Του Φώτη Βέργη
Όσο μικρός τον σνόμπαρα, τόσο μεγαλώνοντας, εκεί από τα 30 παρά ως σήμερα, συνειδητοποιώ πως ο Φοίβος Δεληβοριάς γίνεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, αν δεν ήταν πάντα, ο καθρέφτης εκείνων από την γενιά μας που δεν τους έπιανε το μάτι σου. Των λίγο σιωπηλών, των λίγο παράξενων, που πάντα σαν να ήταν στην άκρη του κάδρου, κομμένοι από την φωτογραφία, κι ας ήταν πάντα εκεί, σταθεροί περισσότερο από καθέναν.
Εκείνων των παιδιών των κρυφά ευαίσθητων, των λίγο φλώρων, που γελούσαν μαζί τους τα κορίτσια, κι ας στηρίζονταν πάνω τους στα εύκολα και στα δύσκολα. Των μέτριων στο παρκέ, των αμυντικών στην μπάλα, που όμως πάντα θα έκαναν την ηρωική βουτιά για την ομάδα. Εκείνων που θα σε άφηναν να αντιγράψεις και σκίτσαραν στα μουλωχτά πάνω στο θρανίο.
Ο «Φοίβοτας», όπως τον αποκαλούσε γλυκά οικεία ένας κάποτε φίλος, είναι απλά η φωνή που τραγουδάει τον ψίθυρο και την ντροπαλή ματιά των «καλών παιδιών», πάντοτε κρυφά ερωτευμένων με εκείνη που δεν τους έδινε δεύτερη ματιά. Των παιδιών που αργότερα άκουγαν τους χαζούς μας νταλκάδες των 19, εχέμυθοι μαζί και κάνοντάς τους κείμενο, στίχο, τραγούδι, σκίτσο σε ένα σημειωματάριο και χρώμα σε κάποιον τοίχο , όταν έμεναν μόνοι με την μουσική και τα βιβλία τους.
Είναι και η χρονομηχανή που φανερώνει τις μικρές αδύναμες στιγμές που είχαν διάφοροι ντεμέκ δυνατοί, εικοσάρηδες πια βλέπεις, όταν γυρνούσαν από τα οδοφράγματα.
Είναι και οι γειτονιές μας, που σιγά σιγά ξεφτίζουν.
Είναι μια όψη της γενιάς μας της ίδιας, που μετά από επτά χρόνια κρίσης, που πια είναι η ανώμαλη κανονικότητα της ζωής της ίδιας, και αφού φάγαμε φωτιές και χημικά, κουβαλήσαμε φλάμπουρα, διαλύσαμε φιλίες και ζωές, και σκορπιστήκαμε στις πέντε γωνιές του πλανήτη για το τίποτα, τώρα ψάχνει να χωθεί στην ασφάλεια της παιδικής μας κουβέρτας, και στα φαντάσματα της παλιάς μας γειτονιάς, και των ήχων και των εικόνων που ξεχύνονταν από τις τηλεοράσεις των αρχών του ’80.
Πέρυσι, στα 42 του, έγινε αίφνης και οι επτάχρονοι που υπήρξαμε. Που έβλεπαν ΚΙΤΤ, έριχναν εικοσάρικα στα μπλιμπλίκια, μάτωναν με ένα τενεκεδάκι για μπάλα στην Καλλιθέα, τον Άγιο Φανούρη, τον «Κήπο» και την «Ολυμπιακή» (σε ματς αιωνίων), χάζευαν Γαρδέλη στα εξώφυλλα, διάβαζαν τις περιπέτειες του Σκρουτζ, και μιμούνταν τον Γκάλη με μια πινακίδα της τροχαίας για μπασκέτα. Μέσα στην ανεμελιά και την άγνοια κινδύνου. Έγινε και εκείνοι οι δεκαπεντάρηδες που χωρίζονταν σε Metallica-Maiden και οι δεκαοκτάρηδες πρωτοετείς που δεν έβγαζαν άκρη με κορίτσια που τρελαίνονταν με τον Μόρισεϋ (ή – χειρότερα – την Πασπαλά).
