Από τον Γιάννη Δημογιάννη
«Τις μέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος και εξουσία η Άνοιξη… Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια»
Η μυστική σύναξη των συντρόφων. Μία παλάμη κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο. Η μοιραία πορεία καταμπροστά στον ήλιο, με απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία… Αν αγνοούσαμε τον αποστολέα και την ταυτότητα αυτής της γραφής, αν η μνήμη, σε τούτο δα τον τόπο, δεν ήταν τόσο διχασμένη, και συνάμα τόσο διχαστική, κυρίως σε πολιτικά ζητήματα. Αν, τέλος, η κρίση μας δεν ήταν τόσο αρνητικά προδιατεθειμένη απέναντι στο βίο και τα έργα κάποιων διανοούμενων, (κυρίως, με αστική προέλευση), μπορεί και να εικάζαμε, κάπως ανορθόδοξα, πως το εν λόγω ημερολογιακό κείμενο ανήκει σε κάποιον στρατευμένο λογοτέχνη της Αριστεράς. Ότι αφορά, για παράδειγμα, κάποιο αφηγηματικό απόσπασμα από τον Επιτάφιο του Γ. Ρίτσου, που ενδεχομένως να σχετίζεται με τη ματωμένη εκείνη πορεία των απεργών καπνεργατών, (Μάης του 1936), πορεία που κατέληξε και αυτή σε ανάλογη σφαγή ∙ ένας τραγικός επίλογος, που μετά τη δημόσια εκτέλεση των απεργών, γέννησε και έθρεψε το σπαρακτικό μοιρολόι μιας μάνας. Μοιρολόι ανθρώπινο, που νιώθεις ευθέως να έρχεται σε αντίστιξη, μ’ έναν ακόμη Επιτάφιο θρήνο:
«Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;» (Γ. Ρίτσος, «Επιτάφιος»)
Κι, όμως, το αφηγηματικό απόσπασμα του προλόγου, όπως γνωρίζουμε, είναι παράθεμα από «Τη μεγάλη έξοδο» (σελ. 45, Άξιον Εστί), και γράφτηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος σαν σήμερα (18 Οκτώβρη 1979) βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία. Η Σουηδική ακαδημία, βέβαια, δύσκολα θα μπορούσε να γνωρίζει το αρνητικό παρασκήνιο, καθώς και την πολιτική προϊστορία αυτού του εμβληματικού έργου. Ποια ήταν, με άλλα λόγια, η ενδόμυχη πρόθεση του ποιητή, και ποιες επακριβώς γενεσιουργές συνθήκες τον καθόρισαν αρνητικά. Γιατί επέλεξε σαν κεντρικό θέμα του μακροσκελούς ποιήματος, το Αλβανικό Έπος και μετέπειτα την εθνική αντίσταση; Και πρωτίστως ποιο ήταν το Ενωτικό μήνυμα, που ήθελε σαν ποιητής να ενσαρκώσει με το έργο, μετά από μία μακρά περίοδο πολιτικού διχασμού, ανάμεσα σε Δεξιούς και Αριστερούς.
Από την άλλη πλευρά, πολύ φοβάμαι πως και όλοι εμείς οι ομοεθνείς – εννοώ τους ομοτράπεζους αδελφούς, που μοιραζόμαστε κοινό ουρανό και παράδοση – αγνοούμε εξίσου τα ντοκουμέντα εκείνης της καθημαγμένης, μεταπολεμικής εποχής, που αναπότρεπτα αγγίζουν, εν προκειμένω, τη γέννηση και την ταυτότητα του Άξιον Εστί. Ότι, δηλαδή, ο ίδιος ο Ελύτης, προτού γράψει το ποίημα, είχε βυθιστεί ηθελημένα στη σιωπή, όπου και παρέμεινε περίπου για μία ολόκληρη δεκαετία! Και ότι η αφορμή αυτής της ενσυνείδητης πολυετούς παύσης ήταν, όχι κάποιος ανυπέρβλητος προσωπικός λόγος, αλλά επειδή ο ποιητής του Αρχιπελάγους λοιδορήθηκε και απαξιώθηκε από τους «ομοτράπεζους» του, με το χλευαστικό – θα έλεγα, σχεδόν ατιμωτικό – «στίγμα» του οπαδού, που ύμνησε, δήθεν, τη Μεταξική δικτατορία!… Σε κάθε περίπτωση, πάντως, 12 χρόνια ποιητικής αφωνίας, σαν διαμαρτυρία για έναν άδικο και συκοφαντικό χαρακτηρισμό, δεν τα λες και λίγα. Για να προχωρήσω στο παρασκήνιο αυτής της απαξίωσης.
