Γιάννης Δημογιάννης
Στο χειμερινό εξάμηνο στο μεταπτυχιακό μου στη Δημιουργική βυθίστηκα με εφηβική, τολμώ να πω, δίψα στο συναρπαστικό κόσμο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του 19ου – 20ου αιώνα. Αφέθηκα δίχως προκαταλήψεις στη δίνη της γνώσης, γνώρισα και μελέτησα άγνωστες πτυχές από τη ζωή και το έργο καταξιωμένων Ελλήνων δημιουργών, ενίοτε αναθεώρησα ακόμη και δικές μου απόψεις σχετικά με την αίγλη και την προσφορά πολλών. Από την άλλη πλευρά, αποκάλυψα το ρόλο κάποιων άλλων, που δυστυχώς, εν πολλοίς αγνοούνται, παρά την αδιαμφισβήτητη προσφορά και δυναμική του έργου τους, τόσο για την ιστορία του τόπου, όσο για την αναζωογόνηση των Ελληνικών γραμμάτων.
Από το πάνθεο όμως των γραμμάτων μας, είναι αλήθεια, ξεχώρισα την ιερή τριάδα του γράμματος Κ, όπως συνήθιζα να την αποκαλώ. Εξακολουθώ, βλέπεις, να εμμένω σε κάποιες “παιδικές” συνήθειες, ακόμη κι αν αυτές αφορούν – όπως εδώ – τη συνωμοσία γύρω από ένα όνομα. Και αναφέρομαι στον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Κώστα Βάρναλη, και τον Κώστα Καρυωτάκη. Αιρετικοί – ο καθένας με το δικό του τρόπο – ρηξικέλευθοι ανανεωτές των γραμμάτων μας, πρωτοποριακοί για την ποιητική τους φωνή, αλλά πρωτίστως για τον τρόπο που φίλτραραν τα κοινωνικά δρώμενα και εν γένει τον ανθρώπινο βίο. Και οι τρεις τους, πάντως, μη αναγνωρισμένοι στην εποχή τους, λόγω των κυρίαρχων στερεότυπων, που τροφοδοτούν, ως γνωστό, την εθνική μας κακοδαιμονία.
Από ετούτη την ιερή τριάδα, υποκλίνομαι σήμερα ταπεινά στην ιερή μνήμη του υπέργηρου Κωστή Βάρναλη, αποτολμώντας να τον αποκαλέσω παππού, μιας και αυτό ταιριάζει στη Δονκιχωτική μου σχέση με τη ζωή και το αιρετικό του έργο. Αν και, προχωρώντας σε μία σαρκαστική μεταφυσική ντρίπλα, αδυνατώ να διαλέξω ποια θέση θα ταίριαζε περισσότερο στο Βάρναλη να κρατήσει για λογαριασμό του: να είναι Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα – καλύτερα Πνεύμα αρνήσεως – ή μήπως τελικά τίποτε από τα δογματικά στερεότυπα, που πολέμησε με φανατισμό… Απλά, πιθανότατα, να μείνει ένα Πνεύμα. Πολύπλευρο, αδούλωτο, αντισυμβατικό και σίγουρα ανατρεπτικό απέναντι στο κατεστημένο και τους πάσης φύσεως υπηρέτες του. Έως και τους πολιτικούς/ κομματικούς εντολοδόχους, γιατί μέχρι και με αυτούς ήρθε σε ρήξη, εφόσον ούτε αυτοί φάνηκαν πρόθυμοι να απαλλαχθούν από τα μυωπικά τους γυαλιά.
Αν βέβαια πρέπει εδώ να ξεχωρίσω και να κρατήσω ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του αντισυμβατικού του πνεύματος, αυτό είναι και το στοιχείο, που αποτέλεσε κατ’ εμέ το πολιτιστικό του αποτύπωμα: το πνεύμα δηλαδή της “Αντιποίησης”. Διότι μονάχα ο Βάρναλης – εκτιμώ, σε τέτοιο βαθμό – προχώρησε σε παρόμοια ανατρεπτική θεώρηση και ερμηνεία των ιερών τεράτων των γραμμάτων μας. Εν ολίγοις, ο Βάρναλης υπήρξε ο μόνος αντισυμβατικός στοχαστής – κριτικός, που αντιπροσώπευσε με τέτοια προσήλωση, την αντίληψη της αποστασιοποίησης, δηλαδή την αντίδραση στα δόγματα, την αμφισβήτηση, και εν τέλει τη σαρκαστική ερμηνεία, η οποία αποκαθηλώνει με πάθος, το αντίπαλο ιερό… τέρας – ποιητή, είτε και άνθρωπο.
