Του Μάκη Γεφυρόπουλου
Η τέχνη του κινηματογράφου ομοιάζει συχνά με εκείνη ενός πολυτάλαντου παραμυθά, τουλάχιστον ως προς την αφηγηματική διαμόρφωση μίας πραγματικότητας που συνδυάζει το φανταστικό με το γνώριμο της καθημερινότητάς μας.
Μέσα από τις οπτικοακουστικές αλληγορίες και τους ερμηνευτικούς συμβολισμούς ο θεατής γίνεται ενεργός συμμέτοχος στο εξελισσόμενο δράμα που διαδραματίζεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, ενώ παράλληλα κινητοποιούνται όλοι οι εσωτερικοί του μηχανισμοί κατά τη διάρκεια της νοητικής προσπάθειας που καταβάλει για να αποκωδικοποιήσει τον εκάστοτε μύθο.
Όσο πιο άρτια καλοστημένος είναι ο μύθος που πραγματεύεται μία ταινία, τόσο εντονότερη είναι και η εμπειρία που βιώνει ο θεατής. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο όνειρο για ένα σκηνοθέτη από το να δημιουργήσει τις κατάλληλες εκείνες συνθήκες αληθοφάνειας που θα προκαλέσουν τη συναισθηματική κορύφωση του κοινού του.
Στην περίπτωση δε που ο μύθος καταφέρει να διαρρήξει τα δεσμά της σεναριακής φαντασίας και να αφήσει το αποτύπωμά του στο υφάδι της πραγματικότητας, τότε αποκτάει πολύτιμη διδακτική αξία που μπορεί κάλλιστα να αλλάξει άρδην τις ζωές των ανθρώπων.
Άλλωστε τα πιο πετυχημένα παραμύθια είναι αυτά που μας κράτησαν ξύπνιους τη νύχτα, αυτά που αλληλοεπίδρασαν με τα συναισθήματά μας. Η πολυπόθητη κάθαρση βρίσκεται στο αφηγηματικό επιμύθιο της αγαπημένης μας ταινίας, το ίδιο εύκολα με τον τρόπο που η καρδιά μας μαγνητίζεται από μία καλοπαιγμένη σκηνή και ο νους μας διεγείρεται από μία καυστική ατάκα.
Η απλή αυτή συνταγή της επιτυχίας ανοίγει διάπλατα τους δρόμους της καθιέρωσης στο σκηνοθέτη και του χαρίζει τη διαχρονικότητα που χρειάζεται η καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία για να συνεχίσει να αναπνέει.
Βέβαια στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά εύκολη είναι η καθιέρωση στη συνείδηση του απαιτητικού και ενίοτε αδηφάγου κοινού, καθώς για κάθε κινηματογραφικό αριστούργημα υπάρχει αντίστοιχα ένα νεκροταφείο γεμάτο μέχρι πάνω με σορούς από φανταχτερά «σκουπίδια» μηδενικής αισθητικής και παιδευτικής αξίας.
Ωστόσο όπως στη φύση έτσι και στο κόσμο της ρεαλιστικής ψευδαίσθησης τίποτα δε πάει χαμένο. Η «ανακύκλωση» των ιδεών λειτουργεί συγκριτικά, καθώς στην πραγματικότητα το μεγαλείο και η αποτυχία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου αισθητικού νομίσματος.
Χωρίς το ένα δε μπορεί να υπάρξει και το άλλο. Διαρρηγνύοντας τούτο τον άρρηκτο δεσμό είναι σαν να απαρνιόμαστε την πολυπλοκότητα της Ζωής που μας περιβάλει.
«Ο Ταξιτζής» (Taxi Driver-1976) του Μάρτιν Σκορσέζε αποτελεί σίγουρα σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, καθώς επίσης και ένα από τα σημαντικότερα φιλμ που αποδεικνύουν αδιαλείπτως ακόμη και σήμερα την απαράμιλλη σπουδαιότητα της μεγάλης οθόνης.
