O Slavoj Žižek για την Ελλάδα: το θάρρος της απελπισίας.
‘’Η Ελλάδα δεν καλείται να καταπιεί πολλά πικρά χάπια σε αντάλλαγμα για ένα ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, καλείται να υποφέρει έτσι ώστε κάποιοι άλλοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεχίσουν να ονειρεύονται ανενόχλητοι.’’
Ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben, δήλωσε σε συνέντευξή του ότι “η σκέψη είναι το θάρρος της απελπισίας” – μια ενόραση που είναι ιδιαίτερα σχετική με την ιστορική μας στιγμή όπου ακόμη και τα πιο απαισιόδοξα προγνωστικά κατά κανόνα τελειώνουν με έναν κεφάτο υπαινιγμό κάποιας έκδοσης του παροιμιώδους φωτός στο τέλος του τούνελ. Το αληθινό θάρρος δεν είναι να φανταστούμε μια εναλλακτική λύση, αλλά να αποδεχθούμε τις συνέπειες του γεγονότος ότι δεν υπάρχει ευδιάκριτη εναλλακτική λύση: το όνειρο μιας εναλλακτικής είναι ένα σημάδι θεωρητικής δειλίας, λειτουργεί ως φετίχ που μας εμποδίζει να σκεφτούμε ως το τέλος το αδιέξοδο της κατάστασης μας. Εν ολίγοις, το πραγματικό θάρρος είναι να παραδεχτούμε ότι το φως στο τέλος του τούνελ είναι πολύ πιθανόν ο προβολέας μιας αμαξοστοιχίας που μας πλησιάζει από την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα της ανάγκης για ένα τέτοιο θάρρος από την σημερινή Ελλάδα.
Η διπλή τυφλή στροφή που πήρε η Ελληνική κρίση, τον Ιούλιο του 2015 δεν μπορεί παρά να εμφανιστεί ως ένα βήμα όχι μόνο από την τραγωδία στην κωμωδία, αλλά, όπως ο Στάθης Κουβελάκης σημειώνει στο περιοδικό Jacobin, από την τραγωδία γεμάτη κωμικές ανατροπές απευθείας σε ένα θέατρο του παραλόγου – υπάρχει άλλος τρόπος για να χαρακτηρίσει την έκτακτη αντιστροφή κάτι ακραίου στο αντίθετό του, που θα μαγέψει ακόμα και τον πιο θεωρητικό Εγελιανό φιλόσοφο; Κουρασμένος από τις ατέλειωτες διαπραγματεύσεις με τα στελέχη της ΕΕ, στις οποίες η μία ταπείνωση ακολουθούσε την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος την Κυριακή 5η Ιουλίου, ζητώντας από τον Ελληνικό λαό, αν υποστηρίζει ή απορρίπτει την πρόταση της ΕΕ για νέα μέτρα λιτότητας. Αν και η ίδια η κυβέρνηση δήλωσε σαφώς ότι υποστηρίζει το Όχι, το αποτέλεσμα ήταν μια έκπληξη: η συντριπτική πλειοψηφία άνω του 61% ψήφισε Όχι στον Ευρωπαϊκό εκβιασμό. Οι φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν ότι το αποτέλεσμα – νίκη για την κυβέρνηση – ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη για τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος κρυφά ήλπιζε ότι η κυβέρνηση θα χάσει, έτσι ώστε μια ήττα θα του επέτρεπε να σώσει την ψυχή του κατά την παράδοση στις απαιτήσεις της ΕΕ (“έχουμε να σεβαστούμε τη φωνή των ψηφοφόρων”). Ωστόσο, κυριολεκτικά το επόμενο πρωί, ο Τσίπρας ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα ήταν έτοιμη να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις, και μερικές μέρες μετά η Ελλάδα διαπραγματεύτηκε μια πρόταση της ΕΕ που είναι βασικά η ίδια με αυτή που οι ψηφοφόροι απέρριψαν (σε κάποιες λεπτομέρειες ακόμα πιο σκληρή) – με λίγα λόγια, ενήργησε ως εάν η κυβέρνηση έχανε, δεν κέρδιζε, το δημοψήφισμα. Όπως ο Κουβελάκης έγραψε:
«Πώς είναι δυνατόν ένα συγκλονιστικό «όχι » στις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας να ερμηνεύεται ως πράσινο φως για ένα νέο μνημόνιο; … Η αίσθηση του παραλόγου δεν είναι απλώς ένα προϊόν αυτής της απροσδόκητης ανατροπής. Προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι όλα αυτά εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, σαν το δημοψήφισμα να ήταν κάτι σαν μια συλλογική ψευδαίσθηση που τελείωσε ξαφνικά, αφήνοντας μας να συνεχίσουμε ελεύθερα ό, τι κάναμε πριν. Αλλά επειδή δεν έχουμε όλοι γίνει Λωτοφάγοι, ας δώσουμε τουλάχιστον μια σύντομη σύνοψη των όσων έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών. … Από τη Δευτέρα το πρωί, πρωτού οι ιαχές της νίκης στις δημόσιες πλατείες πεθάνουν πλήρως, το θέατρο του παραλόγου άρχισε. …
