Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Η διαδικτυακή διαφήμιση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού πατούσε ξανά, πάνω στη γνωστή, χιλιοπαιγμένη μανιέρα: “Ήλιος, Αρχαία μνημεία, επιβλητικές προσόψεις ναών και ταυτόχρονα – παντού, στο περιβάλλοντα χώρο – ανέμελα, ηλιοκαμένα κορίτσια να τρέχουν χαρωπά, μαζί με τα αγόρια τους, δίπλα στα σπαράγματα του αρχαίου κάλλους”. Εννοείται, από μία τέτοια τονωτική ένεση Ελληνικής ελαφρότητας, δε θα μπορούσε να απουσιάζει ένα απαστράπτον, εκτυφλωτικό Φως, που καταυγάζει τα πάντα, στη σύγχρονη παιδική Χαρά ∙ ένα διαφημιστικό κλισέ, που φαντάζει πια, ανιαρά προβλέψιμο.
Η αφορμή της διαφήμισης αρκεί. Τα δύο πρόσωπα του τόπου διασταυρώνονται και πάλι στο μυαλό μου, αντίρροπα και ισοδύναμα. Η ερώτηση – τόσο οικεία και ανοίκεια, συνάμα – ηχεί για πολλοστή φορά, μετέωρη και εκκωφαντική:
«Πώς είναι δυνατόν να χωρά τόσο σκοτάδι, μέσα σε τόσο Φως;» ∙ ολόκληρη η Ελληνική εκδοχή του ανθρώπινου βίου, σε μία κιόλας σκέψη!
Ο αντίλαλος, η ηχώ του αδιέξοδου ταιριάζει σε φωνή απόγνωσης, σε διαμαρτυρία που φρακάρει σαν κόμπος, το λαιμό. Λες και ακούς μία επίμονη παιδική απορία, που σε κολλά στον τοίχο, και σου ξεζουμίζει το μυαλό… «Τόσο σκοτάδι μέσα σε τόσο Φως.» Κι όμως χωρά.
Δεν είναι η πρώτη, που αναστατώνομαι μπροστά στο αρχέγονο δίπολο. Συνήθως, πέφτω στη γνώριμη παγίδα, όποτε οι δύο ανελέητες δυνάμεις συναντιούνται, συγκρούονται και αλληλοεξουδετερώνονται. Σάμπως κι αυτή να είναι η μοίρα που στοιχειώνει – όχι μονάχα μία ψυχή ευάλωτη, σαν τη δική μου – αλλά και τούτο το δύσμοιρο «αλωνάκι» της Λευτεριάς και της λησμοσύνης. Οι «Δύο Μαύρες Συμπληγάδες», όπως τις περιγράφει κι ο ποιητής. Τα δύο πρόσωπα του χρόνου, «το ζείδωρο φως και το αδηφάγο σκοτάδι»: να πέφτεις αιώνια και να σηκώνεσαι. Να ονειρεύεσαι και να καθηλώνεσαι, να επιβιώνεις και να ζεις, να υπάρχεις και να αυτοαναιρείσαι.
Στο άκουσμα και μόνο της αντίθεσης, οι χτύποι δυναμώνουν απότομα, η καρδιά μοιάζει να στροβιλίζεται σε δίνη, το μυαλό δείχνει ανήμπορο να ορίσει το διχασμό.
Ανάσα πρώτη, μία δυσφορία μού διαπερνά το στήθος. Κλείνω τα μάτια από ένστικτο, κουλουριάζομαι στο κρεβάτι σαν βρέφος. Μετρώ αντίστροφα τους κόκκους της κλεψύδρας. Παρασύρομαι σαν φύλο στο στροβιλισμό.
