Του Γιάννη Δημογιάννη
«Να θέλεις, να θέλεις και να μην ξέρεις τι θέλεις, κι οι μεγάλοι να λένε “μη αυτό, μη εκείνο”… και να περνάνε τα βαπόρια μακριά δίχως ν’ αράζουν στο νησί μας αφήνοντας μία τούφα λυπημένο πέρα στο λιόγερμα σαν τον καπνό της Ιθάκης… τη στιγμή που εσύ όλα τα θέλεις να τα πιάνεις με τα δάχτυλά σου, να τα μετράς στα δέκα δάχτυλά σου κι αυτό το 10 να ’ναι το Άριστα με κόκκινο μελάνι όχι στα δικά σου τετράδια» («Εικονοστάσι των ανώνυμων Αγίων», 4ος κύκλος, “Ίσως να’ ναι και έτσι”, από το πεζογράφημα «Παιδικά χρόνια»).
Στη στερνή στροφή του χρόνου, οι λέξεις του Γ. Ρίτσου μοιάζουν κεντημένες, σημαδιακές. Η ανάκληση της μνήμης προβάλλει και πάλι επιτακτική. Η αναψηλάφηση του «παιδιού», λυτρωτική. Η επούλωση των ρωγμών, το ύστατο κέρμα, προτού η ψυχή διαβεί τον Αχέροντα. Ο χρόνος αγγίζει τα 1984, ο τόπος εισέρχεται σε περίοδο πολιτικής «αγρανάπαυσης», η Αριστερά καταξιώνεται την πολιτική της αντιπροσώπευση, και το πρωτογενές βίωμα της «ήττας» – αυτό που στιγμάτισε για δεκαετίες το σώμα της – έχει μερικώς αμβλυνθεί. Είναι, θαρρείς, η ώρα που ο Ρίτσος μεσουρανεί εν πλήρη δόξα, στον έναστρο ουρανό του.
Ήδη, χάρη στο ογκώδες σώμα της «Τέταρτης Διάστασης», και τους σχοινοτενείς, θεατρικούς του μονολόγους, καθιερώνεται στην πρωτοκαθεδρία της εγχώριας, ποιητικής πρωτοπορίας. Και αυτό, γιατί, αφενός θεματικά, αποκρυσταλλώνει το ποιητικό του κοσμοείδωλο, συναιρώντας τον Ιστορικό, Μυθολογικό και βιωματικό χώρο, σ’ ένα ομογενοποιημένο κάτοπτρο της πραγματικότητας, ενώ εκφραστικά αναγορεύεται, και δικαίως, σε αδιαφιλονίκητο ηγήτορα της εκφραστικής πολυμορφίας!
Ταυτόχρονα, όμως, και ακριβώς στο ζενίθ αυτής της δημιουργικής κορύφωσης, η αφηγηματική του δεινότητα εισέρχεται κατά τρόπο αναπάντεχο, και ανατρεπτικό για τα στερεότυπα της Αριστερής διανόησης, στα Όσια της προσωπικής του μυθολογίας, συγγράφοντας το αιρετικό για πολλούς «Εικονοστάσι των ανώνυμων Αγίων», αποτελούμενο από 9 κύκλους πεζογραφημάτων, μερικά εκ των οποίων αυτό-προσδιορίζονται, αδόκιμα από τον ίδιο, ως μυθιστορήματα. Όσον αφορά, τώρα, τη διασάφηση των ιδεολογικών – βιωματικών συντεταγμένων της συγκεκριμένης, αφηγηματικής σειράς, οι τίτλοι και μόνον των πεζογραφημάτων δηλώνουν ευκρινώς τον απογαλακτισμό του όψιμου Ρίτσου, από τις αυστηρά οριοθετημένες, κομματικές νόρμες, εφόσον ο ποιητής δε σιτίζεται πια, κατ’ αποκλειστικότητα, από τις παρακαταθήκες της στρατευμένης Τέχνης.
Χαρακτηριστικά, το πρώτο βιβλίο της σειράς τιτλοφορείται «Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του», ενώ ο 9ος και τελευταίος κύκλος, επαναπροσδιορίζεται ως «Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει Άγιος» – ένας πρωτόγνωρος, δηλαδή, ρηξικέλευθος, και συνάμα διευρυμένος, αφηγηματικός καμβάς, που σίγουρα τάραξε τα στεκάμενα νερά πολλών συγκαιρινών του. Ένας ομολογουμένως μετεξελισσόμενος Άριστος, Αόριστος και εν τέλει Αρίοστος ποιητής, ο οποίος, αυτό-βιογραφούμενος ως επί το πλείστον, σαρκάζει τα εγχώρια στερεότυπα, ενδιαφερόμενος κυρίως για την καθαρότητα όσων γραφών απεργάζονται το μείζον: την επούλωση των πληγών. Πρωτίστως των προσωπικών.
«Η γλυκιά παιδιάστικη άγνοια πολιορκημένη από το άγνωστο…» Τα αγόρια που συνάζονταν τη Μεγάλη εβδομάδα, στο ιερό του Ελκόμενου Χριστού, στη Μονεμβάσια. Η προσμονή της Ανάστασης, και το θαύμα που παραμένει μετέωρο και θνησιγενές. Το Άγιο Φως και οι ισόβια αφώτιστες ψυχές. Η επί ματαίω επίκληση των επίγειων και των επουράνιων δυνάμεων. Τα οικογενειακά φαντάσματα, και οι σκιές, που αδηφάγες αφαιμάσσουν το «κόκκινο» των μαθητικών τετραδίων. Η μεγάλη συντριβή, όχι τόσο των στρατών ή των σημαιών, αλλά όλων όσων εξακολουθητικά προσβλέπουν στη δικαίωση της Αγάπης.
Εν τέλει, η ανεκπλήρωτη συμφιλίωση με τον εαυτό μας, καθώς και η μη εναρμόνιση με τους άλλους. Ειδάλλως, μιλώντας μεταφυσικά, η επίκληση του «Αμνού», που νύχτα Μ. Σαββάτου, οραματίζεται επίμονα τον Λυτρωτή των παιδιών, κατά-μαρτυρώντας αιρετικά πως «το πριόνι έπεσε στο εργαστήρι του πατέρα Του κι άνοιξε μία τρύπα κι από εκεί μέσα βγήκαν δώδεκα τριαντάφυλλα, κι έκοψα τα 12 τριαντάφυλλα και τα ’φτιαξα στεφάνι και Του ’βγαλα τον ακάθιστο στέφανο και του φόρεσα τα τριαντάφυλλα και Του πήγαιναν πολύ κι ήταν όμορφος… Ναι έτσι ροζ και χρυσόν, θα Τον δω του χρόνου να υψώνεται στον ουρανό.»