Το κοινό, ακόμα στην χαρούμενη ομίχλη της Κυριακής, βλέπει τον εκπρόσωπο του 62 τοις εκατό να ενσωματώνεται στο 38 τοις εκατό στον άμεσο απόηχο μιας θριαμβευτικής νίκης για τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. … Αλλά το δημοψήφισμα συνέβη. Δεν ήταν μια παραίσθηση από την οποία ο καθένας έχει πλέον ανακάμψει. Αντίθετα, η ψευδαίσθηση είναι η προσπάθεια να υποβαθμιστεί σε προσωρινή ‘εκτόνωση’, πριν την επανέναρξη της κατηφορικής πορείας προς ένα τρίτο μνημόνιο. »
Και τα πράγματα πήραν αυτή την κατεύθυνση. Την νύχτα της 10ης Ιουλίου, η Βουλή των Ελλήνων έδωσε στον Αλέξη Τσίπρα την εξουσιοδότηση να διαπραγματευτεί ένα νέο πακέτο διάσωσης με 250 ψήφους υπέρ έναντι 32 κατά, αλλά 17 βουλευτές της κυβέρνησης δεν υποστήριξαν το σχέδιο, το οποίο σημαίνει ότι έχει περισσότερη στήριξη από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, παρά από το δικό του. Ημέρες αργότερα, η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχούμενη από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πρόσφατες προτάσεις της ΕΕ είναι «παράλογες» και «υπερβαίνουν τα όρια της αντοχής της Ελληνικής κοινωνίας» – Αριστερός εξτρεμισμός;
Αλλά και το ίδιο το ΔΝΤ (στην περίπτωση αυτή μια φωνή ελάχιστα ορθολογικού καπιταλισμού) έκανε ακριβώς την ίδια τοποθέτηση: μια μελέτη του ΔΝΤ είχε δημοσιευτεί μια μέρα νωρίτερα και έδειξε ότι η Ελλάδα χρειάζεται πολύ περισσότερο μια ελάφρυνση του χρέους από ο,τι οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν πρόθυμες να μελετήσουν μέχρι στιγμής – οι Ευρωπαϊκές χώρες θα έπρεπε να δώσουν στην Ελλάδα μια περίοδο χάριτος 30 ετών για την εξυπηρέτηση όλων των Ευρωπαϊκών χρεών της, συμπεριλαμβανομένων των νέων δανείων, και μια δραματική επέκταση ωριμότητας …
Δεν αναρωτιόμαστε λοιπόν γιατί ο Τσίπρας διευκρίνισε ο ίδιος δημοσίως την αμφιβολία του σχετικά με το σχέδιο διάσωσης: “Δεν πιστεύουμε στα μέτρα που μας επιβλήθηκαν”, είπε κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής συνέντευξης, καθιστώντας σαφές ότι τα υποστηρίζει από καθαρή απόγνωση, με στόχο να αποτρέψει την πλήρη οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάρρευση. Οι ευρωκράτες χρησιμοποιούν τέτοιες ομολογίες με εκπληκτική κακοπιστία: τώρα που η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε τις σκληρές συνθήκες, αμφισβητούν την ειλικρίνεια και τη σοβαρότητα της δέσμευσής της. Πώς μπορεί ο Τσίπρας να αγωνιστεί πραγματικά για ένα πρόγραμμα που δεν πιστεύει; Πώς μπορεί η Ελληνική κυβέρνηση να δεσμευτεί πραγματικά για τη συμφωνία, όταν αυτή αντιτίθεται στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος;
Ωστόσο, δηλώσεις σαν αυτές του ΔΝΤ δείχνουν ότι το πραγματικό πρόβλημα έγκειται αλλού: άραγε η Ε.Ε. πραγματικά πιστεύει στο δικό της σχέδιο διάσωσης; Πιστεύει πραγματικά ότι η βίαιη επιβολή μέτρων θα θέσει σε κίνηση την οικονομική ανάπτυξη και θα καταστεί έτσι δυνατή η πληρωμή των οφειλών; Ή μήπως το τελικό κίνητρο για τη στυγνή εκβιαστική πίεση προς την Ελλάδα δεν είναι αμιγώς οικονομικό (αφού είναι προφανώς παράλογο από οικονομικής απόψεως) αλλά πολιτικο-ιδεολογικό – ή, όπως ο Paul Krugman είχε γράψει στην εφημερίδα New York Times, “η ουσιαστική παράδοση δεν είναι αρκετή για τη Γερμανία, η οποία θέλει αλλαγή καθεστώτος και συνολική ταπείνωση – και υπάρχει μια σημαντική φατρία που απλά θέλει να πιέσει την Ελλάδα να βγει, και προσδοκούσε λίγο πολύ σε ένα αποτυχημένο κράτος ως προειδοποίηση για τους υπόλοιπους”. Πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου τι φρίκη αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ για το Ευρωπαϊκό κατασκεύασμα – ένας Συντηρητικός Πολωνός, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, απευθύνθηκε ακόμη και απευθείας στον Ελληνικό στρατό να κάνει ένα πραξικόπημα για να σώσει τη χώρα.