Η επίδραση που εξακολουθεί να ασκεί πάνω μας η ταινία, ξεφεύγει κατά πολύ των στενωπών ενός βραβείου Χρυσού Φοίνικα που απέσπασε το φιλμ στο Φεστιβάλ των Καννών, μίας και η αποδοχή που χαίρει από το κοινό είναι ο μεγαλύτερος διθύραμβος από όλους.
Η ερμηνεία του Ρόμπερτ Ντε Νίρο συγκλονιστική, είναι αυτή που ομολογουμένως μας καθηλώνει. Ωστόσο η προβληματική που αναπτύσσεται μέσω του φιλμ, και μάλλον ερήμην των προθέσεων του σκηνοθέτη, είναι εκείνη που του χαρίζει την αιωνιότητα στο πάνθεο του κινηματογραφικού Παραδείσου.
Ο Φασισμός άλλωστε είναι μία κατάσταση της καθημερινότητας. Μία συνήθεια. Οι εμπειρίες μας δυστυχώς απλά επιβεβαιώνουν με το χειρότερο τρόπο, τον Μιχαήλ Ρομ (1901-1971).
ΚΟΥΡΣΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΗ
Ο Τράβις Μπικλ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) είναι ένας φαινομενικά φιλήσυχος νεαρός που αναζητεί απεγνωσμένα μία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, στους αχανείς και δαιδαλώδεις δρόμους της Νέας Υόρκης.
Βετεράνος του Βιετνάμ, δυναστεύεται από τις μύχιες εφιαλτικές φωνές που κουβάλησε μαζί του από τις ζούγκλες του φρικτότερου πολέμου που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, από τις απαρχές των παράλογων και πολύνεκρων αιματοχυσιών της.
Μόνος και ξεχασμένος από τον άτεγκτο κρατικό μηχανισμό, στυμμένος σαν λεμονόκουπα, ο αλλοτινός «ήρωάς» μας, βρίσκει επαγγελματική στέγη σε μία εταιρία ως οδηγός ταξί. Επάγγελμα που φαίνεται να του ταιριάζει, καθώς η αυπνία που βασανίζει ανηλεώς το μυαλό του, τον έχει μετατρέψει σε ένα δίποδο νευρωτικό νυχτοπούλι.
Οι νυχτερινές κούρσες στους άδειους δρόμους της μεγαλούπολης έχουν αποτέλεσμα, καθώς ηρεμούν το ταραγμένο πνεύμα του, ενώ οι συχνά παράλογες απαιτήσεις των πελατών του δεν τον επηρεάζουν πια.
Συνηθισμένος στα στρατιωτικά γυμνάσια, είναι ολιγαρκής. Του αρκεί να επισκέπτεται κάποιο κοντινό τσοντοσινεμά στον ελεύθερο χρόνο του. Ακόμη και οι σκληροτράχηλοι πρώην πεζοναύτες έχουν ορμές.
Η αλληλογραφία με τους γονείς του αποτελεί βάλσαμο στη καταπιεσμένη ανάγκη του για ανθρώπινη επικοινωνία, ενώ η λεπτομερειακή καταγραφή των εμπειριών του στο ημερολόγιο του, καλύπτει ένα μέρος από τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες.
Στο πρόσωπο της όμορφης Μπέτσι (Σίμπιλ Σέπερντ), μίας κοπέλας που εργάζεται για την προεκλογική εκστρατεία του γερουσιαστή Τσαρλς Πάλανταϊν (Λέοναρντ Χάρις), ανακαλύπτει τον έρωτα που τόσο πολύ έχει ανάγκη η απογοητευμένη, διάτρητη ψυχή του.
Οι μεγάλοι έρωτες όμως προορίζονται για άλλους, ο Τράβις είναι περισσότερο εξοικειωμένος με τον ιμπεριαλιστικό Άγγελο του Ολέθρου, παρά με τον φτερωτό θεό του έρωτα.