Έγινε όλοι εκείνοι οι πιτσιρικάδες παλιές εκδοχές μας, που τώρα, κυριολεκτικά ή στα θέλω τους, επιστρέφουν στο παιδικό τους δωμάτιο και την παλιά τους γειτονιά, και απορούν που το κρεβάτι πια δεν τους χωράει, που οι τοίχοι τούς φαίνονται χαμηλότεροι, που οι ρωγμές στο ταβάνι σαν να μεγάλωσαν. Που η μυρωδιά σαν να είναι μούχλας και αργής σήψης και όχι Τζόνσον-όχι-πια-δάκρυα και φρεσκοπλυμένων της μαμάς που μόλις σε έχει ξεπλύνει από την βρώμα όλων των δρόμων της πόλης που είχες μαζέψει πάνω σου και έχει αφήσει να λάμπει στο πρόσωπό σου μόνο η ευτυχία που μάζεψες με το τίποτα.
Γυρίζουμε στο παιδικό μας δωμάτιο. Αλλά αυτό έχει φύγει, κι ας είναι εκεί το κέλυφός του. Κι ενώ τώρα θα έπρεπε τα παιδικά δωμάτια να τα χαίρονται άλλοι επτάχρονοι, που δεν θα μας φώναζαν με το όνομά μας, αλλά με τον καλύτερο των τίτλων μας – για να μας αμφισβητήσουν σε λίγα χρόνια ακόμα, όπως κι εμείς αμφισβητήσαμε τους προκατόχους μας, πριν τους υποκαταστήσουμε.
Γυρνάμε σπίτι μας. Και είμαστε ξένοι. Και βουτάμε στα σεντούκια με τις αναμνήσεις, λες και δεν θα μας επιτραπεί να χτίσουμε καινούριες.
«Πες μου το μέρος αυτό υπήρξε ή εγώ το φαντάστηκα; Πες μου αν το σπίτι αυτό ήταν πάντα χαμηλό και στενάχωρο», ρωτούσε τέτοιο καιρό πέρσι από την «Καλλιθέα» του, τον χειμώνα του συλλογικού μας μουδιάσματος, μετά το καλοκαίρι των δημοψηφισμάτων και των προσφύγων που έβγαιναν με δάκρυα στις κάποτε ανέμελες ακτές. Σαν ξυπνώντας ένα σκοτεινό πρωινό στο παιδικό του δωμάτιο από ένα παράξενο όνειρο, όπου ήταν, λέει, πια «σοβαρός» και «μεγάλος» και δεν θα έβγαινε με το πρώτο φως για παιχνίδι.
«Θυμάσαι ρε τότε…;»
Ναι, θυμάμαι. Τώρα να δούμε τι κάνουμε, για να έχουν να θυμούνται και οι μετά από μας.
Γιατί δεν είμαστε απλά Φοίβοτες, κι ας είμαστε και αυτό.
Ούτε καν ο Φοίβος δεν είναι μόνο Φοίβος. Το ξέρει. Κι ας περίμενε ξανά, μετά από 30 χρόνια, «να κατεβούμε να παίξουμε». Αυτή την φορά δεν θα χρειαζόταν καν, όταν μας χτυπούσαν το θυροτηλέφωνο, να απαντήσει η μαμά μας για λογαριασμό μας. Αλλά δεν έμελλε να απαντήσουμε ποτέ, μαζωμένοι στο καβούκι μας, κάτω από την κουβέρτα.
Και έτσι, μετά τον χειμώνα του μουδιάσματος, ξανάπιασε το νήμα των παλιών ημερών της γειτονιάς, και, εκεί που είχε φανεί πως είχε κοπεί και έπιανε σκόνη, μαζί με τα άλλα παιχνίδια σε ένα πολυκαιρισμένο καλάθι στο πατάρι του πατρικού μας, του φέρθηκε σαν «μεγάλος», που όμως πάντα κουβαλάει το παιδί μέσα του. Το φρόντισε, το καθάρισε και το έδεσε στο σημερινό του κουβάρι. Και αποφάσισε να χαμογελάσει κατάμουτρα στο μούδιασμα. Να βγει από το σπίτι, να πάει στο πανηγύρι, να ξαναβρει τους φίλους και την γειτονιά του τώρα, και όχι να αναπολήσει την ασφάλεια του κάποτε. Και να την κάνει να μοιάσει σε εκείνες τις στιγμές του κάποτε που αγάπησαν παλιά οι γείτονες, χωρίς να τις μαϊμουδίσει. Να την σηκώσει από τον καναπέ της διεστραμμένα και πλασματικά ακίνητης καθημερινότητας και να την βγάλει έξω για παιχνίδι.