Γιατί αυτή η φρίκη; Οι Έλληνες τώρα καλούνται να πληρώσουν το υψηλό τίμημα, αλλά όχι για την προοπτική ρεαλιστής ανάπτυξης. Το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν είναι για τη συνέχιση της φαντασίωσης ”επέκταση και υποκρισία” . Καλούνται να ανέβουν επίπεδο στην πραγματική ταλαιπωρία τους, προκειμένου να διατηρήσουν το όνειρο ενός άλλου (ευρωκράτη). Ο Ζιλ Ντελέζ, δήλωσε πριν από μερικές δεκαετίες: ”Αν είσαι παγιδευμένος στο όνειρο κάποιου άλλου, την γάμησες” και αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα. Οι Έλληνες δεν καλούνται να καταπιούν πολλά πικρά χάπια για ένα ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, καλούνται να υποφέρουν έτσι ώστε οι άλλοι να συνεχίσουν το όνειρο τους ανενόχλητοι.
Αυτός που χρειάζεται τώρα ξύπνημα δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ευρώπη. Ο καθένας που δεν έχει παραδοθεί σε αυτό το όνειρο ξέρει τι μας περιμένει αν το σχέδιο διάσωσης τεθεί σε ισχύ: 90 ή και περισσότερα δισεκατομμύρια θα ριχτούν στο Ελληνικό καλάθι, αυξάνοντας το Ελληνικό χρέος στα 400 δις ευρώ (και τα περισσότερα από αυτά θα επιστρέψουν γρήγορα γρήγορα στην Δυτική Ευρώπη – η πραγματική διάσωση είναι η διάσωση των Γερμανικών και των Γαλλικών τραπεζών, όχι της Ελλάδας), και μπορούμε να αναμένουμε ότι η ίδια κρίση θα εκραγεί σε ένα-δύο χρόνια.
Αλλά είναι αυτό το αποτέλεσμα πραγματικά μια αποτυχία; Σε άμεσο επίπεδο, αν συγκρίνει κανείς το σχέδιο με την πραγματική έκβαση του, προφανώς ναι. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αποφύγει την υποψία ότι ο πραγματικός στόχος δεν είναι να δοθεί στην Ελλάδα μια ευκαιρία, αλλά να μεταλλαχθεί σε μια οικονομική ημι-κρατική αποικία, διατηρούμενη σε μόνιμη φτώχεια και εξάρτηση, ως προειδοποίηση για τους άλλους. Αλλά σε ακόμη βαθύτερο επίπεδο, υπάρχει και πάλι μια αποτυχία – δεν είναι της Ελλάδας, αλλά και της ίδιας της Ευρώπης, του χειριστικού πυρήνα της Ευρωπαϊκής κληρονομιάς.
Το Όχι του δημοψηφίσματος ήταν αναμφίβολα μια μεγάλη ηθικο-πολιτική πράξη: κατά μιας καλά συντονισμένης εχθρικής προπαγάνδας, διασποράς φόβου και ψεμάτων, χωρίς σαφή προοπτική για το τι βρίσκεται μπροστά, ενάντια σε όλες τις ”ρεαλιστικές” αποδόσεις, οι Έλληνες ηρωικά απέρριψαν την βίαιη πίεση της ΕΕ. Το Ελληνικό Όχι επρόκειτο για μια αυθεντική χειρονομία της ελευθερίας και της αυτονομίας, αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι, βέβαια, τι θα συμβεί την επόμενη μέρα, όταν θα έχουμε να επιστρέψουμε από την εκστατική άρνηση στην καθημερινές βρώμικες δουλειές – και εδώ, μια ακόμη ένωση προέκυψε, η ένωση των “πραγματιστικών” δυνάμεων (του ΣΥΡΙΖΑ και των μεγάλων κόμματων της αντιπολίτευσης) έναντι του Αριστερού ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής. Αλλά αυτό σημαίνει ότι ο μεγάλος αγώνας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μάταιος, ότι το Όχι του δημοψηφίσματος ήταν απλά μια συναισθηματικά κενή χειρονομία που προοριζόταν να κάνει την συνθηκολόγηση πιο προφανή;
Το πραγματικά καταστροφικό πράγμα για την ελληνική κρίση είναι ότι τη στιγμή που η επιλογή εμφανίζονταν ως επιλογή μεταξύ ενός Grexit και της συνθηκολόγησης με τις Βρυξέλλες, η μάχη είχε ήδη χαθεί. Και οι δύο όροι αυτής της επιλογής κινούνται εντός του κυρίαρχου ευρωκρτατικού οράματος (θυμηθείτε ότι οι Γερμανοί ανθ-‘Ελληνες σκληροπυρηνικοί όπως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προτιμούν το Grexit!). Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν αγωνίζεται μόνο για μια μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους και για περισσότερα νέα χρήματα μέσα στις ίδιες συνολικά συντεταγμένες, αλλά και για την αφύπνιση της Ευρώπης από το δογματικό λήθαργο.