Η αδεξιοσύνη του απομακρύνει σύντομα από κοντά του τη Μπέτσι και κάπου εκεί καταρρέουν και οι τελευταίες αντιστάσεις του νεαρού ταξιτζή στο να διατηρήσει τα προσχήματα του φιλήσυχου και ευσυνείδητου πολίτη.
Ο Τράβις είναι ένα θηρίο σε χειμερία νάρκη και ως τέτοιο η βία είναι έμφυτη στα ακονισμένα νύχια της προσωπικότητάς του. Απεχθάνεται το επάγγελμα του, νιώθει ότι αξίζει κάτι καλύτερο από το να υπακούει τυφλά στις ορέξεις του κάθε τυχάρπαστου πελάτη, λες και είναι μία από τις πόρνες εκείνες που κατακλύζουν και μολύνουν με την «αμαρτία» τους, τα πεζοδρόμια της άκρως σεξουαλικής Νέας Υόρκης.
Προορίζεται για σπουδαιότερα πράγματα. Ως ήρωας έχει αποστολή να ξεβρωμίσει τον τόπο του από τα λούμπεν στοιχεία που μαυρίζουν την «ευαίσθητη» ψυχοσύνθεση του. Χρήστες ναρκωτικών, ομοφυλόφιλοι, ιερόδουλες και μαύροι, όλοι είναι «κατακάθια» για τον Τράβις και πρέπει να εξαφανιστούν από προσώπου γης.
Κύριος υπεύθυνος για τον εκφυλισμό της πατρίδας του, για χατίρι της οποίας έχυσε το αίμα του, είναι ο Πάλανταϊν, ο εκπρόσωπος της διεφθαρμένης και αχάριστης, αμερικανικής πολιτικής σκηνής. Αποπειράται να τον δολοφονήσει εκπληρώνοντας έτσι το καρμικό σκοπό του, μα αποτυγχάνει παταγωδώς. Ακόμη και οι μισθοφόροι της σημαίας και επαγγελματίες πατριώτες αποτυγχάνουν, αραιά και που.
Μα δε το βάζουν κάτω. Ο Τράβις έχει αφήσει από καιρό την άδεια οδήγησης να αραχνιάζει, για να φρεσκάρει τις ικανότητές του στο πιστολίδι. Αποφασίζει να διασώσει, σχεδόν με το ζόρι, από το βούρκο της αμαρτίας, τη δωδεκάχρονη Άιρις (Τζόντι Φόστερ), σκοτώνοντας τον προαγωγό της Μάθιου Σπορτ (Χάρβεϊ Καϊτέλ), με κίνδυνο της ζωής του.
Ο οξύθυμος, μα τραυματισμένος νεαρός, αφού πρώτα επουλώνει τις σωματικές και ψυχολογικές του πληγές, επιστρέφει και πάλι στο τιμόνι. Η επανένταξη της μικρής του φίλης στα καθιερωμένα πρότυπα του αστικού καθωσπρεπισμού, δικαιώνει εντέλει τις οδύνες του αγώνα του.
Συμβιβάστηκε πια με τους προσωπικούς του δαίμονες; Ίσως. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι βραδινές κούρσες εξακολουθούν να τον γοητεύουν.
Η νύχτα, εξάλλου, βρίθει από εφιάλτες που γιγαντώνουν τα «τέρατα», έστω και αν αυτά επιμένουν να χρησιμοποιούν αυθαίρετα το ανθρώπινο σαρκίο…
ΟΤΑΝ ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΒΡΥΧΑΤΑΙ
Ο Ταξιτζής είναι μία ταινία που επιχειρεί πρωτίστως να αναδείξει το πρόβλημα της μοναξιάς, της μάστιγας δηλαδή που ταλανίζει την πλειοψηφία των ανθρώπων στα σύγχρονα αστικά κέντρα της αποξένωσης και του αριβισμού.