Ανάσα δεύτερη, η μορφή του ποιητή ανασύρεται σαν οπτασία, στο βάθος της οθόνης. Όπως ακριβώς τον ξέραμε – περπατώντας νωχελικά στο νοτισμένο χώμα, με την ομπρέλα και το καβουράκι του, πιασμένος αγκαζέ με τον Σουηδό, που τότε έσκαβε σ’ ένα βράχο, στο κάστρο του Ναυπλίου. Ο αρχαιολόγος, τον είχε καλέσει, να του δείξει το πήλινο αγαλματίδιο, με το παράξενο όνομα: «Ο λόρδος της Ασίνης».
Στο επόμενο πλάνο, ο Persson μοιάζει να δείχνει με περηφάνια το «καμάρι» της ανασκαφής, και ο Σεφέρης τον παρακολουθεί σκεπτικός και θλιμμένος. Κάποιος περαστικός, ίσως να τον χαρακτήριζε σκυθρωπό – μία persona απόκοσμη, κι όμως, τόσο κοντινή στα αινιγματικά, δυσπρόσιτα πρόσωπα κι αναρίθμητων άλλων «καταραμένων» – Καβάφης, Καρυωτάκης, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης.
Πλησιάζω το κάδρο της οθόνης. Στα 10 βήματα, ο ποιητής γυρνά και με κοιτά βουβός. Κρατά στα χέρια, και περιεργάζεται μία χρυσαφένια προσωπίδα ∙ ο ψίθυρός του, ίσα που ακούγεται: «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια, που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω.»
Στην τελευταία του λέξη, σηκώνει αργά την προσωπίδα του Αργείου βασιλιά, και την εφαρμόζει πάνω στο πρόσωπό του. Η μορφή του ποιητή, θαρρείς ολόιδια με την παλιά ταινία του σινεμά ∙ ένας άνθρωπος, «Αγέλαστος πέτρα».
Πάνω απ’ την Εγγλέζικη καπαρντίνα, είχε κρεμασμένη τη φωτογραφική μηχανή, κατάσαρκα στο στέρνο. Έμοιαζε, λες και ήθελε ν’ αποτυπώσει σε μία φωτογραφία, την ψυχή του μικρού ακρωτηρίου της Μεσογείου: «Δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, άδειες και αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε». Οι στίχοι ένιωθες ν’ ανακυκλώνονται και ν’ αντιβουίζουν γύρω απ’ το κεφάλι του, σαν κάποια αρχαία, επίμονη σφίγγα. Κι ύστερα, παντού σιωπή.
Καθώς έβγαινα από τούτο το παράδοξο όνειρο, αυτός βυθιζόταν στο δικό του. Στο όνειρο που ισόβια τον βασάνιζε:
«Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δύο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τελείωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.»
«Με τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη», συλλογίστηκα. Η αντίθεση που συνοψίζει την Ελληνική κυρίως ταυτότητα. Ματωμένες προσωπίδες, και αδειανά, γυναικεία πουκάμισα. Ακέφαλα αγάλματα, και στέρνες που παρέμειναν για πάντα διψασμένες. Σχεδίες ναυαγισμένες, και ταξίδια που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Ελπίδες που διαψεύστηκαν νωρίς…
Κάθε φορά που μοιραζόμουν τις γραφές του, με τα παιδιά μου, συνήθιζα να τους λέω αυτό που ένιωθα βαθιά: «Ο Σεφέρης είναι ο ποιητής που έθρεψε, όσο κανείς άλλος ντόπιος, τρεις τραγωδίες: η πρώτη του τόπου, η δεύτερη του κόσμου, η τρίτη του ανθρώπου. Και τις τρεις, τις συνάντησε, τις γνώρισε, τις έζησε ∙ πρώτα σαν διπλωμάτης, ύστερα σαν Έλληνας, κατόπιν σαν άνθρωπος – ταξιδιώτης. Στο τέλος, όμως, κάθε ναύλου, αφουγκραζόταν τις μνήμες με λέξεις, και όταν πια όλες τους, μύριζαν κυπαρίσσι και ανθρώπινο ιδρώτα, τότε σκάρωνε στα ποιήματα του, σχεδίες, για να ταξιδεύουν οι Αργοναύτες στον κάτω κόσμο.