Εκεί κρύβεται το αυθεντικό μεγαλείο του ΣΥΡΙΖΑ: στο βαθμό που η εικόνα της λαϊκής αναταραχής στην Ελλάδα ήταν οι διαμαρτυρίες στην πλατεία Συντάγματος, ο ΣΥΡΙΖΑ εμπλέκονταν σε μια ηράκλειο εργασία θεσπίζοντας την μετάβαση από το σύνταγμα στο παράδειγμα, σε μια μακροπρόθεσμη και υπομονετική εργασία της μετάφρασης της ενέργειας της εξέγερσης σε συγκεκριμένα μέτρα που θα αλλάξουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Πρέπει να είμαστε πολύ ακριβείς εδώ: το Όχι του ελληνικού δημοψηφίσματος δεν ήταν Όχι στην “λιτότητα”, με την έννοια των αναγκαίων θυσιών και της σκληρής δουλειάς, αλλά ένα Όχι στο Ευρωπαϊκό όνειρο του ”business as usual”.
O πρώην υπουργός Οικονομικών της χώρας, Γιάνης Βαρουφάκης, έχει επανειλημμένα αναφερθεί στο θέμα αυτό με σαφήνεια: όχι περισσότερος δανεισμός, αλλά μια συνολική αναθεώρηση χρειάζεται ώστε να δώσει στην Ελληνική οικονομία την ευκαιρία να ανακάμψει. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να είναι η αύξηση της δημοκρατικής διαφάνειας των μηχανισμών εξουσίας. Οι δημοκρατικά εκλεγμένοι κρατικοί μηχανισμοί μας θα είναι έτσι όλο και περισσότερο ενδυναμωμένοι από ένα πυκνό δίκτυο «συμφωνιών» και μη εκλεγμένων ”ειδικών” οργάνων που θα αποδίδουν την πραγματική οικονομική (και στρατιωτική) δύναμη. Εδώ είναι η αναφορά του Βαρουφάκη για μια εξαιρετική στιγμή στις συναλλαγές του με το διαπραγματευτή της ΕΕ Jeroen Dijsselbloem:
”Υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία ο Πρόεδρος του Eurogroup αποφάσισε να κινηθεί εναντίον μας και αποτελεσματικά να μας κλείσει απ’ έξω, και έκανε γνωστό ότι η Ελλάδα ήταν ουσιαστικά στο δρόμο της για έξοδο από την Ευρωζώνη. / … / Υπάρχει μια συμφωνία πως τα ανακοινωθέντα θα πρέπει να είναι ομόφωνα, και ο Πρόεδρος δεν μπορεί απλά να συγκαλέσει συνεδρίαση της Ευρωζώνης και να αποκλείσει ένα κράτος μέλος. Και είπε, “Ω είμαι σίγουρος ότι μπορώ να το κάνω αυτό.” Γι ‘αυτό και ζήτησα μια νομική γνωμοδότηση. Αυτό δημιούργησε μια κάποια αναταραχή.
Για περίπου 5-10 λεπτά η συνεδρίαση διακόπηκε, υπάλληλοι και αξιωματούχοι μιλούσαν ο ένας στον άλλο, στο τηλέφωνό τους, και τελικά κάποιος αξιωματούχος, νομικός εμπειρογνώμονας μου απευθύνθηκε, και είπε τα εξής λόγια: «Λοιπόν, το Eurogroup δεν υφίσταται κατά νόμο , δεν υπάρχει συνθήκη που έχει συγκαλέσει αυτή την ομάδα». Έτσι, αυτό που έχουμε είναι μια ανύπαρκτη ομάδα, η οποία έχει τη μεγαλύτερη δύναμη για να καθορίσει τη ζωή των Ευρωπαίων. Δεν είναι υπόλογοι σε κανέναν, δεδομένου ότι δεν υφίστανται κατά νόμο, δεν υπάρχουν πρακτικά, και οι συνεδριάσεις είναι εμπιστευτικές. Έτσι, κανένας πολίτης δεν ξέρει ποτέ τι λέγεται εκεί μέσα … Αυτές είναι αποφάσεις σχεδόν ζωής και το θανάτου, και κανένα μέλος δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν. “
Ακούγεται οικείο; Ναι, σε όποιον ξέρει τον τρόπο που η Κινεζική εξουσία λειτουργεί σήμερα, αφού ο Deng Xiaoping έθεσε σε κίνηση ένα μοναδικό διπλό σύστημα: ο κρατικός μηχανισμός και το νομικό σύστημα ενδυναμώθηκαν από τα κομματικά θεσμικά όργανα τα οποία είναι κυριολεκτικά παράνομα- ή, όπως ο He Weifang, καθηγητής Νομικής στο Πεκίνο, το έθεσε λακωνικά: “Ως ένας οργανισμός, το Κόμμα είναι εκτός και πάνω από το νόμο. Θα έπρεπε να έχει νομική προσωπικότητα, με άλλα λόγια, ένα άτομο να μπορείς να μηνύσεις, αλλά δεν έχει ακόμη καταχωρηθεί ως οργάνωση. Το Κόμμα υπάρχει έξω από το νομικό σύστημα συνολικά ». (Richard McGregor, The Party, Λονδίνο: Allen Lane 2010, σελ. 22) Είναι σαν, σύμφωνα με τα λόγια του McGregor, η κρατική βία παραμένει παρούσα, ενσωματωμένη σε έναν οργανισμό με ένα ασαφές νομικό καθεστώς:
