Από τον Νίκο Μόττα
Εδώ και πολλές δεκαετίες, κάθε Σεπτέμβρη, η κωμόπολη του Μελιγαλά Μεσσηνίας γίνεται το επίκεντρο ακροδεξιών, φασιστικών συναθροίσεων στις οποίες τιμούνται τα…ηρωϊκά «θύματα των κομμουνιστοσυμμοριτών». Το ακροδεξιό πολιτικό «πανηγύρι» στο Μελιγαλά κρατάει χρόνια.
Από το 1953, με την ανοχή και στήριξη του αστικού πολιτικού συστήματος, ξεκίνησε στην περιοχή η τέλεση ετήσιων εκδηλώσεων μνήμης. Η Χούντα αναβάθμισε το γεγονός προσθέτοντας επισημότητα στις φασιστοσυνάξεις του Μελιγαλά- το 1967 παραβρέθηκε ο αρχιπραξικοπηματίας Παττακός, ενώ την επόμενη χρονιά ήταν η σειρά του«αντιβασιλέα» Ζωιτάκη. Τα τελευταία χρόνια πρωταγωνιστικό ρόλο στις εκδηλώσεις έχει η ναζιστική-εγκληματική συμμορία της Χρυσής Αυγής που δε χάνει ευκαιρία να τιμά τους πολιτικούς της προγόνους με συνθήματα τύπου «Τιμή στους χίτες και ταγματασφαλίτες».
Παράλληλα με τις φασιστοσυνάξεις του Μελιγαλά ξεδιπλώνεται, εδώ και πολλά χρόνια, μια προσπάθεια διαστρέβλωσης της ιστορικής αλήθειας και των πραγματικών γεγονότων της εποχής εκείνης. Η προσπάθεια αυτή δεν περιορίζεται ασφαλώς μονάχα στον χοντροειδή, λυσσασμένο αντικομμουνισμό του χρυσαυγίτικου εσμού. Βασικό ρόλο στη χυδαία παραποίηση της ιστορίας παίζει η σοβαροφανής αστική ιστοριογραφία του λεγόμενου «νέου κύματος» που εκπροσωπούν καθηγητές όπως οι περίφημοι κ.κ. Μαραντζίδης και Καλύβας.
Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται: α) Να συκοφαντηθούν οι αγώνες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ και ευρύτερα το ΚΚΕ και η ταξική πάλη, β) Να αθωωθεί στην συνείδηση του λαού το αστικό πολιτικό σύστημα και οι επιλογές της εγχώριας πλουτοκρατίας και γ) Να παρουσιαστούν τα Τάγματα Ασφαλείας και οι λοιπές εγκληματικές δωσιλογικές συμμορίες δήθεν ως πατριωτικές οργανώσεις.
Με βάση τα παραπάνω, οι αναθεωρητές της Ιστορίας επιχειρούν να κάνουν το άσπρο-μαύρο αναφορικά με τα γεγονότα του Μελιγαλά. Για να το πετύχουν αυτό δε διστάζουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, να παρουσιάσουν τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας ως… άμυνα και αντίσταση πληθυσμών και οργανώσεων απέναντι στην υποτιθέμενη βία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ!
Σε ένα όργιο παραχάραξης της Ιστορίας γράφει, λόγου χάρη, ο καθ. Στάθης Καλύβας:
«Η εκστρατεία δολοφονίας αμάχων που διεξήγαγε το ΕΑΜ το χειμώνα του 1943-44 δεν περιορίστηκε στην Αργολίδα. Ένα παρόμοιο κύμα δολοφονιών σάρωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο, ενδεχομένως και ολόκληρη τη χώρα» [1]. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πολυσυζητημένος βρετανός ιστορικός Mark Mazower, ο οποίος δικαιολογεί τις θηριωδίες των Γερμανών Ναζί και των ταγματασφαλιτών ως αποτέλεσμα της… ΕΑΜικής βίας! Να τι γράφει: «η Αριστερά με τις συστηματικές δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων της, πυροδότησε τα αντίποινα των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας» [2].