Τα επιχειρήματα που υπέθαλπαν τη μομφή, παρέπεμπαν κατά βάθος στην εμμονή του Ελύτη να αποθεώνει, ιδίως σε καιρούς χαλεπούς για το λαό και τον τόπο, την Αιθρία του Ελληνικού Φωτός (βλ. ευγονικά ιδεώδη των εκάστοτε φασιστικών μορφωμάτων). Κατά μίαν άλλη έννοια, η προσέγγισή του υπερρεαλιστή, τότε, ποιητή φάνταζε σε πολλούς σύγχρονους του, αφενός ως παράταιρη, αφετέρου, ως ανεπίτρεπτα ελιτίστικη (καλλιτεχνικά), αλλά και μη ορθή ή αποδεκτή (πολιτικά). Εν κατακλείδι, η στάση του ποιητή θεωρητικά φανέρωνε έναν δημιουργό, ολοκληρωτικά αφοσιωμένο σε μία ναρκισσιστική αυτοκατάφαση, και παντελώς αποκομμένο «στην κοσμάρα του», για να επικαλεστώ μία εύγλωττη φράση του συρμού.
Σύμφωνα, δε, με το σκεπτικό των κατακριτών του, ο ποιητής φυσιολογικά θα όφειλε να είχε στρατευτεί στο πλευρό και τον αγώνα του λαού του για πολιτική δικαιοσύνη, αλλά εντούτοις αυτός «τρυγούσε» αδιάφορος τις εμπνεύσεις του, είτε από το απέραντο Λευκό του Αιγαίου, είτε από τ’ αμπέλια του καλοκαιριού… Και όντως, ο χαρακτηρισμός αυτής της προκλητικής αδιαφορίας θα ταίριαζε σε πολλούς συγκαιρινούς του Ελύτη, αλλά επ’ ουδενί στον ίδιο. Δε θα άρμοζε, εξάλλου, πουθενά, ούτε στη βιοθεωρία, ούτε και στη συγκρότησή του, καλλιτεχνική και πνευματική.
Όλως περιέργως, τα πράγματα μπήκαν για πρώτη φορά στη θέση τους, χάρη στην διεισδυτική ερμηνευτική προσέγγιση ενός Αριστερού διανοούμενου, που προφανώς ανάπνεε δίχως παρωπίδες… Το χρονικό της αποκάλυψης γράφτηκε ως εξής.
Όταν, μετά από πολυετή καταβύθιση στη σιωπή (1946 – 1958), ο Οδυσσέας Ελύτης δημοσιεύει αποσπάσματα από το « Άξιον Εστί», στην « Επιθεώρηση Τέχνης» (βλ. επίσημο καλλιτεχνικό έντυπο της Αριστεράς!!!), η εγχώρια κριτική παρέμεινε μπροστά στην επάνοδο του ποιητή, ανήμπορη να αποτιμήσει το μέγεθος του πρωτόγνωρου «καταιγισμού». Σε αντιδιαστολή, όμως, με την αμηχανία πολλών διανοουμένων της εποχής να εντάξουν και να ταυτολογήσουν το έργο, ο Πάνος Θασίτης (ένας ομολογουμένως χαρισματικός Αριστερός κριτικός), υπογράφει ως Βασίλης Νησιώτης την πρώτη ευρεία κριτική προσέγγιση πάνω στο έργο, και την δημοσιεύει στο τεύχος Ιανουαρίου – Απριλίου 1961, στο περιοδικό «Κριτική» (περιοδικό με ανανεωτική προβληματική και αντισυμβατική προσέγγιση, το οποίο εξέδιδε στη Θεσσαλονίκη ο εξίσου αιρετικός, για την επίσημη γραμμή του ΚΚΕ, αριστερός Μανόλης Αναγνωστάκης).
Ερμηνεύοντας, λοιπόν, αυτόν τον «εκτυφλωτικό καταρράκτη», ο Πάνος Θασίτης – αν και όφειλε σαν στρατευμένος αριστερός να έχει υιοθετήσει μία σκεπτικιστική ερμηνεία απέναντι στο έργο ενός αστού ποιητή (Ο. Ελύτης) – εντούτοις, επισημαίνει με λόγο ρηξικέλευθο, τα στεγανά της εποχής του:
«Όσο είναι βέβαιο πως υπάρχουν οι προϋποθέσεις της πραγματικότητας για μια ποίηση που αντανακλά το πνεύμα της υποχώρησης ή της απώλειας μέσα στο αδιέξοδο, άλλο τόσο είναι βέβαιο πως μέσα στην ίδια πραγματικότητα, σε άλλα επίπεδά της, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια ποίηση, που εν γνώσει τού σπαραγμού και των αντιθέσεων της εποχής μας, δε χάνεται μέσα τους, αλλά οικοδομεί και την άρση τους ή υποδεικνύει μιαν διέξοδο».