Και, αλήθεια, ποιο άλλο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της αντιποιητικής ερμηνείας των ομοτέχνων του θα μπορούσα να επικαλεστώ, όσο το ίδιο, το εμβληματικό, Σολωμικό έργο. Εξάλλου, μία αγαπημένη συνήθεια του πνευματικού μου παππού ήταν η εξής: πρώτα δήλωνε τη συμπάθειά του, πχ προς τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, προκειμένου στη συνέχεια να την υποσκάψει και να την αμφισβητήσει. Πολύ συχνά, μάλιστα, με τρόπο και επιχειρήματα σχεδόν ανελέητα και κυρίως απρόσμενα για τους νωθρούς εγκεφάλους των κριτικών, οι οποίοι συνήθιζαν να θεοποιούν ανερυθρίαστα, ποιητές όπως ο Σολωμός, αποδίδοντάς τους μέχρι και μυστικιστικές ιδιότητες, όπως, καλή ώρα, ο Γιάννης Αποστολίδης.
Γι’ αυτό και η αποκαθήλωση του εθνικού ποιητή δε δίστασε να στραφεί μέχρι και απέναντι σ’ ένα κορυφαίο – άρα αδιαμφισβήτητο, υποτίθεται – έργο της ωριμότητας, και αναφέρομαι στους διαβόητους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”. Γιατί για τον Βάρναλη, οι Πολιορκημένοι, όχι μονάχα δεν μπορεί να είναι ποτέ ελεύθεροι, αλλά απεναντίας αποδεικνύονται a priori Σκλάβοι, γιατί απλούστατα, δύσκολα θα βρεθούν στις ανθρώπινες κοινωνίες κάποιοι, που να είναι ταυτόχρονα και τα δύο: να είναι δηλαδή και Ελεύθεροι, αλλά ταυτόχρονα να είναι και πολιορκημένοι. Ειδάλλως, οι πολιορκημένοι εκ φύσεως είναι Σκλάβοι και αντιστρόφως, οι σκλάβοι είναι νομοτελειακά, πολιορκημένοι. Οπότε, για να μη τρέφουμε αυταπάτες, ας αφήσουμε στην άκρη τις ψευδαισθήσεις περί Ελεύθερων Πολιορκημένων, αν θέλουμε να μην πετάμε με την αφέλεια μίας πεταλούδας.
Συνοψίζοντας, αναφέρω ένα απόσπασμα από τη μνημειώδη μελέτη του Βάρναλη “Σολωμός χωρίς μεταφυσική”, η οποία έδωσε “αιρετικές” απαντήσεις σχετικά με το περιβόητο μυστήριο της αποσπασματικότητας του Σολωμικού έργου (βλ. ανολοκλήρωτα ποιήματα). Εδώ, ο Βάρναλης εισέρχεται δίχως αναστολές, στην Άγια Τράπεζα των Ελληνικών γραμμάτων, αποκαθηλώνοντας τον αναμάρτητο πατέρα του Εθνικού μας βίου:
“Ο Σολωμός, αφότου έκοψε κάθε επαφή ανάμεσα στ’ όνειρο και την πραγματικότητα, και λιγότερο δούλευε και περισσότερο αυτοεπαναμβανότανε. Φαντάζομαι, πως και λιγότερο θα διάβαζε. Αλλά και επειδή ποτές δεν τελείωνε ό,τι άρχιζε (είτε από κόρο του ίδιου του πράγματος, είτε από φυσιολογική ανικανότητα επίμονης συγκέντρωσης είτε από δύσκολα ικανοποιούμενη αψηλή συνείδηση της καλλιτεχνικής τελειότητας ή και για τις τρεις αυτές τις αιτίες μαζί, τα νοήματα, που είχε προορισμένα για ένα ωρισμένο ποίημα, αφού το ποίημα δεν το τελείωνε κ’ ήταν αποφασισμένος να μην το τελειώσει, το μετέφερε σ’ ένα άλλο, για να μη το τελειώσει κι’ αυτό κι’ άρα να μπορεί να τα μεταφέρνει κι’ από τη δεύτερη αυτή περίσταση σε μία τρίτη, τέταρτη κτλ. […]”
Αυτό ήταν λοιπόν το περιβόητο πνεύμα της Αντιποίησης, το οποίο υπηρέτησε πιστά ο γέροντας των γραμμάτων μας και για τούτη την ανυπακοή του έμελλε να μείνει ανεπιθύμητος από το σύστημα, ωσάν την αλογόμυγα που βασάνιζε το Σωκράτη. Γιατί στο τόπο μας, κάπως έτσι στοχοποιούνται και στιγματίζονται όσοι επιλέγουν να μην είναι ευχάριστοι κόλακες του κατεστημένου. Και σίγουρα ο Βάρναλης προτίμησε να πεθάνει μόνος, πάμφτωχος και στιγματισμένος, παρά να γίνει απλά αρεστός. Γι’ αυτό και προτίμησε αντί ενός πινακίου φακής, να παραμείνει ατόφιος και απροσκύνητος. Αλλά σε κάθε περίπτωση, ένας αμετανόητος λάτρης του Δικαίου και πάνω απ’ όλα της γυναίκας.