Οι μεγαλουπόλεις οικοδομούνται με το σκυρόδεμα του καπιταλισμού και για αυτό είναι αδυσώπητα καταπιεστικές για το συναισθηματικό κόσμο των πολιτών που «φιλοξενούν» στα γκρίζα αποπνικτικά όρια τους.
Στην περίπτωσή μας, ωστόσο, η μοναξιά του νεαρού Μπικλ παραπέμπει περισσότερο στη τρέλα, παρά σε οποιοδήποτε άλλο ευγενές γνώρισμα.
Ο Τράβις είναι ένα αφελές «σοφιστικέ» κατασκεύασμα της εποχής του, ένα γρανάζι της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας, το οποίο αφού χρησιμοποιήθηκε για το καλό της πατρίδας του, στη συνέχεια αφέθηκε στη μοίρα του να τα βγάλει πέρα ολομόναχος στις αρένες του ανθρωποφάγου μικροαστικού του περιβάλλοντος.
Ο ταξιτζής οδηγείται σταδιακά στη τρέλα. Η αυπνία απλά επιταχύνει τους ρυθμούς με τους οποίους εξαπλώνεται και καταλαμβάνει τις ίνες του νευρικού του συστήματος. Το μεγαλύτερο λάφυρο που αποκόμισε από το Βιετνάμ δεν είναι κάποια ουλή, αλλά η ψυχοπάθεια που του καταβροχθίζει και τα λιγοστά ψήγματα της εύθραυστης λογικής του.
Βρίσκει προσωρινή ανακούφιση, οδηγώντας ατελείωτες ώρες στους έρημους δρόμους της μεγαλούπολης, καλύπτοντας έτσι τη μοναξιά της ανυπαρξίας του. Κάθε φορά που βρέχει νιώθει να «καθαρίζει», καθώς η βροχή ξεπλένει τις φοβίες του.
Οι άνθρωποι όμως είμαστε κοινωνικά όντα, έχουμε ανάγκη να αλληλοεπιδρούμε μεταξύ μας, να ερωτευόμαστε και να δημιουργούμε με γνώμονα την ποιοτική μας εξέλιξη. Η συνειδητή αποξένωση μόνο προβλήματα μπορεί να προκαλέσει στη ψυχοσύνθεση μας, γεγονός που επιβεβαιώνεται στο πρόσωπο του Τράβις.
Κούρσα με τη κούρσα μεγαλώνει και ο βαθμός εξάρτησης που έχει με το τιμόνι και το αυτοκίνητο. Σιχαίνεται να υπηρετεί τις επιθυμίες των πελατών του, μα αντί να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό, επιλέγει να παρατείνει το μαρτύριο του.
Η σαδομαζοχιστική αυτή στάση είναι προϊόν της στρατιωτικής του εκπαίδευσης. Η εμμονική προσήλωση στην άρνηση παραδοχής της προσωπικής του αδυναμίας μεταφράζεται σε χάρισμα. Οτιδήποτε άλλο δηλώνει ηττοπάθεια και διαγράφεται χωρίς δεύτερη σκέψη από τα χακί κατάστιχα του νου του.
Ο πόλεμος εξακολουθεί να μαίνεται στις καθημερινές εγκεφαλικές του λειτουργίες, δυσχεραίνοντας έτσι τη νοητική του κατάσταση.
Το περιβάλλον που τον περιστοιχίζει σίγουρα είναι ασφυκτικό και ίσως τελικά οι νυχτερινές του περιπλανήσεις να οξύνουν περισσότερο τις νευρώσεις του, μα στην πραγματικότητα το μίσος προϋπάρχει και εμφιλοχωρεί στα μύχια της βαθύτερης ύπαρξής του.