Και έτσι, ενέσκηψε ημίν ο «Διπλοπαντρεμένος», το Κυριακάτικο μεσημεριανό γλέντι με τους ΓΙΑΝ-ΒΑΝ στο Hotel Ερμού, που θα στήνεται όλες τις Κυριακές του Φλεβάρη. Ναι, μεσημεριανό. Όπως τα «κέντρα» που θυμούνται να τους πηγαίνουν πιτσιρικάδες οι μπαμπάδες μας. Κυριακή, ημέρα αργίας, με μαγαζιά κλειστά, εκείνους, τους πιο πολιτισμένους καιρούς, όχι το ίδιο φιλικούς στην «ανάπτυξη» των αλυσίδων και των χαρούμενων καταναλωτών που αδιαφορούν για όσους τραβάνε κουπί στην γαλέρα. Ημέρα για να ξεκουράζονται και να βολτάρουν και να απολαμβάνουν και εκείνοι που όλη την βδομάδα δούλευαν νυχθημερόν, και μάζευαν για ένα κρασί και λίγο ήλιο με τους φίλους την Κυριακή.
Κυριακάτικα, λοιπόν. Και καταμεσήμερο. Για να βγούμε ξανά με τα παιδιά στην αλάνα να παίξουμε. Κι ας είμαστε «μεγάλοι», κι ας κάνει έξω ακόμα συννεφιά.
Κομμάτι μας οι ουλές μας και τα γδαρσίματα. Αλλά δεν θα μας κρατήσουν μέσα.
Δεν μας νίκησαν ακόμα.
Θα έρθεις να παίξουμε;
*Οι φωτογραφίες είναι της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη αποκλειστικά για το Νόστιμον ήμαρ
(Ο Διπλοπαντρεμένος του Φοίβου Δεληβοριά και των ΓΙΑΝ-ΒΑΝ, από αυτή την Κυριακή 5/2 και όλες τις Κυριακές του Φλεβάρη στο Hotel Ερμού, Ερμού 152 – Γκάζι / τηλ: 2103463003.
Για αρχή, στην Αθήνα και μόνο, γιατί ως γνωστόν η Θεσσαλονίκη αδικείται μόνιμα από την πρωτεύουσα και πρέπει να ανοίξει τελωνείο). ΥΓ: επί προσωπικού (full disclosure, που λένε): Ένα περίεργο πράγμα με τον Δεληβοριά και το timing του, πάντως, στο soundtrack της σουρέαλ ταινίας μου.
Στα δεκαοκτώ μου, στην πυλωτή της Νομαρχίας στην Καβάλα, με τον Δεληβοριά εικοσιπεντάχρονο να παίζει πάνω σε στοιβαγμένα κασόνια (!) σε ένα κοινό σαράντα ανθρώπων, να προσπαθώ να τραγουδήσω τσάτρα-πάτρα τους στίχους μαζί με την πρώτη «Εκείνη» – σε εποχές που ήμουν φανατικά και αποκλειστικά του «ξένου» (αγνοώντας πως και το παιδί πάνω στα κασόνια, του ξένου ήταν κατά βάθος).
Το Waitsικό «Χάλια» έγινε το τελευταίο αληθινό φιλί ενός ερωτευμένου στο παράλληλο σύμπαν του παραλίγο και ο ύμνος της τελετής λήξης μιας ολόκληρης ζωής και περιόδου, ίσια ως την προσγείωση σε έναν κόσμο που δεν έλεγε «καλημέρα».
Η «Κική κάθε βράδυ» θα ξέρει πάντα ότι όπου κι αν ζω, μένω στην Κάτω Τούμπα και αγαπάω μια Κική, γιατί η ζωή μόνο έτσι είναι ωραία.
Ο «Φώτης» είναι αυτά που θα ήθελα να πω, αλλά δεν μπορώ γιατί είμαστε και άντρες και έχουμε και μια βιτρίνα, κύριε.
Εσαεί παλεύω να πείσω μια «Τριτοδεσμίτισσα» να μην γράψει άλλη έκθεση (αγάπη μου), αλλά δυο λέξεις μόνο.
Και «Ο Ξένος» είναι αυτό που έφτασα να είμαι σήμερα. Είτε στο Μάνστεστερ είτε στη Σαλονίκη.
Και νιώθει μια ξαφνική ανάγκη να ξαναπιάσει παλιούς φίλους, που τους είχε ξεχάσει και δεν τους χτυπούσε τα θυροτηλέφωνα, ώσπου τους ξαναβρήκε απ’ την αρχή, και να τραγουδήσει μαζί τους μια Κυριακή μεσημέρι σε κάποιο πανηγύρι.
Γιατί δεν μας νίκησαν ακόμα.
Φώτης Βέργης, για το Νόστιμον ήμαρ