Ιδέες

Ο Μαρξ των Οικονομικών και Φιλοσοφικών Χειρογράφων

By Σίμος Ανδρονίδης

April 28, 2016

Ο Καρλ Μαρξ γράφει το έργο του ‘Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα’ το 1844.

Σίμος Ανδρονίδης

Και πραγματικά, τούτο το μικρό βιβλίο στέκεται πολύτιμος «σύμμαχος» στην επιδίωξη κατανόησης της όλης μαρξιστικής επιστημολογίας. Η όλη προβληματική του Μαρξ διαπνέεται από την επιδίωξη του να «αποκαλύψει» τις ιστορικές νόρμες που διέπουν τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, από την ίδια την επιδίωξη «διείσδυσης» στον «πυρήνα» ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, που, μέσω της ‘έννοιας’-διαδικασίας της αλλοτρίωσης-εκμετάλλευσης αποδομεί την κοινωνική ολότητα.

Στα ‘Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα’ αναδύεται στην επιφάνεια η έννοια της αλλοτριωμένης εργασίας, έννοια που συνιστά τον θεμέλιο λίθο κατανόησης του τρόπου λειτουργίας του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Η διαδικασία της αλλοτριωμένης εργασίας προσλαμβάνει μία διττή διάσταση: από τη μία πλευρά, νοείται ως ο «ιδιαίτερος» και χαρακτηριστικός τρόπος (‘μορφή’) λειτουργίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, τρόπος που, αρθρωμένος εντός του πλαισίου του ιστορικού χρόνου, συμπυκνώνει την κίνηση περαιτέρω ολοκλήρωσης των παραγωγικών σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, συγκροτεί την ιστορική ‘κεφαλαιοκρατία’ ως σύστημα που εδράζεται πάνω στη διττότητα της σχέσης κεφαλαιοκράτη-εργάτη, στη σχέση κατόχου και μη-κατόχου των μέσων παραγωγής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αντιθετική σχέση-συσχέτιση κεφαλαιοκράτη-εργάτη (κατόχου και μη-κατόχου των μέσων παραγωγής), μέσα από την άμεση και εξωτερικευμένη διάθλαση της καπιταλιστικής κοινωνικοοικονομικής δράσης-κίνησης δεν φέρει εν σπέρματι τις πτυχές ενός ισομερούς συσχετισμού δυνάμεων αλλά τις συγκεκριμένες και φορτισμένες πτυχές αυτού που θα ονομάζαμε κοινωνική δυναμική επηρεασμού της όλης κοινωνικής δομής. Η αποξενωμένη εργασία δύναται να αποτελέσει το αντεστραμμένο είδωλο της εργασιακής εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια διατυπωμένο, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Αναφέρει σχετικά ο Μαρξ  σαν ένα πρώτο συμπέρασμα: «Εξετάσαμε την πράξη της αλλοτρίωσης της πρακτικής ανθρώπινης δραστηριότητας- της εργασίας- από δύο όψεις:

1. Τη σχέση του εργαζόμενου προς το προϊόν της εργασίας σαν ένα ξένο αντικείμενο που τον κυριαρχεί. Αυτή η σχέση είναι ταυτόχρονα και σχέση προς τον εξωτερικό κόσμο, τα φυσικά αντικείμενα. Μια σχέση, όμως, προς έναν ξένο και εχθρικό κόσμο.

2. Τη σχέση του εργαζόμενου προς την πράξη της παραγωγής μέσα στο πλαίσιο της εργασίας. Αυτή είναι μια σχέση του εργαζόμενου προς τη δική του δραστηριότητα, σαν κάτι ξένο που δεν του ανήκει. Μια δραστηριότητα, που πάσχει από αδράνεια, μια δύναμη που είναι ανίσχυρη, μια δημιουργία ευνουχισμένη. Η προσωπική, φυσική και πνευματική ενεργητικότητα του εργαζόμενου, η προσωπική του ζωή (γιατί τι άλλο είναι ζωή εκτός από δραστηριότητα;), γίνεται μια δραστηριότητα που στρέφεται εναντίον του, ανεξάρτητα από αυτόν και χωρίς να του ανήκει. Αυτή είναι η αυτό-αλλοτρίωση που προβάλλει απέναντι στην αλλοτρίωση του πράγματος που αναφέραμε».[1]