Το πρόβλημα βρίσκεται σε αυτό τον ίδιο. Ο περίγυρος της νυχτερινής ζωής δεν είναι απάνθρωπος. Είναι απλά έρημος λόγω ώρας. Ο Τράβις όμως υφαίνει στο μυαλό του σχέδια εκδίκησης και βίαιους φόνους.
Αρνείται να αντικρύσει κατάματα τις παθογένειες της σκέψης του και τοποθετεί τον εαυτό του εκτός κάδρου, μεταθέτοντας τη βραδυφλεγή οργή του στους άλλους.
Εξιλαστήρια θύματα οι ιερόδουλες και αποδιοπομπαίοι τράγοι οι μαύροι. Στο μυαλό του μετατρέπονται σε νούμερο ένα κίνδυνο για τη διασφάλιση της επαπειλούμενης προσωπικότητάς του. Έφτασε ο καιρός να πάρει το νόμο στα χέρια του και να ξεβρωμίσει τον τόπο από τα αποβράσματα. Σας θυμίζει κάτι αυτό;
Η μανία του εστιάζεται στις ιερόδουλες, άλλωστε ο ίδιος ο Σκορσέζε έχει επιλέξει να εξαφανίσει τους υπόλοιπους παρίες από τους δρόμους και τα σοκάκια της Νέας Υόρκης, αναδεικνύοντας το μηχανισμό του σεξ που ενδημεί στον «ανεπτυγμένο» Δυτικό πολιτισμό.
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιώντας τις παραξενιές του φανταστικού αντιπροσώπου του, φαίνεται να μπερδεύει το σεξ με τη βαρβαρότητα, ρίχνοντας το φταίξιμο στις εκδιδόμενες κοπέλες, χωρίς να ασχολείται με το ευρύτερο «άρρωστο» κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο είναι ενταγμένες.
Η επιλεκτική αυτή απόκρυψη της βαρβαρότητας που δεσπόζει σε μία κοινωνία, η μονόπλευρη και στοχευμένη επίθεση σε ένα μονάχα ευάλωτο παρακλάδι της, μόνο άσχημη εντύπωση προκαλεί, ακόμα και αν το φιλμ στο σύνολό του εξακολουθεί να είναι ένα από τα αγαπημένα μου.
Εξάλλου οι πόρνες ασκούν ένα ζωτικό και «σκληρό» λειτούργημα. Σίγουρα οι συνθήκες στις οποίες εργάζονται, δε θα είχαν θέση σε μία ιδεατή κοινωνία, μα σκεφτείτε τι θα συνέβαινε αν ξαφνικά ο κλάδος τους κατέβαζε ρολά σήμερα, εξαιτίας των μνημονίων για παράδειγμα.
Το πληρωμένο σεξ απορροφάει τους βίαιους κραδασμούς. Χωρίς αυτό πώς θα εξισορροπούσαν οι ανεξέλεγκτες ορμές των ανθρώπων που βρίσκονται στο μεταίχμιο της ψυχολογικής κατάρρευσης;
Ας κρατήσουμε τα κροκοδείλια δάκρυα για τον εαυτό μας. Ο οίκτος συνδέεται με τη ψευδαίσθηση της ανωτερότητας, συναίσθημα κίβδηλο και κυρίως παράταιρο με τις αρχές του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης.
Είναι προτιμότερο να αποποιηθούμε του ιεραποστολικού μας ρόλου, για να παλέψουμε με όλες μας τις δυνάμεις για την ανέγερση μίας πιο ανθρώπινης κοινωνίας.
Μίας ισορροπημένης κοινωνίας που δε θα χρειάζεται κανένα Τράβις να προβαίνει σε ηρωικές πράξεις διάσωσης ανήλικων κοριτσιών για να καμουφλάρει έτσι την οξύτητα του παθογόνου εγωτισμού του.
“ YOU TALKIN’ TO ME?”