Όταν το νέο του πλήρωμα προσάραζε στις όχθες του Αχέροντα, τότε οι ναύτες κατέβαιναν, και μιλούσαν, για να διδάξουν τις ψυχές:
«Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης. Εκείνοι που θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξε- χειλίσει ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφο- δίλια, ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων: Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.»
(Δεκέμβρης 1933 – Δεκέμβρης 1934, Μυθιστόρημα)
Κάποτε – η ιστορία το γράφει – ένας σοφός ρώτησε το Σεφέρη ποιος από τους αρχαίους συγγραφείς είναι ο πιο σημαντικός γι’ αυτόν. Ο ποιητής απάντησε ότι ήταν ο Αισχύλος και ύστερα τού διηγήθηκε πως, όταν διέφυγε από τους κατακτητές το 1941, το μοναδικό βιβλίο από τους κλασικούς συγγραφείς που πήρε μαζί στο δισάκι του ήταν μια έκδοση του Αισχύλου. Όταν ο σοφός απόρησε: “ Κι ο Όμηρος;”, τα μάτια του έλαμψαν στο μεγάλο βαρύ πρόσωπό του: “Ναι, είναι αυτονόητο, αλλά αυτόν δε χρειάζεται να τον διαβάσω περισσότερο, τον έχω μέσα μου”.
Κάπως έτσι πορεύτηκε στο βίο του, ο γέροντας της ακροποταμιάς. Ως άνθρωπος, μόχθησε να σταθεί ακέραιος μπροστά στα σφοδρά διλήμματα και τους δίβουλους ανέμους του καιρού του. Ως τεχνίτης, όμως, του Λόγου έλεγε με άδολη πίστη πως «στην Τέχνη, όπως και στις άλλες τίμιες δουλειές, δεν είναι βολετό να δουλεύει κανείς δύο αφεντάδες».
Απ’ ό,τι φαίνεται, μάλλον αυτή ήταν κι η δικιά του φουρτούνα, μιας και ο ίδιος πορεύτηκε ισόβια διχασμένος, ανάμεσα σε δύο αφεντάδες ∙ στις Δύο Μαύρες Συμπληγάδες της ζωής του: να υπηρετείς ταυτόχρονα, την εξουσία, αλλά και την Τέχνη. Γι’ αυτό, υποθέτω, λοιδορήθηκε και κατακρίθηκε στην εποχή του τόσο έντονα, όπως συνέβη και με τον ομότεχνό του, Οδυσσέα. Μόνο που ο Σεφέρης πλήρωσε βαρύτερο τίμημα, γιατί σαν αστός διπλωμάτης συναναστράφηκε, ίσως και να υπηρέτησε, καμπόσους μακιγιαρισμένους αυλικούς, πολλές «ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες».
Σαν σήμερα, στις 24 Οκτωβρίου του 1963, ο Στρατής ο Θαλασσινός, ο ποιητής που αγάπησε τα άνθη της πέτρας, όσο κανείς άλλος στον τόπο, βραβεύεται από τη Σουηδική Ακαδημία με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μία δίκαιη αναγνώριση για έναν διανοούμενο, που πίστευε δίχως εκπτώσεις πως «ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης. Σηκώνει την ευθύνη μίας πάλης ζωής και θανάτου. Από την ευθύνη που μαίνεται ή σωπαίνει τριγύρω του, τι θα διασώσει; Τι μπορεί να διασώσει; Τι πρέπει ν’ απαρνηθεί από την άμορφη ανθρώπινη ύλη που τον παρακολουθεί ως μέσα στα όνειρά του; «Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα».
Στο λόγο που εκφώνησε ενώπιον των εκπροσώπων της ανθρωπότητας, είπε:
«Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.»