Τα Τάγματα Ασφαλείας, που συγκροτήθηκαν στα τέλη του 1943 από την κατοχική κυβέρνηση του Ι.Ράλλη, ήταν γέννημα της αστικής τάξης και εντάχθηκαν στους αστικούς σχεδιασμούς για την μεταπολεμική εξέλιξη της κατάστασης στη χώρα. Σκοπός τους ήταν να αποτελέσουν την οπισθοφυλακή των Γερμανών όταν αυτοί θα αποχωρούσαν, ώστε να απασχολήσουν και να φθείρουν τον ΕΛΑΣ μέχρι την έλευση των «συμμαχικών» βρετανικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τον ίδιο τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη «ήτο απαραιτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά, δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σκοπών του κομμουνισμού» [3]. Το ρόλο των Ταγμάτων Ασφαλείας ομολογεί και ο αρχηγός της βρετανικής αποστολής ταγματάρχης Κρις Γκουντχάουζ γράφοντας: «Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος».
Το σύνολο του αστικού πολιτικού συστήματος, από τους δωσίλογους Ράλληδες μέχρι τους «αντιστασιακούς» του Καϊρου Γεώργιο Παπανδρέου και Σοφ. Βενιζέλο, υπήρξε συνυπεύθυνο για τα εγκλήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας. Δρώντας στο πλευρό των κατοχικών δυνάμεων, οι ταγματασφαλίτες έπαιρναν μέρος σε μάχες μαζί με τους Ναζί, συμμετείχαν σε μπλόκα (Καλογρέζα, Κοκκινιά κλπ.), βασάνιζαν, κρεμούσαν και εκτελούσαν πατριώτες, έκαιγαν, βίαζαν, λεηλατούσαν. Συμμετείχαν σε απάνθρωπες θηριωδίες όπως αυτές στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Χορτιάτη.
Τα γεγονότα του Μελιγαλά έλαβαν χώρα το Σεπτέμβρη του 1944. Οι γερμανοί είχαν ήδη αποχωρήσει από την Πελοπόννησο. Ωστόσο, οι οδηγίες της λεγόμενης κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» και των Βρετανών προς τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ έως ότου φτάσουν οι πρώτες βρετανικές δυνάμεις. Εντωμεταξύ, λίγους μήνες πριν, ομάδες ταγματασφαλιτών στη Μεσσηνία επιδίδονταν σε όργια βίας και τρομοκρατίας, σκοτώνοντας αντιστασιακούς και λεηλατώντας ολόκληρα χωριά (Εφημ. «Ελεύθερη Μεσσηνία», 21/6/1944).
Μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τον ΕΛΑΣ στις 8/9/1944, ένα τμήμα ταγματασφαλιτών με επικεφαλής τον κατοχικό νομάρχη Μεσσηνίας Δ. Περρωτή κατάφερε να διαφύγει προς το Μελιγαλά. Στο δρόμο προς το Μελιγαλά, οι συνεργάτες των Ναζί δολοφόνησαν 34 άτομα (30 εκ των οποίων ήταν άμαχοι). Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αν και θα μπορούσαν εύκολα, χωρίς καμία προειδοποίηση να κατατροπώσουν τους περίπου 1000 εγκλωβισμένους στο Μελιγαλά ταγματασφαλίτες, ζήτησαν την παράδοση των Ταγμάτων Ασφαλείας ώστε να λήξουν οι συγκρούσεις. Ακολουθώντας τις οδηγίες των βρετανών και της κυβέρνησης του Καϊρου, οι Ταγματασφαλίτες αρνήθηκαν να παραδοθούν. Έπειτα από τριήμερη, σκληρή μάχη στην περιοχή του Μελιγαλά ο ΕΛΑΣ βγήκε θριαμβευτής.