Θα τολμούσα να απαντήσω καταφατικά, αν και μάλλον ριψοκινδυνεύω να δεχτώ τα πυρά κάποιου «αγανακτισμένου» επίδοξου πιστολά, ωστόσο στη φράση αυτή όπως και στην αντίστοιχη «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» περικλείεται εμβριθώς το καρκινικό μόρφωμα που τείνει να καταστρέψει τις ανθρώπινες σχέσεις, με ότι και αν αυτό συνεπάγεται.
Το μίσος έχει αντικαταστήσει την αγάπη, η πόλωση την επικοινωνία, ο ρατσισμός την αλληλεγγύη. Αλαζονεία και μισαλλοδοξία συναντώνται πλέον σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής πυραμίδας.
Διαβάζουμε συνεχώς για πολιτικούς που διασταυρώνουν τα ξίφη τους, για επιστήμονες που γίνονται μαλλιά κουβάρια για μία πανεπιστημιακή θέση, ακόμη και για καθημερινούς ανθρώπους του μόχθου που αντί να αναπτύξουν δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους, βγάζουν τα μάτια ο ένας του άλλου προς επίρρωση της παράνοιας που βιώνουμε.
Άνθρωποι όπως ο Τράβις είναι οι γείτονες της διπλανής μας πόρτας. Τέλεια μοντέλα νευρωτικών μικροαστών, με καταπιεσμένους φόβους και τάσεις μεγαλοϊδεατισμού. Επηρμένοι, μεγαλομανείς μέχρι το κόκκαλο, τρέφονται από τις αυταπάτες που γεννάει η διψασμένη για παραμύθια, μα αποστειρωμένη από ανθρωπιά μήτρα της φαντασίας τους.
Είναι οι τύποι εκείνοι που ανάγουν το πεπερασμένο μικρόκοσμό τους σε σημαίνοντα πυρήνα της πλάσης ολάκερης, μα στην πραγματικότητα το μυαλό τους, ελλείψει παιδείας, βυθίζεται τάχιστα στο βάλτο της αυτοάνοσης αποβλάκωσης που γεννάει ο οργανισμός τους, ίσως ντροπιασμένος από την απροσμέτρητη χαζομάρα του λειψού εγκεφάλου τους.
Άτομα που αρέσκονται στην ποδηγέτηση και είναι πανέτοιμα να ακολουθήσουν μέχρι τέλους τον εκάστοτε Μεσσία, Αρχηγό και φύρερ. Εκλογικεύουν τις εγκληματικές τους πράξεις, ανάγοντας σε ήρωα τον δυστυχή εαυτό τους, μα στο συγκεκριμένο παραμύθι οι πρίγκηπες έχουν δηλητηριαστεί από τα φίδια του φασισμού.
Οραματίζονται διαρκώς την επανίδρυση Αυτοκρατοριών, ξεχασμένων από καιρό στο κλίβανο της ιστορικής λήθης, όμως οι «σπουδαίες» ιδέες απαιτούν και «μεγάλα» μυαλά. Οι πεποιθήσεις των φασιστών είναι αυτές που βιώνουμε στη καθημερινότητά μας και στερούνται φαντασίας. Ευτυχώς για εμάς τους υπόλοιπους…
Ο φασισμός του σήμερα κινείται σε ένα ατέρμονο κυνήγι μαγισσών, ενώ παράλληλα ισοπεδώνει όλα όσα δε μπορεί να προσεγγίσει με βάση τα ποιοτικά κριτήρια της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Ξυλοφορτώνει τη λογική και λούζεται με τα ποτισμένα στο αίμα ραδιενεργά του απόβλητα.
Ο φασισμός είναι ένα ψευδοεπαναστατικό κίνημα της ντροπής, με απήχηση σε ανθρώπους της ποιοτικής φυράς ενός Τράβις Μπικλ και για αυτό είναι πολύ επικίνδυνος αν δεν προσεχθεί και καταπολεμηθεί εγκαίρως.