”Θα φαινόταν δύσκολο να κρύψεις μια οργάνωση τόσο μεγάλη όσο το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά καλλιεργεί τον παρασκηνιακό του ρόλο με προσοχή. Τα τμήματα του μεγάλου κόμματος τα οποία ελέγχουν το προσωπικό και τα μέσα ενημέρωσης, κρατούν σκόπιμα ένα χαμηλό δημόσιο προφίλ. Οι επιτροπές του κόμματος (γνωστές και ως «μικρές ηγετικές ομάδες»), οι οποίες οδηγούν και υπαγορεύουν την πολιτική στα υπουργεία, τα οποία με τη σειρά τους έχουν το έργο της εκτέλεσης τους, εργάζονται εκτός οπτικού πεδίου. Η κάλυψη όλων αυτών των επιτροπών, και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και η ύπαρξή τους, σπάνια αναφέρεται στα κρατικά-ελεγχόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πόσο μάλλον οποιαδήποτε συζήτηση για το πώς καταλήγουν σε αποφάσεις. “
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ακριβώς το ίδιο πράγμα συνέβη στον Βαρουφάκη, όπως σε έναν Κινέζο αντιφρονούντα ο οποίος, πριν από μερικά χρόνια, επισήμως έφερε στο δικαστήριο χρεώνοντας το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα ως ένοχο της σφαγής της Tienanmien. Μετά από μερικούς μήνες, πήρε μια απάντηση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης: δεν μπορούν να ακολουθήσουν την δίωξή του, από την στιγμή που δεν υπάρχει οργάνωση που ονομάζεται “Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα” επισήμως καταχωρημένη στην Κίνα.
Και είναι σημαντικό να σημειωθεί πως η άλλη όψη αυτής της έλλειψης διαφάνειας στην εξουσία είναι ο ψευδής ανθρωπισμός: μετά την ήττα των Ελλήνων, υπάρχει, φυσικά, χρόνος για ανθρωπιστικές ανησυχίες. Ο Jean-Claude Juncker δήλωσε αμέσως σε μια συνέντευξη ότι ήταν τόσο χαρούμενος για τη συμφωνία διάσωσης, διότι θα διευκολύνει γρήγορα τον πόνο του Ελληνικού λαού που τον ανησυχεί πολύ. Κλασικό σενάριο: μετά από μια πολιτική ρωγμή, έρχονται οι ανθρωπιστικές ανησυχίες και η βοήθεια … ακόμα και η αναβολή των πληρωμών του χρέους.
Τι πρέπει να κάνει κανείς σε μια τέτοια απελπιστική κατάσταση; Κάποιος θα πρέπει να αντισταθεί ιδιαίτερα στον πειρασμό του Grexit ως μια μεγάλη ηρωική πράξη απόρριψης της περαιτέρω ταπείνωσης και της οδήγησης έξω – σε τι; Σε ποια νέα θετική τάξη εισερχόμαστε; Η επιλογή Grexit εμφανίζεται ως ”πραγματικά αδύνατο”, ως κάτι που θα οδηγήσει σε άμεση κοινωνική αποσύνθεση. Ο Κρούγκμαν γράφει: «Ο Τσίπρας προφανώς επέτρεψε στον εαυτό του να πειστεί, πριν από λίγο καιρό, ότι η έξοδος από το ευρώ ήταν εντελώς αδύνατη. Φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε καν τον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης για ένα παράλληλο νόμισμα (ελπίζω να ανακαλύψει ότι αυτό είναι λάθος). Αυτό τον άφησε σε απελπιστική θέση διαπραγμάτευσης. ”
Η θέση του Κρούγκμαν είναι ότι το Grexit είναι επίσης «πραγματικά αδύνατο», που μπορεί να συμβεί με απρόβλεπτες συνέπειες και το οποίο, ως εκ τούτου, μπορεί να διακινδυνευτεί. “Όλοι οι σοφοί αρχηγοί που λένε ότι το Grexit είναι αδύνατο, ότι θα οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση, δεν ξέρουν για τι μιλάνε. Όταν το λέω αυτό, δεν εννοώ ότι είναι απαραίτητα λάθος – νομίζω ότι είναι, αλλά όποιος είναι σίγουρος για οτιδήποτε τρέφει αυταπάτες. Αντιθέτως εννοώ ότι κανείς δεν έχει καμία εμπειρία του τι έχουμε μπροστά μας ”
Ενώ κατ ‘αρχήν αυτό είναι αλήθεια, υπάρχουν, ωστόσο, πάρα πολλές ενδείξεις ότι ένα ξαφνικό Grexit τώρα θα οδηγούσε στην απόλυτη οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Οι οικονομικοί στρατηγοί του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια τέτοια χειρονομία θα μπορούσε να προκαλέσει μια άμεση περαιτέρω πτώση του βιοτικού επιπέδου για ένα επιπλέον (ελάχιστο) 30% του πληθυσμού, φέρνοντας την δυστυχία σε ένα νέο δυσβάσταχτο επίπεδο, με την απειλή της λαϊκής αναταραχής, ακόμα και της στρατιωτικής δικτατορίας. Η προοπτική αυτών των ηρωικών πράξεων είναι έτσι ένας πειρασμός προς αντίσταση.