Στα γεγονότα εκείνα αναφέρεται εκτενώς ο Στάθης Κανναβός, γιατρός και έπαρχος διοικητικού προσωπικού της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) την εποχή εκείνη [4]:
«11 Σεπτέμβρη. Στην οχυρωμένη μ’ όλα τα μέσα της πολεμικής τέχνης από τους Γερμανούς κωμόπολη του Μελιγαλά, έχουν συγκεντρωθεί να δώσουν την αποφασιστική δολοφονική τους μάχη, οι πιο αιμασταγείς ταγματαλήτες 2 επαρχιών. Οι βάσεις Βελίκας, Καλαμάτας, Μελιγαλά, Διαβολιτσιού, Δώριου, Κοπανακιού. Αποβραδίς, οι ηρωικοί ΕΛΑΣίτες του 8ου και 9ου Συντάγματος, έχουν δέσει γύρω από το άντρο αυτό της εθνοπροδοσίας ασφυκτικό κλοιό. Εφεδροελασίτες και από τις 3 επαρχίες πλαισιώνουν κι εδώ, στις πρώτες γραμμές, τον ΕΛΑΣ, ενεργούν αναγνωρίσεις, δίνουν πληροφορίες. Και τρεις μέρες και τρεις νύχτες, από το χάραμα της 12 Σεπτέμβρη, ο μικρός κάμπος και τριγύρω τα βουνά κρατούν την ανάσα τους στο ασταμάτητο σάλαγο της φονικής σύρραξης. Για τον ΕΛΑΣ, χάρη στις Καζέρτες και στα Λίβανα, κάθε σφαίρα, είναι ακριβότερη κι από το χρυσό. Είσαι υποχρεωμένος χίλιες να σφυρίζουν στ’ αυτιά σου και ν’ απαντάς με μία. Μονάχα που διαθέτει κανόνι! Είναι μια σκέτη κάννη, ψαρεμένη από το ΕΛΑΝ στ’ απομεινάρια κάποιου ναυαγίου. Για να ψευτοσταθεί στον τόπο της, ύστερα από κάθε βολή, φορτώνεται μ’ έναν αρμακά πέτρες. Μα κι έτσι, πάλι κλοτσοπηδάει και τα φέρνει όλα γύρω της, άνω – κάτω. Και οι άντρες για σιγουριά έχουν δέσει από τη σκανδάλη της ένα καραβόσκοινο, κι αυτό τραβάνε από καμιά δεκαριά μέτρα μακριά κάθε φορά που θέλουν να πυροβολήσουν!
14 Σεπτέμβρη. Μια εγγλέζικη αποστολή έρχεται καταϊδρωμένη και ζητάει να περάσει στις γραμμές της εθνοπροδοσίας. Θα έπειθε λέει, τους αλήτες να σταματήσουν την αιματοχυσία, να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ και να περιμένουν να κριθούν από την Κυβέρνηση. Οταν το παράλλο πρωινό, αιχμάλωτοι πια του ΕΛΑΣ, οι διπλοπουλημένοι αυτοί στους ξένους επιδρομείς “εθνικόφρονες” ρωτήθηκαν γιατί έστω και την τελευταία στιγμή δε δέχτηκαν να σταματήσουν την αιματοχυσία, η απάντησή τους ήταν και πάλι αυτή του αναίσθητου, επαγγελματία προδότη.
– Οι Εγγλέζοι μας πίεσαν να συνεχίσουμε…
Για το Μεσσηνιακό λαό για μια ακόμη τώρα φορά ενισχύονταν οι ανησυχίες του για το αύριο, ενώ οι ταγματαλήτες με τις ευλογίες τώρα γερμανών, εγγλέζων, της κυβέρνησης συνέχιζαν με πιο πολλή λύσσα, και αναισθησία το αιματοκύλισμα του λαού. Ο ΕΛΑΣ έχασε όσα σε καμιά μάχη του με τους Γερμανούς, κάπου 200 διαλεχτά παλικάρια. Οι ταγματαλήτες ως την τελευταία στιγμή, έβγαλαν από το Μπεζεστένι ομήρους τους και τους εκτελούσαν.