Η αλλοτριωμένη εργασία ή αλλιώς η αλλοτρίωση του εργάτη δεν προβάλλει ως φυσικότητα-τυχαιότητα, ως παράγωγο στοιχείου του αισθητού αντικειμενικού κόσμου, αλλά ακριβώς ως απόρροια της ιδιαίτερης και όχι «άναρχης», της αισθητής και βιωμένης ‘υποκειμενοποίησης’ του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μία ‘υποκειμενοποίηση’ η οποία ανακύπτει υπό το σχήμα ‘κεφαλαιοκράτης-κεφάλαιο-πώληση’ και εργάτης που προσδιορίζεται ως ανθρώπινο και κινούμενο κεφάλαιο. Ο εργάτης που παράγει-δημιουργεί ένα προϊόν αποσπάται από αυτό, και, φυσικά, όσο περισσότερα προϊόντα παράγει τόσο περισσότερο βιώνει αυτή την αποσύνδεση ως ‘συνθήκη απώλειαςτης ζωής και του εαυτού, ως απόσπαση του δρώντος υποκειμένου από το αντικείμενο-προϊόν της εργασίας του.

Ο Καρλ Μαρξ αντιλαμβάνεται την έννοια της αλλοτριωμένης-αποξενωμένης εργασίας στην ολότητα της: αυτό που νοείται ως απόσπαση από το προϊόν της εργασίας και από την εργασία την ίδια νοείται και ως απόσπαση-αποξένωση από τη φύση ως ‘αισθητό’ κόσμο, ως αντανάκλαση του ‘είναι’, νοείται ως αποξένωση του  ‘ανθρώπου από τον ‘άνθρωπο’.[2]

Ο άνθρωπος αποξενώνεται ως ‘ειδολογική’ ύπαρξη, ως σχέση προς τον άνθρωπο,[3]  ως ύπαρξη που βιώνει, παράγει, αισθάνεται, κανοναρχεί με βάση τις ανάγκες του. Η ‘αποξένωση του ανθρώπου από τον ‘άνθρωπο’ ισοδυναμεί με την αποξένωση από τη φύση, καθώς και με την ουσιαστική «αποσυσχέτιση» από τον χώρο εργασίας και τις εκφάνσεις του.

Ο άνθρωπος-εργάτης ως ΄αίσθηση’ διχάζεται μεταξύ του καταμερισμού-καταναγκασμού ( «δημιουργία ευνουχισμένη»), της εργασίας και της επιβίωσης που δύναται να παραχθεί από αυτήν. Η απόσπαση του υλικού προϊόντος της εργασίας από τον ίδιο, κανοναρχεί το πλαίσιο της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής, μεταβάλλει τις συνθήκες γύρω από τις οποίες θεμελιώνεται ο τόσο συμβολικός όσο και πραγματικός «μύθος» της κεφαλαιοκρατικής λειτουργίας, (σύστημα δομικής συσχέτισης με τον κεφαλαιοκράτη-μονάδα καθώς και με τον κεφαλαιοκράτη-τάξη), ανασημασιοδοτεί τον εργάτη όχι ως ολότητα αλλά ως «σκιώδες περίγραμμα».

Η απόσπαση από το προϊόν της εργασίας και από τον μόχθο που καταβλήθηκε για τη δημιουργία του λειτουργεί και αντίστροφα ή συμπληρωματικά: απόσπαση και από τη φύση ως βιωμένη ύπαρξη και εξωτερική πραγματικότητα-ψηλάφηση, απόσπαση από τον άνθρωπο ως νοητού υποκειμένου. Κι αυτή η διαδικασία συντελείται εντός του πεδίου της χωροχρονικής-κεφαλαιοκρατικής «μήτρας», ήτοι του πεδίου παραγωγής και αναπαραγωγής αντιθέσεων, αντιφάσεων και ανθρώπων-παραγωγών (ιδιότητα που ‘εργαλειοποιείται’ εντός αυτού του πλαισίου) που εγκολπώνονται στο «μηχανισμό» της καπιταλιστικής λειτουργίας βραχυπρόθεσμα, (εργασία-κεφάλαιο-εμπόρευμα), μεσοπρόθεσμα (κοινωνική τάξη-συσχέτιση προς την υλική ‘ουσία’ του καπιταλισμού), μακροπρόθεσμα (νόμος αποτίμησης της εργατικής «προσφοράς», απόσπαση κέρδους-υπερκέρδους).