Έπειτα, υπάρχουν και εκκλήσεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέψει στις ρίζες του: Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να γίνει απλά ένα ακόμα κυβερνών κοινοβουλευτικό κόμμα, η πραγματική αλλαγή μπορεί να έρθει μόνο από την περιφέρεια, από τους ίδιους τους ανθρώπους, από την αυτο-οργάνωσή τους, όχι από τους κρατικούς μηχανισμούς … άλλη μια υπόθεση κενού πλασαρίσματος, δεδομένου ότι αποφεύγει το κρίσιμο πρόβλημα το οποίο είναι το πώς θα ασχοληθεί με τη διεθνή πίεση όσον αφορά το χρέος, ή, γενικότερα, πώς θα ασκήσει εξουσία και θα διοικήσει το κράτος. Η περιφερειακή αυτο-οργάνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το κράτος, και το ερώτημα είναι πώς θα αναδιοργανωθεί ο κρατικός μηχανισμός για να κατασταθεί πιο λειτουργικός με διαφορετικό τρόπο.
Ωστόσο, δεν είναι αρκετό να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει μία ηρωική μάχη, δοκιμάζοντας τι είναι δυνατό – ο αγώνας συνεχίζεται, έχει μόλις αρχίσει. Αντί να μαχόμαστε τις «αντιφάσεις» της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ (μετά από ένα θριαμβευτικό Όχι, αποδέχεται το ίδιο πρόγραμμα που απορρίφθηκε από τον λαό), και να πιανόμαστε σε αλληλοκατηγορίες για το ποιος είναι ένοχος (έκανε η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ μια καιροσκοπική “προδοσία », ή ήταν η Αριστερά ανεύθυνη στην προτίμησή της για Grexit;), θα πρέπει μάλλον να επικεντρωθεί κανείς σε αυτό που κάνει ο εχθρός: οι ”αντιφάσεις” του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια κατοπτρική εικόνα των ”αντιφάσεων” του οικοδομήματος της ΕΕ που σταδιακά υπονομεύουν τα ίδια τα θεμέλια της ενωμένης Ευρώπης.
Με το πρόσχημα των “αντιφάσεων” του ΣΥΡΙΖΑ, η ΕΕ απλώς παίρνει πίσω το δικό της μήνυμα στην πραγματική του μορφή. Και αυτό είναι ό, τι πρέπει να κάνει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Με έναν αδίστακτο πραγματισμό και ψυχρό υπολογισμό, θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τις πιο μικρές ρωγμές στην πανοπλία του αντιπάλου. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλους εκείνους που αντιστέκονται στις κυρίαρχες πολιτικές της ΕΕ, από τους Βρετανούς Συντηρητικούς εώς τον UKIP στο Ηνωμένο Βασίλειο. Θα πρέπει ξεδιάντροπα να φλερτάρει με τη Ρωσία και την Κίνα, παίζοντας με την ιδέα να δοθεί ένα νησί στη Ρωσία ως στρατιωτική βάση της Μεσογείου, μόνο και μόνο για να χεστούν πάνω τους οι στρατηγοί του ΝΑΤΟ. Για να παραφράσω τον Ντοστογιέφσκι, τώρα που ο Θεός της ΕΕ έχει αποτύχει, τα πάντα επιτρέπονται.
Όταν κάποιος ακούει τα παράπονα οτι η διοίκηση της ΕΕ αγνοεί βάναυσα τα δεινά του Ελληνικού λαού στην τυφλή εμμονή της με την ταπείνωση και πειθάρχηση των Ελλήνων, ότι ακόμη και οι χώρες του Ευρωπαικού Νότου, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία δεν έδειξαν καμία αλληλεγγύη στην Ελλάδα, η αντίδρασή μας θα πρέπει να είναι: αποτελούν έκπληξη όλα αυτά; Τι περίμεναν οι κριτικοί; Ότι η διοίκηση της ΕΕ θα καταλάβαινε με μαγικό τρόπο την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ και θα ενεργούσε σύμφωνα με αυτό; Η διοίκηση της ΕΕ απλά κάνει ό, τι έκανε πάντα. Στη συνέχεια, υπάρχει η μομφή ότι η Ελλάδα ψάχνει για βοήθεια στη Ρωσία και την Κίνα – λες και η ίδια η Ευρώπη δεν πιέζει την Ελλάδα προς αυτή την κατεύθυνση με την ταπεινωτική πίεση.