15 Σεπτέμβρη. Λίγο μετά το ηλιβάρεμα, οι δολοφόνοι του Μελιγαλά, σηκώνουν από παντού λευκές σημαίες. Πετούν στα φυλάκια τα άτιμα όπλα τους και μπουλούκια – μπουλούκια, τρέχουν να κλειστούν στο Μπεζεστένι. Λίγες στιγμές πριν την παράδοσή τους, στις ανατολικές παρυφές της κωμόπολης είχε φτάσει χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στη μάχη το 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ μαζί με το θρυλικό καπετάνιο του Λαϊκού μας στρατού – τον Αρη Βελουχιώτη. Ο πόνος, η οργή και το αίσθημα της πιο άγριας εκδίκησης των χιλιάδων μαυροφορεμένων από τα γύρω χωριά που πλημμύρισαν την κωμόπολη ήταν ολόκληρο βουνό. Και μ’ όλα αυτά, ο πατριωτισμός και η ανθρωπιά του εθνικολαϊκού μας κινήματος δεν υστέρησε. Από την πρώτη ημέρα με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ διώχτηκαν στα χωριά τους εκατοντάδες ανοργάνωτοι, που περιφέρονταν στην πόλη, λεηλατούσαν και προκαλούσαν ανεύθυνα. Από τις πρώτες στιγμές οι κατά τόπους οργανώσεις ξεκαθάρισαν από το Μπεζεστένι πάνω ίσως κι από χίλιους Γερμανοντυμένους που υποτίθονταν ότι δε βαρύνονταν μ’ εγκλήματα και τους έστειλαν στα σπίτια τους. Από την ίδια ημέρα το Λαϊκό Συμβούλιο Αυτοδιοίκησης συνέρχονταν και με εισήγηση του υποφαινόμενου αποφάσιζε την οργάνωση συσσιτίου για τις οικογένειες των ταγματαλητών!
Και μέσα σ’ ένα τέτοιο αιμοσταγές περιβάλλον το ανθρώπινο πρόσωπο του Λαϊκού μας αγώνα, εύρισκε και πάλι την αντοχή του να εκδηλωθεί.
16 Σεπτέμβρη. Ενα μετά το άλλο τα 3 Συντάγματα του Λαϊκού Στρατού αποσύρονται από το Μελιγαλά και προχωρούν από την απάνω Τριφυλία, την Ιθώμη, την Εύα, τη Βουφράδα, σ’ ένα μέτωπο που πιάνει όλο το μάκρος του Νομού. Ολες οι δυνάμεις θα συγκλίνουν στους Γαργαλιάνους, τη μεγάλη αντάρτισσα πόλη του Μωρηά, με τους 600 αντάρτες της και τους χιλιάδες κυνηγημένους της. Εδώ έχει φωλιάσει ο αρχιδολοφόνος Στούπας και με τις ορδές του συνεχίζει και μετά την αποχώρηση των Γερμανών τις επιδρομές και τη σφαγή στα χωριά της Κάτω Τριφυλίας και της Πυλίας.
Στη σύρραξή του αυτή με τα τελευταία υπολείμματα της εθνοπροδοσίας, ο ΕΛΑΣ πληρώνει και πάλι μ’ ακριβές απώλειες. Οι δολοφόνοι του Στούπα, ηττημένοι, σκορπίζονται στις σταφίδες και στην πορεία τους προς την Πύλο αιματοκύλησαν την περιοχή, σκοτώνοντας άνανδρα, κάθε χωριάτη που δούλευε ανύποπτος στα χτήματά του. Ο αρχιπροδότης Στούπας κλείνεται στο Κάστρο της Πύλου να γλιτώσει. Μα κάποτε αποκάνει από την αντιλαϊκή λύσσα του και αυτοκτονεί.
Ετσι, στις 20 Σεπτέμβρη η Μεσσηνία είναι λεύτερη. Ο ηρωικός καπετάνιος του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα Αρης Βελουχιώτης προχωρεί σ’ όλο το μάκρος, από Πύλο – Μεσσήνη, Αρκαδικά σύνορα, αποχαιρετάει το λαό και με τα 3 Συντάγματα του ΕΛΑΣ τραβάει για το κέντρο του Μωρηά.
