Της Βασιλικής Μαμαλούκου
«Και όντως, αν με ρωτήσει κάποιος κάτοικος της Άπω Ανατολής τί ακριβώς είναι η Ευρώπη, θα του απαντούσα: είναι το μέρος εκείνο του κόσμου, το οποίο κυριαρχείται από την ανήκουστη και απίστευτη αυταπάτη, ότι η γέννηση του ανθρώπου είναι η απόλυτη αρχή του κι ότι ο άνθρωπος έχει προκύψει απ ‘ το τίποτα.» Άρθουρ Σοπενχάουερ
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, αν δεν ήταν σκηνοθέτης, θα ήταν φιλόσοφος με μια λεπτή απόχρωση ειρωνίας και απαράμιλλου χιούμορ,από εκείνους που δε θα ταίριαζε με την εποχή που γεννήθηκε, έχοντας εκλεκτική συγγένεια με τον αγαπημένο του φιλόσοφο,τον Σοπενάουερ. «Ο Σοπενάουερ! Το βιβλίο που έχω στο προσκεφάλι μου είναι η Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως. Μ’ έχει επηρεάσει όσο λίγα».
Η ψευδαίσθηση της ανθρώπινης βούλησης ήταν σε κάθε ταινία του όρος απαράβατος για τη σύνθεση των χαρακτήρων του και των ιστοριών τους.
«Επιθυμώ να κάνω ταινίες με το τίποτα, για το τίποτα» Ο Παναγιωτόπουλος παραδεχόταν πως διαρκώς υπονόμευε τον εαυτό του…ήταν και αυτό ένας τρόπος να ξεγελάει τον χρόνο. «Κάνοντας μια ταινία ο χρόνος διαστέλλεται.Όταν κάθεσαι χωρίς να κάνεις τίποτα ο χρόνος περνά με αστραπιαία ταχύτητα».
Πολυγραφότατος εκτός από πολύ παραγωγικός σκηνοθέτης το τελευταίο του βιβλίο είχε και αυτό την λέξη που τον καταδίωκε μέσα του το “Τίποτα” όντας μια σπουδή στη φθορά – για το δίπολο Ζωή-Θάνατος, σα να ήξερε, σα να ένιωθε πως πλησίαζε η εγκατάλειψη του σώματος του, όχι όμως και του πνεύματος του καθώς αυτό θα ζει για πάντα μέσα από τις εικόνες και τις λέξεις που μας κληροδότησε …άθελά του..είμαι σίγουρη πως θα μας περιγελά από ψηλά και δεν θα τον νοιάζει η υστεροφημία του…Στην παρουσίαση του βιβλίου του είχε δηλώσει ο ίδιος παραδίδοντας τη διαθήκη του:
Να φιλοσοφούμε σαν να μην υπάρχει φιλοσοφία.
Να γράφουμε βιβλία σαν να μην υπάρχει λογοτεχνία.
Να κάνουμε ταινίες σαν να μην υπάρχει κινηματογράφος.
Ανήσυχος και παραγωγικός μέχρι την τελευταία του πνοή, με πιστή συνεργάτιδα, σύντροφο και σύμμαχο στον καθημερινό πόλεμο για δημιουργία, τη Μαριάννα, μια διακριτική φιγούρα στο πλάι του, που επιβεβαιώνει πως πίσω από κάθε σπουδαίο άντρα υπάρχει μια πολύ υποστηρικτική, δυνατή γυναίκα.
Με μια υψηλόφρονα -αριστοκρατική αλλά καθόλου σνομπ(όποιος τον γνώριζε από κοντά το ξέρει) περηφάνια και σουρεάλ περιπαικτική αλλά και περιγελαστική (σα μειδίαμα)διάθεση σκηνοθετούσε τη μια μετά την άλλη ταινία από την πρώτη του “Τα χρώματα της ίριδας” το (1974, βραβείο φωτογραφίας στον Νίκο Καβουκίδη, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου) ως την τελευταία του “Κόρη του Ρέμπραντ” το 2015.Μέχρι τη στιγμή που άφησε την τελευταία του πνοή προετοίμαζε μια ακόμη ταινία. Ήταν όμως με την ταινία “Πεθαίνοντας στην Αθήνα που ανακάλυψε πως το φινάλε που αναζητούσε σε κάθε του ταινία μέσα από τους ήρωες του είναι ο θάνατος. Γι’ αυτό οι χαρακτήρες του εγκλωβίζονταν συχνά σε κύκλους, περιδιαβαίνοντας το φιλμικό σκηνικό και τη ζωή τους με μια υπαρξιακή διάθεση αποδόμησης και τελικά παρεξήγησης (από τους κριτικούς κυρίως) για τον δημιουργό τους.
Ευτυχώς ο Παναγιωτόπουλος είχε -ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά- αντιληφθεί πως “Αρχή γίνεται κάθε στιγμή και το τέλος δε χωράει στην οθόνη που βλέπεις” (Βαριετέ). Υποθέτοντας τι θα ήθελε από εμάς αν μπορούσαμε σήμερα να ανταποδώσουμε το αφοπλιστικό, χαμηλών τόνων αλλά διαπεραστικό σε βάθος βλέμμα του, νομίζω θα ήταν να πάρουμε στα σοβάρα το “Τίποτα” και ταυτόχρονα να μην παίρνουμε στα σοβαρά “Τίποτα”.
To 29o Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (17-27 Νοεμβρίου , T ριανόν, Ααβόρα) πνευματικό “παιδί” του πιο αφοσιωμένου Έλληνα κριτικού κινηματογράφου, Νίνου Φένεκ-Μικελίδη, επιφυλλάσει μια έκπληξη στους φίλους του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ένα αφιέρωμα με 17 ταινίες του ως φόρο τιμής με τίτλο *Νίκος Παναγιωτόπουλος: ο αναρχικός αριστοκράτης της εικόνας.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 19.11.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.