Στη συνέχεια, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι φαινόμενα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύουν πως η παραδοσιακή Αριστερά / Δεξιά διχοτομία έχει επιβιώσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ονομάζεται Άκρα Αριστερά, και η Marine Le Pen στη Γαλλία Άκρα Δεξιά, αλλά αυτά τα δύο κόμματα έχουν πράγματι πολλά κοινά: και οι δύο αγωνίζονται για την κρατική κυριαρχία, ενάντια σε πολυεθνικές εταιρείες. Ως εκ τούτου, είναι πολύ λογικό ότι στην ίδια την Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε συνασπισμό με ένα μικρό Δεξιό κόμμα υπέρ της κυριαρχίας. Στις 22 Απριλίου, του 2015, ο Φρανσουά Ολάντ, δήλωσε στην τηλεόραση ότι η Marine Le Pen σήμερα ακούγεται σαν τον George Marchais (ένα Γάλλο κομμουνιστή ηγέτη) την δεκαετία του ‘70 – την ίδια πατριωτική υπεράσπιση των απλών Γάλλων εκμεταλλευομένων από το διεθνές κεφάλαιο – να γιατί η Marine Le Pen υποστηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. . . ένας παράξενος ισχυρισμός που δεν λέει πολλά περισσότερα από ό, τι η παλιά Φιλελεύθερη σοφία ότι ο φασισμός είναι επίσης ένα είδος του σοσιαλισμού. Η στιγμή που φέρνουμε στο προσκήνιο το θέμα των μεταναστών εργαζομένων, όλος αυτός ο παραλληλισμός καταρρέει.
Το τελικό πρόβλημα είναι πολύ πιο βασικό. Η επαναλαμβανόμενη ιστορία της σύγχρονης Αριστεράς είναι αυτή ενός ηγέτη ή κόμματος εκλεγμένου με καθολικό ενθουσιασμό, υποσχόμενου ενός «νέου κόσμου» (ο Μαντέλα, ο Λούλα) – αλλά, μετά, αργά ή γρήγορα, συνήθως μετά από μερικά χρόνια, σκοντάφτουν επάνω στο δίλημμα-κλειδί: τολμά κανείς να αγγίξει τους καπιταλιστικούς μηχανισμούς, ή μήπως κανείς πρέπει να αποφασίσει να “παίξει το παιχνίδι”; Αν κάποιος ενοχλήσει τους μηχανισμούς, τότε πολύ γρήγορα “τιμωρείται” με διαταραχές στην αγορά, οικονομικό χάος και τα ρέστα.
Ο ηρωισμός του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι, μετά τη νίκη του δημοκρατικού πολιτικού αγώνα, ρίσκαραν σε ένα βήμα παραπέρα στο να διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία του Κεφαλαίου. Το μάθημα της Ελληνικής κρίσης είναι ότι το Κεφάλαιο, αν και, τελικά, μια συμβολική φαντασία, είναι η πραγματικότητά μας. Δηλαδή, οι σημερινές διαδηλώσεις και εξεγέρσεις προκύπτουν από τον συνδυασμό (επικάλυψη) των διαφορετικών επιπέδων, και ο συνδυασμός αυτός ευθύνεται για τη δύναμή τους: αγωνίζονται για (“κανονική” κοινοβουλευτική) δημοκρατία κατά των αυταρχικών καθεστώτων, κατά του ρατσισμού και του σεξισμού, εναντίων του μίσους που στρέφεται ιδιαίτερα κατά των μεταναστών και των προσφύγων, για κράτος πρόνοιας ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, την καταπολέμηση της διαφθοράς στην πολιτική και την οικονομία (επιχειρήσεις που ρυπαίνουν το περιβάλλον, κλπ), για νέες μορφές δημοκρατίας που φτάνουν πέρα από τα πολυκομματικά τελετουργικά (συμμετοχή, κλπ)? και, τέλος, αμφισβητώντας το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την ιδέα μιας μη-καπιταλιστικής κοινωνίας. Και οι δύο παγίδες πρέπει να αποφευχθούν εδώ: ο ψευδής ριζοσπαστισμός («αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι η κατάργηση του φιλελεύθερου-κοινοβουλευτικού καπιταλισμού, όλοι οι άλλοι αγώνες είναι δευτερεύοντες»), καθώς και η ψευδής αντίληψη του βαθμιαίου («τώρα αγωνιζόμαστε ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία και για την απλή δημοκρατία, ξεχάστε τα Σοσιαλιστικά σας όνειρά, αυτό έρχεται αργότερα – ίσως … »).