Εκεί, στα τέλη του Σεπτέμβρη, έφτανε στην Καλαμάτα και ο αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» κ. Παναγ. Κανελλόπουλος. Από την πρώτη κι όλας στιγμή φάνηκε ότι μοναδική έγνοια και αγωνία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου ήταν το πώς θα περιμαζέψει, θα διατηρήσει οπλισμένους και θα μεταφέρει στην Αθήνα τους ταγματαλήτες, για τη νέα αιματοχυσία που ετοίμαζε με τους Αγγλους πάτρωνές της. Λαϊκές επιτροπές από όλα τα στρώματα ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα στο ξενοδοχείο που στάθμευε ο Αντιπρόσωπος της κυβέρνησης, χωρίς να παίρνουν έστω μια αόριστη απάντηση για τα προβλήματα ζωής ή θανάτου, που τους πίεζαν. Κι ήταν πάλι και τότε η πρωτοβουλία και πίεση των λαϊκών οργανώσεων, που έδινε μια άμεση και σωστική λύση σε πολλά αδιέξοδα. Με την υπογραφή του κ. Κανελλόπουλου του Διοικητ. Αντιπροσώπου Επαρχίας Καλαμάτας και του υποφαινόμενου σαν Διοικητικού αντιπροσώπου της Επαρχίας Μεσσήνης, εκδίδονταν για το Νομό και κυκλοφορούσαν ειδικά χαρτονομίσματα, εγγυημένα από το κράτος που θα δημιουργούνταν. Μ’ αυτά πληρώθηκαν χιλιάδες υπάλληλοι που ένα δυο μήνες έμειναν απλήρωτοι και νηστικοί. Μ’ αυτά άνοιξε και κινήθηκε η αγορά κι ο λαός ένιωσε ξανά ότι μπορεί μόνος του να κουμαντάρει κάθε πλευρά της ζωής του».
ΤΟ ΤΙΜΩΡΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Ο θρίαμβος του ΕΛΑΣ απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών και η απελευθέρωση της περιοχής ξεσήκωσε το λαό της Μεσσηνίας που ζητούσε πλέον εκδίκηση για τα εγκλήματα των Ταγματασφαλιτών. Ομάδες οργισμένων πολιτών, άνθρωποι που είχαν δει τους δικούς τους να βασανίζονται και να εκτελούνται από τους Ναζί και τα Τάγματα Ασφαλείας, πήραν το νόμο στα χέρια τους. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Αρίστος Καμαρινός: «Είχα την ευθύνη της συγκέντρωσης των αιχμαλώτων στο Μπεζεστένι. Το έργο μας ήταν πολύ δύσκολο. Επρεπε να συγκρατήσουμε ομάδες εξοργισμένων πολιτών, οι οποίοι οπλισμένοι με τσεκούρια ορμούσαν να εκδικηθούν για τα θύματά τους. Για να περιφρουρήσουμε τους αιχμαλώτους, βάλαμε ισχυρή φρουρά στο Μπεζεστένι και γράψαμε με μεγάλα γράμματα: “Προσοχή Νάρκες!”» [5].
Αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι σοβαροφανείς ιστορικοί του «νέου κύματος» αλλά και οι πολιτικοί απόγονοι των ταγματασφαλιτών, οι χρυσαυγίτες, τα γεγονότα του Μελιγαλά δεν ήταν ούτε τυφλή πράξη εκδίκησης εκ μέρους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ούτε ασφαλώς δείγμα «κόκκινης τρομοκρατίας». Ήταν μια μάχη με ταξικά χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο του πολέμου, μεταξύ των δυνάμεων της λεύτερης Ελλάδας και των μαντρόσκυλων της αστικής τάξης.
Με δυό λόγια, στο Μελιγαλά, οι φονιάδες, οι βιαστές, οι συνεργάτες των κατακτητών, οι Ταγματασφαλίτες (και Ταγματαλήτες) πληρώθηκαν όπως τους άξιζε. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.
Σημειώσεις:
[1] Mark Mazower, Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, σελ.166, εκδ. Αλεξάνδρεια.
[2] Ό.π., σελ. 171.
[3] Γ. Ράλλης, Ο Ιωάννης Δ.Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου, σελ.59, Αθήναι, 1947.
[4] Το χρονικό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» (τεύχος 21, 1979). Αναδημοσίευση από το “Ριζοσπάστη”, 11 Σεπτέμβρη 2005.
[5] Γρηγ. Κριμπάς, Η Εθνική Αντίσταση στη Μεσσηνία και τους γύρω νομούς, σελ.334.
* υποψ. διδάκτωρ πολιτικών επιστημών και ιστορίας