Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Η Κοιτούλα
Ήξερα ένα κορίτσι
που έντονα κοιτούσε,
τους πάντες και τα πάντα
αδιάκοπα θωρούσε.
Κοιτούσε και τον ουρανό,
κοιτούσε και το χώμα,
εχτές εσένα κοίταξε,
και σε κοιτάει ακόμα.
Μα όταν βγήκε πρώτη, στο διαγωνισμό,
έστειλε τα ματάκια της για παραθερισμό.
Σε κάποιον από τους ελάχιστους στίχους που έχω γράψει στη ζωή μου, χρησιμοποίησα κάποτε τις λέξεις: “σαν σκιτσάκι του Μπάρτον που κλαίει θλίψη”.
Ε, ακριβώς αυτό.
Ο Τιμ Μπάρτον είναι ο μεγάλος κι αγαπημένος μου παραμυθάς της οθόνης. Είναι όμως κι ετούτο το βιβλίο. Είναι τα σκίτσα και οι στίχοι του “Μελαγχολικού Θάνατου του Στρειδάκη”. Σκίτσα που φυτρώνουν βελανιδιές κάπου ανάμεσα στο στομάχι μας και την καρδιά κι αφήνουν τις ρίζες τους να τυλίξουν, να σφίξουν όλα τα σωθικά μας. Σκίτσα που τα αγαπάς -πώς αλλιώς;- μα ταυτόχρονα ξέρεις ότι θα κάνουν το κονέ του βουρκώματος με τα μάτια σου. Σκίτσα που κρατάν μαχαίρι όχι για να ξορκίσει γιαγιά το κακό μάτι αλλά για να κόψει σάρκα, να πονέσει. Σκίτσα που φέρουν την εκ γενετής ανασφάλεια στάμπα στο παραμορφωμένο πρόσωπό τους.
Η σκουπιδούλα
Ήξερα μια κοπελίτσα
από μάζα σκουπιδιών.
Ήτανε πολύ βρομιάρα
κι είχε μπόχα οχτώ ασβών.
Ήταν πάντοτε θλιμμένη
και στις μαύρες τις στιγμές,
ίσως επειδή περνούσε
μέρες στις χωματερές.
Τη μόνη όμορφη στιγμή
της τη χάρισε ο Χάρης,
που ήτανε της γειτονιάς
ο ωραίος σκουπιδιάρης.
Την αγάπησε πολύ
και της πήρε δαχτυλίδι,
αλλά εκείνη είχε πέσει
στο σκουπιδοφάγο ήδη.
Οι στίχοι των ποιημάτων του Μελαγχολικού Θανάτου του Στρειδάκη έχουν πει από νωρίς την καλησπέρα τους στη θλίψη. Έχουν γεμίσει τα ποτήρια κονιάκ, έχουν πιάσει Tom Waits από ένα ραδιόφωνο στα βραχέα και μονολογούν για το πόσο μακριά θα είναι η βραδιά. Οι θάνατοι συχνοί, περίσσευμα. Χρησιμοποιούνται ως σουβέρ στον πάγκο του μπαρ. Εκεί. Να τους βλέπεις post-it σε κάθε “γεια μας”. Οι σχέσεις δεν κρατάν, κολλημένες με σάλιο στον τοίχο. Έρωτες, συγγένειες, φιλίες όλα έχουν τέλος. Βασικά, όλα στήνουν την ύπαρξή τους πάνω στα, από νέον, φωταγωγημένα γράμματα της λέξης ΤΕΛΟΣ. “Σ’ αγαπώ”! “Ε, και; Αφού θα πεθάνουμε”!
Ο Κάπτεν Λίγδας
Δεν έχει υπερδύναμη,
ούτε αυτοκινητάρα,
κι είν’ ο πιο αλλόκοτος
απ’ των ηρώων τη φάρα.
Μπροστά στον Μπάτμαν και τον Θορ
φαίνεται σαν αρνάκι,
μα εγώ τον αγαπώ πολύ,
είναι σούπερ παιδάκι.
Πάνω από κτίρια δεν πετά,
τρένα δεν ξεπερνάει,
μα έχει ταλέντο φοβερό,
λεκέδες να αμολάει.
Γι’ αυτή του την ιδιότητα
με μαύρο δάκρυ κλαίει,
και στο καθαριστήριο
έχει τεράστια χρέη.
Διαβάζεις και βάζεις τα χέρια σου να αγγίξουν. Τα γυρνάς και τα κοιτάς. Νομίζεις έχουν πάνω τους αίμα, έχουν κλάματα, έχουν βρόμα. Κείμενα και εικόνες επιτυγχάνουν άκοπα τη διαδραστική ανάγνωση. Πονάς, βαριανασαίνεις, ταυτίζεσαι. Αφού είσαι άσχημος, γιατί έχεις τόσο όμορφο κορίτσι δίπλα σου; Αφού είσαι καταθλιπτικός τι είναι όλα αυτά τα χαμόγελα που σκορπάς; Μονολογείς; Όχι, έχεις από καιρό τρελαθεί. Διαλέγεσαι με το κενό. Και το παιδί σου, αυτό που θα γεννήσεις, ή ρομπότ ή άγκυρα ή μούμια θα σου βγει. Δεν έχεις καλύτερες επιλογές. Γυρνάς τις σελίδες. Αχόρταγα το κάνεις. Είσαι στο πάτωμα. Πιο κάτω θες. Σκάβεις τον τάφο σου. Δε σε νοιάζει όμως. Κι άλλο θες. Κι άλλα σκίτσα. Κι άλλα ποιήματα. Τελειώνει. Το ξανανοίγεις. Το ξαναρουφάς. Ως το μεδούλι του θες να το πιεις. Τέτοιες θλίψεις να ‘χεις κι άλλες. Αυτό είναι ετούτο το βιβλίο: ένα ηθελημένο, ένα επιδιωκόμενο “ξανά” στον πόνο σου. Στην ταύτισή σου με την κακιά μοίρα…