Όταν έχουμε να κάνουμε με έναν συγκεκριμένο αγώνα, το βασικό ερώτημα είναι: πώς η εμπλοκή μας σε αυτό ή η αποχώρηση μας από αυτό επηρεάζει άλλους αγώνες; Ο γενικός κανόνας είναι ότι, όταν μια εξέγερση ξεκινά από ένα καταπιεστικό μισο-δημοκρατικό καθεστώς, όπως συνέβη στη Μέση Ανατολή το 2011, είναι εύκολο να κινητοποιηθούν μεγάλα πλήθη με συνθήματα τα οποία δεν μπορεί κανείς παρά να χαρακτηρίσει ως ικανοποιητικά για τα πλήθη – υπέρ της δημοκρατίας, για την καταπολέμηση της διαφθοράς, κ.λπ. Αλλά τότε πλησιάζουμε σταδιακά σε πιο δύσκολες επιλογές: όταν η εξέγερση μας τον άμεσο στόχο της, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι αυτό που πραγματικά μας ενοχλούσε (η μn-ελευθερία μας, η ταπείνωση, η κοινωνική διαφθορά, η έλλειψη προοπτικής μιας αξιοπρεπούς ζωής ) συνεχίζεται με νέα εμφάνιση. Στην Αίγυπτο, οι διαδηλωτές κατάφεραν να απαλλαγούν από το καταπιεστικό καθεστώς του Μουμπάρακ, αλλά η διαφθορά παρέμεινε, και η προοπτική μιας αξιοπρεπούς ζωής έφυγε ακόμη πιο μακριά. Μετά την ανατροπή ενός αυταρχικού καθεστώτος, τα τελευταία απομεινάρια της πατριαρχικής φροντίδας για τους φτωχούς απομακρύνονται, έτσι ώστε η νεοαποκτηθείσα ελευθερία εκ των πραγμάτων μειώνεται στην ελευθερία επιλογής της επιθυμητής μορφής δυστυχίας σου – η πλειοψηφία όχι μόνο παραμένει φτωχή, αλλά, για να προστεθεί προσβολή στον τραυματισμό, της λένε ότι, δεδομένου ότι είναι πλέον ελεύθερη, η φτώχεια είναι δική τους ευθύνη. Σε μια τέτοια κατάσταση, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπήρξε ελάττωμα στον ίδιο το στόχο μας, ότι αυτός ο στόχος δεν ήταν αρκετά συγκεκριμένος – ας πούμε, ότι η τυπική πολιτική δημοκρατία μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως η μορφή μη-ελευθερίας: η πολιτική ελευθερία μπορεί εύκολα να προσφέρει το νομικό πλαίσιο για την οικονομική σκλαβιά, με τους μη προνομιούχους να πουλούν “ελεύθερα” τον εαυτό τους στην υποτέλεια. Ερχόμαστε έτσι σε θέση να απαιτήσουμε κάτι περισσότερο από την πολιτική δημοκρατία – τον εκδημοκρατισμό και της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Εν ολίγοις, πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτό που πρώτα αντιληφθήκαμε ως αποτυχία να αξιοποιήσουμε πλήρως μια ευγενή αρχή (της δημοκρατικής ελευθερίας) είναι μια αποτυχία εγγενής στην ίδια την αρχή αυτή – η γνώση αυτής της κίνησης από την παραμόρφωση της έννοιας, την ελλιπή υλοποίηση της, στην στρέβλωση σύμφυτη με την έννοια αυτή είναι το μεγάλο βήμα της πολιτικής παιδαγωγίας.
Η κυρίαρχη ιδεολογία κινητοποιεί εδώ ολόκληρο το οπλοστάσιο της για να μας εμποδίσει να φτάσουμε σε αυτό το ριζοσπαστικό συμπέρασμα. Αρχίζουν να μας λεν πως η δημοκρατική ελευθερία φέρνει τη δική της ευθύνη, ότι έρχεται με ένα τίμημα, ότι δεν έχουμε ακόμα ωριμάσει αν περιμένουμε πολλά από τη δημοκρατία. Με αυτόν τον τρόπο, μας κατηγορούν για την αποτυχία μας: σε μια ελεύθερη κοινωνία, έτσι όπως μας λένε, είμαστε όλοι καπιταλιστές που επενδύουμε στη ζωή μας, που πρέπει να αποφασίσουμε να βάλουμε περισσότερα στην εκπαίδευση μας από ό, τι σε διασκέδαση, αν θέλουμε να πετύχουμε, κλπ Σε πιο άμεσα πολιτικό επίπεδο, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ εκπόνησε μια λεπτομερή στρατηγική για το πώς να ασκήσουν έλεγχο των ζημιών μέσω ενός τρόπου επαναδιοχέτευσης μιας λαϊκής εξέγερσης σε αποδεκτά κοινοβουλευτικούς-καπιταλιστικούς περιορισμούς – όπως έγινε με επιτυχία στη Νότια Αφρική, μετά την πτώση του καθεστώτος του απαρτχάιντ, στις Φιλιππίνες μετά την πτώση του Μάρκου, στην Ινδονησία μετά την πτώση του Σουχάρτο, κ.λπ. Σε αυτήν ακριβώς την συγκυρία, η ριζική χειραφετική πολιτική αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πρόκληση: πώς να ωθήσει τα πράγματα περαιτέρω όταν η πρώτη ενθουσιώδης φάση έχει τελειώσει, πώς να κάνει το επόμενο βήμα χωρίς να υποκύψει στην καταστροφή του “ολοκληρωτικού” πειρασμού – με λίγα λόγια, πώς να κινηθεί μακρύτερα από τον Μαντέλα χωρίς να γίνει Μουγκάμπε.
Το θάρρος της απελπισίας είναι ζωτικής σημασίας σε αυτό το σημείο.
Πηγή:https://www.newstatesman.com/world-affairs/2015/07/slavoj-i-ek-greece-courage-hopelessness
Μετάφραση/Επιμέλεια για το Νόστιμον ἦμαρ: Παπαποστόλου Θανάσης