Πώς προκύπτει όμως η ελκυστικότητα του φασισμού; Και γιατί ακόμη και σήμερα καταφέρνει να εντάξει στους πολεμοχαρείς πυρήνες του, όλους εκείνους που βασανίζονται από τους δαίμονές τους, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό τους στη ζωή ως άλλες χαλασμένες πυξίδες;
Ο φασισμός, η ακραία μορφή του εθνικισμού αποτελεί γνήσιο τέκνο του μισαλλόδοξου καπιταλισμού και στηρίζει τη γοητεία του στη διαιώνιση των αιμομικτικών δεσμών που ακολουθούν τους ανθρώπους από τη στιγμή της γέννησης τους μέχρι και το θάνατο τους, αν δεν προσπαθήσουν αληθινά, καταβάλλοντας σοβαρή προσπάθεια να τους αποτινάξουν από πάνω τους.
Η αιμομιξία δε νοείται εδώ ως μία σωματική σεξουαλική πράξη, αλλά περιγράφει σε συμβολικό επίπεδο τη λατρεία των ανθρώπων στα ιερά χώματα των πατεράδων τους, την προσκόλληση στη μήτρα της μητέρας τους, τη φετιχοποίηση του ομφάλιου λώρου.
Τα εν λόγω άτομα αφού δε μπορούν να ενηλικιωθούν φυσιολογικά, παραμένουν για πάντα παιδιά και μάλιστα βίαια. Η βία και η οργή τους πηγάζουν από το άγχος των ενήλικων υποχρεώσεων που καλούνται να αναλάβουν και την επιθυμία τους να επιστρέψουν πίσω στην ασφάλεια της μητρικής και πατρικής αγκαλιάς.
Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα υποδηλώνει την ανάγκη των συναισθηματικά άδειων ατόμων να ανήκουν κάπου. Οπουδήποτε. Η φυλή, το γένος, το έθνος και το κράτος προσφέρουν μέσω της μαζικοποίησης, τις κατάλληλες εκείνες προϋποθέσεις που χρειάζεται ο νευρωσικός τύπος για να αισθανθεί ότι επιτέλους ανήκει σε κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο, ενώ συγχρόνως τον ανακουφίζουν παίρνοντας από πάνω του τις όποιες ευθύνες που του αναλογούν.
Οι θρησκείες, οι Ηγέτες, οι Ομάδες και οι διάφοροι τύποι Εθνικισμού προσφέρουν στο φανατισμένο ποίμνιό τους, τη ψυχική γαλήνη που τόσο απεγνωσμένα λαχταράει η φυγόπονη καρδιά του.
Οι φασίζουσες προσωπικότητες παραιτούνται του δικαιώματος της ελεύθερης βούλησης, προτιμώντας τη λατρεία των αιμομικτικών ταμπού και της εθνικοπατριωτικής μυσταγωγίας.
Η άβυσσος της ατομικής τους ανικανότητας συγχωνεύεται με την πτώχευση της προσωπικότητάς τους, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο πανηγύρι ζουρλών που αποκτάει θανατηφόρες διαστάσεις και εμποδίζει με τη τρομοκράτηση των απανταχού «εχθρών» της Πατρίδας, την ομαλή πολιτισμική εξέλιξη.
Όμως ακόμα και όσοι απεχθάνονται αυτές τις ρατσιστικές πρακτικές, δύσκολα ξεφεύγουν από την παγίδα της προσαρμογής στα καθιερωμένα κοινωνικά πρότυπα. Νευρωσικοί και «φυσιολογικοί» συχνά απεμπολούν την ανεξαρτησία τους, προς τέρψη του κοινωνικού κομφορμισμού.
Αρνούνται το μεγαλείο της αγάπης, αισθανόμενοι διαρκώς κατώτεροι της. Βιώνουν το «θαύμα» της ζωής, γεμάτοι ενοχές και στερήσεις. Συμβιβάζονται με την απατηλότητα των δεσμών οικειότητας που σχηματίζονται μεταξύ των μοναχικών καρδιών τους και αυτό είναι όλο.