Σε ένα σημείο, μάλιστα, ο Θασίτης επισημαίνει και διερμηνεύει την «εμμονή» του Οδ. Ελύτη να περιφρουρεί σε καχύποπτους καιρούς, την παρακαταθήκη του Ελληνικού Φωτός, παραβλέποντας έτσι τον κίνδυνο να προσκρούσει σε «νέους Αλεξανδρείς», που θα τον χλευάσουν ως «αναίσθητο» και γραφικό αιθεροβάμονα:
«Ανταποκρίθηκε στην πρόκληση των καιρών με μία σπάταλη και αρχοντική προσφορά τού καλού, γιατί το κακό ποτέ δεν τον διάβρωσε. Σε τελευταία ανάλυση, είναι ένας ανέπαφος χορηγός ελπίδας άλλου καιρού και όχι ένας συμπάσχων και κατακερματισμένος μέτοχος του καιρού μας».
Αν, τώρα, παρεμπιπτόντως η παραπάνω αλληλουχία των συμφραζόμενων του Άξιον Εστί δεν κρίνεται επαρκής, σε ό,τι αφορά τη διαστρέβλωση και την παρερμήνευση του Ελύτη, επικαλούμαι και μία πρόσθετη «απόδειξη» της ελευθεριάζουσας πολιτικής αντίληψης του ποιητή. Τότε που στον τόπο η Δημοκρατία ενταφιάστηκε σε Συμπληγάδες.
Στο μακρινό απόηχο αυτής της μεταπολεμικής εποχής, ο Οδυσσέας Ελύτης τυπώνει «Το Μονόγραμμα» στις Βρυξέλλες (1971). Τον αμέσως επόμενο χρόνο (1972), αρνείται να δεχθεί βραβείο που έχει θεσπίσει το δικτατορικό καθεστώς, αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ιδεολογική του αποστροφή προς τη χούντα των Συνταγματαρχών. Σαν ποιητής, επομένως, που συνδέθηκε με την ελληνική γλώσσα τόσο άρρηκτα, ώστε ακόμη και το ελάχιστο λεκτικό ή γραμματικό της στοιχείο να μεταμορφώνεται σε έμψυχη ή και υπερβατική – εξωλογική οντότητα (βλ. «Ο Μικρός Ναυτίλος»), ο Οδ. Ελύτης επιλέγει εν μέσω της επτάχρονης δικτατορίας ν’ απαντήσει στο ζόφο της εξουσίας, με μια συγκλονιστική μαρτυρία αγάπης:
« Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει – ακούς;
Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει – ακούς;…»
(« Το Μονόγραμμα»)
Σε τελική ανάλυση, η Ποιητική του Ελύτη δε θα μπορούσε να ομογενοποιηθεί μαζί με την αντίληψη πολλών συγχρόνων ομοτέχνων του, αφού καθείς καταλαμβάνει το πόστο του. Και αυτό, γιατί, παραμένοντας ο ίδιος αμετακίνητα προσηλωμένος στην Προμηθεϊκή δύναμη της «διαφάνειας» των αισθήσεων και των αισθημάτων, οι λέξεις του εμβαπτίζονται στα νάματα της φύσης και του έρωτα, και μετουσιώνονται σε ένσαρκες και συνάμα «αειπάρθενες οντότητες», που προτάσσουν την άφθαρτη, θαρρείς, ευγένειά τους, ενάντια στις «μυλόπετρες» του χρόνου και των κοινωνικών συμβάσεων. Γιατί, για τον Ελύτη, αυτή η διαφάνεια, όσο και να ηχεί παράδοξο σε πολλούς, δεν παύει να συνιστά μόνη της, μία αιρετική πολιτική πρόταση:
«Ο ποιητικός λόγος… εγκαθιστά μία νέα βάση πιο γερή για τον πολιτισμό, τη βάση εκείνη της αθωότητας, της απαλλαγής από τις ενοχές και τις προλήψεις, της απόρριψης κάθε δοτής εξουσίας. Μέσα από την οργανική δύναμη της ζωής, του ονείρου και του παιγνιδιού – γιατί ο έρωτας είναι και τα τρία – αυξαίνει τις πιθανότητες πραγματοποίησης των μυριάδων δυνατοτήτων που «φρικιούν» γύρω μας…» (Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
Το θέμα είναι πως ποιητές του διαμετρήματος του Νομπελίστα Οδ. Ελύτη αδυνατούν να προσπερνούν αστόχαστα τη λάσπη που κάποιοι τούς φιλοδωρούν αφειδώς, αποκλειστικά και μόνον όταν τυχαίνει να τιμηθούν μ’ ένα θορυβώδες Νόμπελ! Γι’ αυτό και, κατά τη ταπεινή μου γνώμη, ο ποιητής επανήλθε σε τούτη την προσωπική πληγή, προκειμένου ν’ αποτυπώσει μετέπειτα, στο αποφθεγματικό έργο «Ο Μικρός Ναυτίλος», την περίσκεψή του απέναντι στον Ελληνοθρεμμένο κανιβαλισμό:
«Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να ’ναι: το σάκο μου
Τον ταξιδιωτικό στον ώμο ∙ στην τσέπη μου έναν οδηγό ∙
Τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα
Και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι.
Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα…»
(«Μικρός Ναυτίλος», Είσοδος)