Οι νόμοι και οι «μετρικοί» κανόνες που διέπουν τον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, συμβάλλοντας και στην ολοκλήρωση-επιτάχυνση του ιστορικού του ‘χρόνο’, παράγουν τους όρους και τις προϋποθέσεις για τον μετασχηματισμό της διαδικασίας ή του τρόπου ‘αποξένωσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο’ στη διαδικασία ‘εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο’, διαδικασία που θεωρούμε πως προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της υποστασιοποίησης και συγκεκριμενοποίησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Όσο περισσότερο αποξενώνεται ο εργάτης από το προϊόν της εργασίας του ως κόπο, ως βίωμα και ως αποτύπωση ζωής-κίνησης-δραστηριότητας, («γιατί τι άλλο είναι ζωή εκτός από δραστηριότητα;», διερωτάται εύστοχα ο Μαρξ), τόσο περισσότερο αποκλίνει από το σημείο τομής, από  το σημείο-μηδέν που είναι η αναπαράσταση του κόσμου ως ολότητας, από την αναπαράσταση της φύσης και του αισθητού κόσμου ως ‘εσωτερικότητας’.

Διότι ο άνθρωπος-εργάτης εκτός φύσης καταπίπτει στην κατάσταση της γυμνής ύπαρξης, εκείνης της ύπαρξης που στερείται τα ‘εργαλεία’ του δομικού αυτοπροσδιορισμού. Και με αυτήν την έννοια πρέπει να κατανοήσουμε αυτό που ο Μαρξ περιγράφει ουσιαστικά ως συνάρθρωση «αλλοτρίωσης» και «αυτό-αλλοτρίωσης». Η αλλοτρίωση και η συνακόλουθη αυτό-αλλοτρίωση αποτελούν τις αντανακλάσεις της εσώτερης ‘υπόστασης’ του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, είναι έννοιες που ‘συστηματοποιούνται’ στο δρων υποκείμενο, απόρροια της απώλειας του βιόκοσμου που δύναται να ‘είναι’.

Η εργασιακή αλλοτρίωση συναρθρώνεται με την αυτό-αλλοτρίωση στο βαθμό που η αλλοτρίωση την οποία θα ονομάζαμε και δομική συρρίκνωση, τείνει να καθιστά τον εαυτό ως έναν εν δυνάμει και ιδιότυπο ‘συμμέτοχο-αμέτοχο’ που προσλαμβάνει τον κόσμο ως τρέχουσα συγκυρία και ως ‘λεία επιφάνεια’ (ο εξωτερικός κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος), ως συμπαγές ‘κάστρο’ που δεν πέφτει από τα ‘μέσα’ αλλά μόνο από τη θεία παρέμβαση. Πραγματικά, με αυτόν τον τρόπο η συνείδηση λειτουργεί ως προπομπός του επέκεινα και της φυσικής αλληλουχίας των πραγμάτων.

Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής αποτελεί ένα ιδιότυπο ‘πεδίο’ όχι άρσης αλλά όξυνσης των αντιθέσεων, ακριβώς διαμέσου της εξωτερίκευσης αυτών των αντιθέσεων στον τρόπο και στην γενικότερη συνθήκη της ζωής. Η εμπλοκή του προλετάριου στη διαδικασία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν αποτελεί μόνο μία «αδρανή δραστηριότητα», όπως αναφέρει ο Μαρξ.