Ζούμε απλά για να ζούμε, μέχρι που φτάνει η μέρα που η αντιπάθεια για τον εαυτό μας ξεχειλίζει από μέσα μας και απειλεί να μας καταπνίξει. Αν δεν αλλάξουμε ριζικά κινδυνεύουμε να φαγωθούμε από το κτήνος της ενοχικής οργής που ελλοχεύει στα έγκατα του είναι μας, ακριβώς όπως συνέβη και στην ιστορία του πιο διάσημου κινηματογραφικού ταξιτζή.
Η ΚΑΤΑΤΡΟΠΩΣΗ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ
Όπως είναι φυσικό κάθε νευρωσικός δε μεταφράζεται σε φασίστα, αν και το αντίστροφο έχει ισχύ. Ένα μείζον πρόβλημα ως προς την απρόσκοπτη ανάπτυξη μίας ανεξάρτητης και ισορροπημένης προσωπικότητας έχει να κάνει με τη σχέση μας με το ασυνείδητο.
Σύμφωνα με τον Φρόυντ στο ασυνείδητο κρύβονται όλα εκείνα τα απωθημένα πρότυπα φόβου, όπως επίσης και οι κοινωνικές απαγορεύσεις, που βρίσκονται σε ασυμφωνία με το ανώτερο συνειδητό, δημιουργώντας τους φόβους και τα άγχη που επαπειλούν τη ψυχοσωματική ακεραιότητα του ατόμου.
Κατά τον Γιούνγκ το συμπιεσμένο κομμάτι του εαυτού μας, η αχαρτογράφητη περιοχή του ασυνειδήτου δηλαδή, βρίθει από απωθημένες ανάγκες και πάθη που χειραγωγούν το συνειδητό των ανθρώπων, δημιουργώντας αυτό που ονομάζουμε λατρεία και πίστη ή αλλιώς θρησκευτικό φαινόμενο.
Μπορούμε τελικά να δραπετεύσουμε από τα δεσμά που εμείς οι ίδιοι σφυρηλατούμε;
Μα και βέβαια! Το μόνο που χρειάζεται είναι αγάπη και υπομονή καθώς η εσωτερική αφύπνιση προϋποθέτει μία όντως επίμοχθη προσπάθεια. Ας ακούσουμε επιτέλους εκείνη τη φωνούλα μέσα μας που διψάει να της δώσουμε σημασία.
Ο φόβος είναι περιττός. Για τον εαυτό μας άλλωστε μιλάμε. Αγαπώντας εμάς κερδίζουμε σε αυτοεκτίμηση, ενώ αποδεχόμενοι τις αδυναμίες μας, μόνο ωφελημένοι βγαίνουμε σε αυτό το πολύπλοκα απλό παιχνίδι που ονομάζεται ζωή.
Απλοί άνθρωποι είμαστε. Ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Ας το παραδεχτούμε. Δεν υπάρχουν θεοί και δράκοι, ούτε αποδιοπομπαίοι τράγοι. Μονάχα εμείς. Ας χρωματίσουμε την πολύτιμη ασημαντότητά μας με λίγο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Το χιούμορ δεν έβλαψε ποτέ κανένα.
Αγαπάμε και ερωτευόμαστε γιατί έχουμε επιλογή. Και πάντοτε θα έχουμε τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στη δράση και την παθητικότητα. Όλοι μας είμαστε μοναδικοί και συγχρόνως τόσο διαφορετικοί.
Ο ωκεανός της ζωής όπως και το ταξίδι της, είναι συναρπαστικό και μας χωράει όλους.
Αγκαλιάζοντας τους εφιάλτες μας, ανακαλύπτουμε το είναι μας.
Ας το διαφυλάξουμε!