του Νικήτα Φεσσά
Είναι η καινούργια ταινία του σκηνοθέτη του La La Land, Damien Chazelle, που αφηγείται την ιστορία του Νιλ Άρμστρονγκ, του πρώτου ανθρώπου που πάτησε στη Σελήνη, ‘ένα μεγάλο βήμα για’ το σινεμά;
Όχι ακριβώς, αλλά με την καλή έννοια. Η ταινία ανακαλύπτει το μνημειώδες σε αναπάντεχα σημεία, και επικεντρώνει στα ανθρώπινα — απέχοντας παρασάγγας σε αφηγηματικό και σκηνοθετικό/κινηματογραφικό στυλ από προκατόχους της όπως το The Right Stuff, το Apollo 13, το ‘κλινικό’ του Kubrick στην Οδύσσεια του Διαστήματος, τη μεγαλομανή πομφόλυγα του Interstellar, ή την τεχνική επίδειξη του Gravity.
Η ταινία του Chazelle (προσ)δένει από το πρώτο δευτερόλεπτο τ@ν θεατή στην αγχωτική, φρενήρη και άλλοτε επώδυνα αργόσυρτη, κλειστοφοβική (μέσα από στριμωγμένα πιλοτήρια που επισκευάζονται μέχρι την τελευταία στιγμή, και από ιδρωμένες κάσκες), μελαγχολική, υπαρξιακή, και πάντα ανθρώπινη με όλες τις έννοιες, καλές και κακές, εμπειρία και οπτική του κεντρικού χαρακτήρα — το ιστορικό πρόσωπο του αστροναύτη Νιλ Άρμστρονγκ (στον ρόλο ο πάντα αξιόπιστος ημι-art house ‘leading man’ Ryan Gosling) — και αφηγείται αυστηρά από αυτήν τη σκοπιά την από τη φύση της επική ιστορία της πρώτης επανδρωμένης αποστολής που πάτησε στη Σελήνη, μισό αιώνα πριν.
Μέσα από το ανθρώπινο, ο σκηνοθέτης μας δίνει το υπεράνθρωπο, ή και το εξωφρενικό του όλου εγχειρήματος, επικεντρώνοντας στην προσωπική τραγωδία του Άρμστρονγκ, του οποίου η κόρη στην αρχή της ταινίας πεθαίνει από καρκίνο. Αρκετός χρόνος αφιερώνεται στις οικογενειακές τριβές στο σπίτι του Άρμστρονγκ, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Εκεί, ο εμμονικός (κυρίαρχη θεματική στο έργο του Chazelle – βλέπε: Whiplash και La La Land), κλειστός και απόμακρος (σε αντίθεση με τον διάσημο συνάδελφό του Buzz Aldrin, που απολαμβάνει κάθε ευκαιρία προβολής) κεντρικός χαρακτήρας, ένας χαμηλών τόνων πλην ευφυής μηχανικός-σε-ρόλο-πιλότου στον οποίο εν πολλοίς ‘έλαχε’ να αναλάβει τον ρόλο του ήρωα εκπροσωπώντας (σχεδόν — βλ. Σοβιετική Ένωση) ολόκληρη την ανθρωπότητα, είναι αφοσιωμένος σε έναν και μόνο σκοπό, κάτι που οδηγεί στα όρια της νευρικής κατάρρευσης τη γυναίκα του (καλή η Claire Foy του The Crown), και απειλεί να αποξενώσει τους δυο του γιους.
Παραδόξως όμως είναι αυτή η στενή οπτική στην οποία ο σκηνοθέτης μένει (κι αυτός σε εμμονικό βαθμό) προσηλωμένος σε όλη τη διάρκεια της ταινίας που κάνει το γνωστό και καταγεγραμμένο στο συλλογικό ασυνείδητο τέλος της ιστορίας που απεικονίζει να προκαλεί απρόσμενο δέος, ακόμη και χωρίς εμβατήρια — για την ακρίβεια γενικώς με ελάχιστη μουσική στο soundtrack —, να έχει ένα σουρεαλιστικό εφέ, και να αποκτά μια ιδιαίτερη ποιητικότητα.
Ρεαλιστικό, αισθητικά αφαιρετικό, ενίοτε ονειρικό, τεχνικά αψεγάδιαστο, με μια αξιοθαύμαστη για το νεαρό της ηλικίας του σκηνοθέτη σιγουριά, ‘γειωμένες’ ερμηνείες από όλο το καστ, το First Man προσφέρει μια συχνά αναπάντεχη οπτική σε ένα υπερκαλυμμένο από τα μίντια θέμα, που όμως διατηρεί ακόμα έναν μυστικισμό και μια αύρα (που έχουν εκμεταλλευτεί συνωμοσιολόγοι ισχυριζόμενοι ότι το συγκεκριμένο γεγονός δεν συνέβη ποτέ και ότι την προσσελήνωση και τα διάσημα λεπτά που ακολούθησαν σκηνοθέτησε μέσα σε ένα στούντιο… ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ). Η ταινία του Chazelle έχει και κάτι το Spielbergικό — δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκουμε το όνομα του τελευταίου ανάμεσα στους εκτελεστές παραγωγούς, ενώ το σενάριο είναι του Josh Singer του Spotlight, o οποίος συνεργάστηκε με τον Spielberg στο The Post.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος, ο Chazelle αποφεύγει εδώ σε μεγάλο βαθμό μια κούφια μεταμοντέρνα νοσταλγική τάση (για την οποία επικρίθηκε, μεταξύ άλλων, η προηγούμενη ταινία του), κι αφήνει με το δικό του τρόπο να εννοηθούν και οι πολιτικές και κοινωνικές τριβές (θα έπρεπε να ξοδεύονται τόσα χρήματα για διαστημικά ταξίδια τη στιγμή που τόσοι άνθρωποι έχουν ανάγκη στη Γη;) που συνιστούν το φόντο της ιστορίας κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του ’60. Όσοι ψέξουν τον σκηνοθέτη για ανιστορικότητα εδώ, χάνουν την ουσία, εφόσον είναι προφανές ότι εξαρχής επιλέγει να επικεντρώσει στην πολύ προσωπική ιστορία ενός (έστω, όπως αναπαρίσταται, ‘ξεχωριστού’) ανθρώπου, αδιαφορώντας σε ένα βαθμό για το μεγαλύτερο καμβά.
«Να το δούμε λοιπόν;»
Οπωσδήποτε.
Ό,τι κοντινότερο στο να βιώσει κανείς την εμπειρία του πώς είναι να χοροπηδάς στο Φεγγάρι.
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία