόνο αναπτυσσόταν μια αυθαίρετη ιδεαλιστική ρητορική.
Θεωρούσαν ότι ο νόμος της αξίας στο δικό τους «οικονομικό καθεστώς περιορίζεται αυστηρά και μπαίνει μέσα σε καθορισμένα πλαίσια». Η εφαρμοζόμενη πολιτική περιορισμού του νόμου της αξίας μέσω του ελέγχου των τιμών, είχε να κάνει όχι με μια αντικειμενική διαδικασία του τρόπου με τον οποίον παραγόταν το εμπόρευμα, αλλά με τον σοσιαλιστικό τρόπο διακυβέρνησης. Και ως τέτοιος σήμερα μπορεί να υπάρχει και να περιορίζει τον νόμο της αξίας, αύριο όμως πιθανόν όχι.
Ο σημαντικότερος όμως παράγοντας που θεωρούνταν ότι περιόριζε τη δράση του νόμου της αξίας ήταν το γεγονός ότι τα μέσα παραγωγής δεν ήταν εμπόρευμα, δεν πουλιούνταν. Έστω και αν αυτό δεν ίσχυε τα τελευταία 30 χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού. Έστω ότι όλες οι επιχειρήσεις μπορούσαν να αποκτήσουν μέσα παραγωγής χωρίς να έχουν έξοδα αγοράς. Άρα, ότι περιορίζοντας την εμπορευματική κυκλοφορία των μέσων παραγωγής περιόριζαν δραστικά και το εύρος δράσης του νόμου της αξίας.
Η αξία και η υπεραξία
Ένα εμπόρευμα όσο βρίσκεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας και όσο καταναλώνεται παραγωγικά μπορεί να παράγει αξία και υπεραξία, αλλά αυτή δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί, δεν έχει κάνει ακόμη την εμφάνισή της. Η αξία του όποιου εμπορεύματος θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν αυτό καταναλωθεί ατομικά. Μόνο όταν αυτό ανταλλαχτεί με τον μισθό του εργαζόμενου. Οι αγοροπωλησίες μεταξύ των επιχειρήσεων, ιδιωτικών ή δημόσιων, σοσιαλιστικών ή μη, δεν έχουν καμία σημασία ως προς την πραγματοποίηση της υπεραξίας. Είναι σαν να γίνεται μεταφορά εμπορευμάτων από τη μια επιχείρηση στην άλλη του ίδιου κεφαλαιοκράτη. Όταν αντίθετα το τελικό προϊόν καταναλωθεί ατομικά, τότε εμφανίζεται η συνολική αξία του παραγόμενου εμπορεύματος και την εισπράττουν όλοι οι κεφαλαιοκράτες που είχαν συμβάλει στην παραγωγή της. Αν αντίθετα δεν καταναλωθεί ατομικά, λόγω για παράδειγμα μιας οικονομικής κρίσης, τότε τόσο η αξία όσο και η υπεραξία θα είναι σαν να μην έχουν παραχθεί. Τότε δεν θα έχει τίποτα να εισπράξει όλη η αλυσίδα των επιχειρήσεων η οποία είχε συμβάλλει στην παραγωγή του εμπορεύματος.
Η συνολική αξία του εμπορεύματος που ανταλλάσσεται με το μισθό εργασίας είναι το σταθερό κεφάλαιο + το μεταβλητό (μισθοί) + την υπεραξία. Το ερώτημα εδώ είναι αν κατά την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού από την αξία του εμπορεύματος που ανταλλασσόταν με τον μισθό του εργάτη είχε αφαιρεθεί το σταθερό κεφάλαιο (σταθερό κεφάλαιο είναι η έκφραση των μέσων παραγωγής σε αξία). Αν στην αξία του εμπορεύματος που καταναλωνόταν ατομικά υπήρχε μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο και η υπεραξία, τότε τα μέσα παραγωγής πράγματι δεν ήταν εμπόρευμα. Αν όμως στην αξία του εμπορεύματος που αγόραζε ο μισθωτός συμπεριλαμβανόταν και το σταθερό κεφάλαιο, τότε τα μέσα παραγωγής πουλιόνταν και ήταν εμπόρευμα, ανεξάρτητα από το τι έκαναν οι επιχειρήσεις μεταξύ τους. Από την στιγμή λοιπόν που η παραχθείσα αξία των μέσων παραγωγής πουλιέται (στο μισθωτό), δεν υπάρχει κανένας απολύτως περιορισμός της δράσης του νόμου της αξίας. Ρητορικό το ερώτημα βέβαια για το αν συμπεριλαμβανόταν το σταθερό κεφάλαιο, γιατί αν δεν συμπεριλαμβανόταν η οικονομία θα είχε καταρρεύσει μέσα σε λίγες ημέρες.
Συμπέρασμα
Όπως γίνεται αντιληπτό, το φάντασμα του κομμουνισμού δεν ήταν τίποτε άλλο από μια άλλη παραλλαγή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η λεγόμενη σοσιαλιστική ιδιοκτησία είναι η κρατική ιδιοκτησία, μικρή ή μεγάλη, η οποία δεν έχει άλλο τρόπο λειτουργίας παρά μόνο τον κεφαλαιοκρατικό, υπακούοντας και αυτή τυφλά στους νόμους της αγοράς. Όπως συμβαίνει και σήμερα στην Κίνα. Τρεις αιώνες τώρα οι κοινωνίες μας δεν έχουν γνωρίσει άλλον τρόπο παραγωγής από τον κεφαλαιοκρατικό.