Αποτελεί και έναν ‘κανόνα’ έντασης προς την ίδια του την παραγωγικότητα (μόχθος παραγωγής προϊόντων), η οποία,  αποσπάται-αποκολλάται από τον ίδιο τον ‘κάτοχο’ της ακριβώς για να προσκολληθεί προς την πλευρά του κεφαλαιοκράτη ως αξία χρήσης-πώλησης. Κι αυτό επιτελείται όχι μηχανικά και «αυτοματοποιημένα», αλλά οργανικά, στο βαθμό που ο κεφαλαιοκράτης ως ένας θεμέλιος λίθος του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, ως κάτοχος δύναμης-δυναμικής-δυνατοτήτων, κινείται με βάση τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, εντάσσει το προϊόν-εμπόρευμα στο πλαίσιο του οικονομετρικού υποδείγματος, ανάγει τη συνείδηση του σε αρχή προσδιορισμού του πεδίου του κοινωνικού.

Ο Καρλ Μαρξ προχωρά στη θεωρητική συγκρότηση μίας εγκάρσιας τομής: δεν τοποθετεί την  αλλοτριωμένη εργασία στις συνθήκες της οικονομικής τυχαιότητας του αντικειμενικού κόσμου, στη ‘φύση’ των πραγμάτων, όπως κάνουν οι πολιτικοί οικονομολόγοι,  αλλά στις συνθήκες του ιδιαίτερου και συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής.

Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Η πολιτική οικονομία αποκρύβει την αλλοτρίωση στη φύση της εργασίας, αγνοώντας την άμεση σχέση ανάμεσα στον εργάτη (εργασία) και την παραγωγή».[4] Η συσχέτιση εργάτη-παραγωγής εντυπώνεται και «εδαφικοποιείται» στο πλαίσιο των κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών σχέσεων, στο πλαίσιο της συσχέτισης  προς τα μέσα παραγωγής και των κοινωνικών αποκρυσταλλώσεων που παράγει αυτή η δεδομένη και δομική, συσχέτιση. Δεν είναι ‘άχρονη’ και αέναη, ‘φυσικός’ καταναγκασμός που εμβαπτίζεται στα νάματα  της αντικειμενικής αίσθησης και του αντικειμενικού κόσμου, ο οποίος είναι «ιδιαίτερος» όσο και «κανονικός».  «Αλλά η αποξένωση φανερώνει τον  εαυτό της όχι μόνο στο αποτέλεσμα, αλλά επίσης στην πράξη της παραγωγής, μέσα στην δραστηριότητα της παραγωγής της ίδιας».[5]

Στα ‘Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα’ ο Μαρξ τοποθετεί τον εργάτη στον «πυρήνα» των  αλλοτριωτικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, του προσδίδει αφενός μεν την ιστορικότητα (ο ρόλος του στο ιστορικό γίγνεσθαι)  της έλλειψης-πρώιμης αδυναμίας κτήσης των μέσων παραγωγής, αφετέρου δε όμως ανακύπτουν μέσα σε αυτές τις σελίδες οι ιστορικές δυνατότητες της ολικής χειραφέτησης. Με έναν ώριμο όσο και λογοτεχνικό τρόπο, ο Καρλ Μαρξ αναλύει την κοινωνική δύναμη και δυναμική που παράγει και αναπαράγει η κατοχή του χρήματος, παραπέμποντας στον Σαίξπηρ και στον Γκαίτε[6].

Στο φιλοσοφικό τμήμα των χειρόγραφων ασκεί κριτική στην προβληματική του Χέγκελ, στην αντίληψη του περί του ανθρώπου που λειτουργεί και δρα ως καθεαυτό ‘πνεύμα’, ‘μορφή’ σύλληψης της ιδέας και εσωτερικής της αναπαράστασης. Πέρα και πάνω από το σύννεφο των απτών αλλά αφηρημένων πνευματικών οντοτήτων,  ο Καρλ Μαρξ τοποθετεί τον άνθρωπο στο στέρεο έδαφος, στην κοινωνική γη των αντιθέτων,  τον «εξανθρωπίζει», προσφέροντας του τα απαιραίτητα ‘εργαλεία’ της της χειραφέτησης και του μετασχηματισμού της κατάστασης ζωής του, καθώς και της κοινωνικής δομής.

