Από το Πρόβατο όχι Αρνί και την Ma(t)Ita Colorata
«Στον τόπο μου τα γράμματα
είναι λίγο ανοργάνωτα.
Σε σειρά ποτέ δεν μπαίνουν
μια μεγαλώνουν, μια μικραίνουν.
Κι όσο για τις λέξεις,
όπως λέει κι ο μπαμπάς μου ο Αλέξης,
είναι μπελάς μεγάλος
για να τις μάθεις πρέπει να ‘σαι παπαγάλος».
Έτσι ξεκίνησε την ιστορία για τα μέρη του ο Μάκης, το πρόβατο απ’ τα λιβάδια της Ελόρια.
Ο Μάκης είναι άσπρος-κάτασπρος, φουντωτός, με μια τούφα κόκκινη σαν φράντζα ανάμεσα στα δυο αφτιά. Τα ποδαράκια του είναι πολύ-πολύ κοντά, αλλά τα κουνάει τόσο γρήγορα που όταν τρέχει δεν φαίνονται κι αυτός μοιάζει να πετάει. Η ουρά του είναι μικρή και στριφογυριστή όπως των γουρουνιών. Κι όταν βελάζει, όταν θέλει να κάνει Μπεεε, αχ τι περίεργο είναι όταν θέλει να κάνει Μπεεε! Τα γράμματα κάνουν τα δικά τους. Πότε το μι μπαίνει μπροστά, πότε το πι, πότε το έψιλον. Πότε ένα κεφαλαίο στη μέση, πότε ένα μικρό στην αρχή. Χάος, μπάχαλο γίνεται όταν ο Μάκης κάνει Μπεεε. Στην Ελόρια όμως αυτό δεν είναι παράξενο γιατί όλα τα πρόβατα βελάζουν ανοργάνωτα. Όλα τα Μπεεε δεν είναι Μπεεε. Κι αν τύχει και περάσετε έξω από μαντρί τότε σίγουρα θα γελάσετε στη στιγμή, με τη φάλτσα χορωδία από εεεΜπ, πμΕΕΕ, εεεΠμ κι ένα σωρό άλλα προβατίσια ακατανόητα.
«Στον τόπο μου οι μέρες
δεν έχουνε ποτέ Δευτέρες.
Είναι πάντα Κυριακή
κάθε μέρα όταν ξυπνάμε
όλοι φεύγουμε εκδρομή.
Μη σας πω και για τους μήνες
που πετάνε σαν τις χήνες.
Πάνε γρήγορα Δεκέμβρη
για να φέρουν τις γιορτές
κουλουράκια με αλεύρι
και δεντράκι, και δωράκια, και χαρές».
Ο Μάκης καμάρωνε κάθε φορά που μιλούσε για τα μέρη του. Η Ελόρια είχε τα μεγαλύτερα και ομορφότερα λιβάδια στον κόσμο. Ήταν καταπράσινη από εκεί που ξεκινούσε ως εκεί που έφτανε το μάτι. Είχε εκατομμύρια πολύχρωμα λουλούδια και χιλιάδες φορτωμένα με φρούτα δέντρα. Είχε σπουργίτια που πετούσαν σαν τρελά και μέλισσες που χόρευαν σαν μπαλαρίνες. Είχε ποτάμια με δροσερό νερό κι άφθονα μαρούλια για φαγητό. Μα το καλύτερο απ’ όλα, απ’ ότι περνάει από το μυαλό, ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, ούτε ένας βοσκός. Έτσι τα πρόβατα ήταν ελεύθερα. Ελεύθερα να τρώνε, να τρέχουν, να παίζουν όση ώρα ήθελαν. Κι όταν κάποιος τους έλεγε «πρέπει να κοιμηθείτε, αύριο θα ξυπνήσετε νωρίς», τότε αυτά γελούσαν και με τα περίεργα Μπεεε τους απαντούσαν «μα αύριο είναι Κυριακή. Το ξέχασες πως πάντα αύριο είναι Κυριακή; Κανείς δεν ξυπνάει απ’ το πρωί!»
Όσο για το πως ο Μάκης έφυγε απ’ την Ελόρια και βρέθηκε σε εμάς, ακριβώς εδώ, ούτε Νότια ούτε Βόρεια; Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία που σίγουρα αξίζει να ακούσουμε για να μη μείνουμε με απορία.
«Στο πέρα το λιβάδι έπαιζα
με το πρόβατο τη Λώρα, την τρελή, την κοτσιδού.
Αχ και να τη βλέπατε
πρέπει να φτιάχτηκε σίγουρα στα κέφια του Θεού.
Τι μαλλί απαλό, τι φράντζα απ’ το κομμωτήριο, τι πόδι με διχάλα
κι άρωμα εξαίσιο
σαν φρεσκοαρμεγμένο γάλα!