Ας θυμηθούμε και τα λόγια της Ρόζας Λούξεμπουργκ: «Δεν υπάρχουν δυο διαφορετικοί ταξικοί αγώνες της εργατικής τάξης, ένας οικονομικός και ένας πολιτικός, αλλά μόνο ένας ταξικός αγώνας, που έχει σαν στόχο και τον περιορισμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης μέσα στην αστική κοινωνία και την κατάργηση της εκμετάλλευσης μαζί με την κοινωνία».[7]

 

[1] Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ, ‘Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα’, Πρόλογος: Κολλέτι Λούτσιο, Μετάφραση: Γραμμένος Μπάμπης, Εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα, 1975, σελ. 93-96.

[2] Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ…ό.π, σελ. 100.

[3] Διφυής διαδικασία εσωτερίκευσης αισθημάτων και εξωτερίκευσης τους ως πραγματικότητας: απώλεια πραγματικού εαυτού, αποσυσχέτιση από το ‘φυσικό’ (χώρος ολοκλήρωσης και βίωσης της συνέργειας με και προς τον ‘άλλο’), περιβάλλον και τον άνθρωπο ως κορύφωση του ‘αισθητού’ κόσμου (αντικειμενική συνείδηση), ως μετάβαση από την κατάσταση του ‘είδους’ που διαφοροποιείται, (διαδικασία του σκέπτεσθαι), στην κατάσταση της οργανωμένης κοινωνικής ολότητας.

[4] Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ…ό.π, σελ. 94.

[5] Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ…ό.π, σελ. 95.

[6] Όπως επισημαίνει: «Έτσι το χρήμα εμφανίζεται σαν δύναμη αντιστροφής σε σχέση προς το άτομο και προς εκείνους τους κοινωνικούς και άλλους δεσμούς που διατείνονται ότι είναι ουσίες καθεαυτές. Μεταμορφώνει την αφοσίωση σε προδοσία, την αγάπη σε μίσος, την αρετή σε φαυλότητα, τη φαυλότητα, σε αρετή, τον υπηρέτη σε αφέντη, τον αφέντη σε υπηρέτη, την ανοησία σε λογική και τη λογική σε ανοησία», βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ..ό.π, σελ. 166. Θα μπούμε στον αναλυτικό «πειρασμό» να συσχετίσουμε τη θέση του Μαρξ για το χρήμα με τη θέση που εκφράζει για το χρήμα, άλλοτε άμεσα και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, ο Γάλλος συγγραφέας Ονορέ Ντε Μπαλζάκ. Σε έργα του όπως η ‘Ευγενία Γκραντέ’ και ο ‘Μπάρμπα Γκοριό’, οι χαρακτήρες κινούνται ωφελιμιστικά, ‘κυνηγούν’ το χρήμα και το άμεσο και βραχυπρόθεσμο κέρδος η κατοχή του οποίου λειτουργεί ως ‘διαβατήριο’ για την είσοδο σε έναν «νέο» και «ανώτερο» κοινωνικό βιόκοσμο. Αυτή η ύλη και η υλικότητα των συμφερόντων, που «μεταμορφώνουν τον υπηρέτη σε αφέντη, τον αφέντη σε υπηρέτη». Η εδώ ανάλυση του Μαρξ δύναται να συνυφανθεί με την περιγραφή του Μπαλζάκ στον ‘Μπάρμπα Γκοριό’, όταν μέσω του Ευγένιου Ντε Ραστινιάκ, γράφει: Είδε τον κόσμο (σ.σ: ο Ευγένιος Ντε Ραστινιάκ) όπως είναι, είδε το νόμο και την ηθική δίχως καμιά δύναμη για τους πλούσιους και το χρήμα σαν ούλτιμα ράτσιο μούντι» (‘η ύστατη αρχή του κόσμου’). Βλέπε σχετικά, Μπαλζάκ Ντε Ονορέ, ‘Ο Μπάρμπα Γκοριό’, μετάφραση: Νίκας Άγγελος, Εκδόσεις Αφοί Ζυριχίδη, Θεσσαλονίκη, χ.χ., σελ. 283.

[7] Βλέπε σχετικά, Λούξεμπουργκ Ρόζα, ‘Μαζική απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα, Μετάφραση: Πίττας Κώστας, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα, 2014, σελ.103.