Παίζαμε και τρέχαμε, κρυβόμαστε,
κυλάγαμε, τσουλούσαμε,
χαλάγαμε τον κόσμο με γέλια, με φωνές,
ουρλιάζαμε, βελάζαμε, γελούσαμε.
Και τότε λέει εκείνη σαν αστείο:
“Μάκη μπορείς να τρέξεις πιο γρήγορα από λεωφορείο;”
Τι ήθελε και το ‘πε η τρελή;
Προκάλεσε το Μάκη, το πρόβατο, την αστραπή;
Έβαλα κάτω το κεφάλι
ρουθούνισα σαν ταύρος,
έλυσα τα φρένα μου
και χάθηκα καπνός, πότε γκρίζος πότε μαύρος.
Άνεμος ήμουνα
σε βουνά και σε κοιλάδες
τα λεωφορεία μπρος μου ήτανε
αργά σαν αγελάδες.
Δυο μέρες έτσι έτρεχα
χωρίς να το σκεφτώ,
όταν το σκέφτηκα σταμάτησα
μα είχα φτάσει εδώ.
Και τώρα
τόσο μακριά από τη Λώρα
μακριά κι από τα λιβάδια μου
σε μιαν άλλη χώρα
θέλω εσείς να με βοηθήσετε
και πίσω να με γυρίσετε.
Βάλτε με σε τρένο, σε αεροπλάνο
σε ό,τι σας καπνίσει
φτάνει εγώ να μην τρέξω παραπάνω,
γιατί όταν ο Μάκης το πρόβατο ξεκινήσει
κανείς δεν ξέρει πότε και πού θα σταματήσει!”
Αυτή ήτανε του Μάκη η ιστορία. Όλους μας στενοχώρησε η προσωπική του τραγωδία. Κάτσαμε και ψάξαμε και βρήκαμε τρόπο πίσω να τον στείλουμε. Κρίμα είναι εδώ να μένει, μακριά από ό,τι αγαπά. Κάθε μέρα στα μάτια μας κοιτά και περιμένει. Αφού βάλαμε τα καλά μας, τον καλέσαμε στο συμβούλιο σήμερα το πρωί, κι ο πιο σοφός, ο πιο γέρος από ‘μας του μίλησε χωρίς περιστροφή:
“Μάκη, πρόβατο ωραίο
άσπρο, φουντωτό, ερωτευμένο και μοιραίο.
Χαρήκαμε που σε φιλοξενήσαμε
που έστω και για λίγο μαζί σου ζήσαμε.
Χαρήκαμε που μάθαμε για την Ελόρια
για λέξεις ανοργάνωτες, για μήνες-χήνες
και πρόβατα που γλεντάνε έξω από τα όρια.
Μάκη σίφουνα, γιε της αστραπής,
η ταχύτητά σου σ’ έβαλε σε μπελάδες
που μπορούμε να σε βγάλουμε μόνο εμείς.
Τη λύση βρήκαμε χτες βράδυ
που ‘χε πανσέληνο κι όχι πηχτό σκοτάδι.
Πίσω θα σε στείλουμε μα όχι με λεωφορείο
όχι με τρένο, με αεροπλάνο, φορτηγό, ούτε με φορείο.
Σε αερόστατο θα μπεις
τη Λώρα την καλή σου
από ψηλά για να τη δεις.
Την ιδέα είχε ο κυρ-Κώστας μαστροφτιάχτης η ιδιοφυία
κι όλοι τη δεχτήκαμε ουρλιάζοντας
ΜΕ ΤΟ ΕΝΑ – ΜΕ ΤΟ ΔΥΟ – ΜΕ ΤΟ ΤΡΙΑ!!!
Φεύγεις λοιπόν απόψε Μάκη για το σπίτι
στο καλό να πας
με τούτο το αερόστατο
που βαφτίσαμε κομήτη!”
Τα ευχαριστώ που ακολούθησαν πολλά κι οι αγκαλιές μεγάλες, δώρα ανταλλάξαμε κουδούνες, νυχτικιές και μπάλες. Υπόσχεση δώσαμε να ξαναβρεθούμε, τέτοιοι φίλοι γίναμε να μη χαθούμε! Ίσως και να στείλουμε εκδρομή την άνοιξη στην Ελόρια, όμορφα κορίτσια και άτακτα αγόρια. Ίσως πάλι, σε ένα χρόνο το πολύ, ο Μάκης να παντρευτεί τη Λώρα και να ‘ρθουνε γαμήλιο ταξίδι στη δική μας χώρα! Όπως και να ‘χει, η εμπειρία μας μαζί, ήταν τέτοια που ποτέ δε θα ξεχαστεί!
*Τον Μάκη κι ολόκληρη την Ελόρια εικονογράφησε η Ma(t)Ita Colorata.