του Νικήτα Φεσσά
Πετυχημένος γοητευτικός καρδιοχειρουργός διατηρεί σχέση αρχικά αδιευκρίνιστης φύσεως με παράξενο έφηβο αγόρι το οποίο αρχίζει να διαταράσσει την ανοίκεια και δυσοίωνα τέλεια οικογενειακή ζωή του πρώτου. Το αγόρι μοιάζει να κουβαλάει κάποιου είδους θανάσιμη κατάρα που έχει τις ρίζες της στο παρελθόν του γιατρού.
Θα μπορούσε να είναι η πλοκή για συμβατικό και κακόγουστο θρίλερ από αυτά του σωρού. Όμως προφανώς η ταινία μόνο συμβατική δεν είναι, καθότι την υπογράφει ο Γιώργος Λάνθιμος.
Με τον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού ο εμβληματικός εκπρόσωπος του λεγόμενου Greek Weird Wave, και μετρ της άβολης ατμόσφαιρας και των δυσάρεστων συναισθημάτων επιστρέφει με ένα αριστούργημα τρόμου– και βασικά με ένα αριστούργημα, τελεία.
Θριαμβεύοντας εκεί όπου απέτυχε ο Αρονόφσκι με το πρόσφατο χοντροκομμένο και εξωφρενικό Mother!, ο Λάνθιμος μας προσφέρει ένα έργο τέχνης που αναμιγνύει τα καλύτερα υλικά από Kubrick (το κλινικό βλέμμα και αισθητική), Lynch (διαστροφές, ανεξήγητος τρόμος που πηγάζει από το Ασυνείδητο, χαρακτήρες που φαίνεται να διαθέτουν υπερφυσικές δυνάμεις—βλ. Mystery Man στο Lost Highway), πρώιμος Cronenberg (ο σωματικός τρόμος), Haneke (η μαύρη σάτιρα των μπουρζουά ηθών —βλ. Funny Games), Buñuel (επίσης η μαύρη σάτιρα της μπουρζουαζίας, συν το παράλογο και ο σουρεαλισμός—βλ. Άγγελος Εξολοθρευτής), Ιονέσκο, Μπρεχτ (βλ. τις ατάκες που εκφέρονται από τους ηθοποιούς Nicole Kidman, Colin Farrell, και Barry Keoghan– με ρομποτικό, αποξενωτικό τρόπο, σαν οι χαρακτήρες να είναι κενοί και ηθελημένα μη ρεαλιστικοί, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον μέηνστρημ κινηματογράφο/θέατρο, κλπ), και φυσικά τους γνωστούς ‘‘Λανθι-σμούς’’-σήμα κατατεθέν του δημιουργού (το άβολο της εφηβικής/της ταμπού σεξουαλικότητας, η ασθενούσα και παραπαίουσα πατριαρχία, και στο επίπεδο της φόρμας τα ασυνήθιστα καδραρίσματα και χρήση της μουσικής).
Ο Λάνθιμος όμως διαφέρει από τον Αρονόφσκι και στη λεπτότητα με την οποία χειρίζεται τις μεταφορές, τις αλληγορίες, και τους συμβολισμούς του. Παρόλο που μας επισημαίνει, μέσω ενός από τους βασικούς χαρακτήρες, ότι θα πρέπει να διαβάσουμε όσα διαδραματίζονται στην ταινία του ως αλληγορικά, μεταφορικά, συμβολικά, και παρόλο που μας συλλαβίζει και το (κλασικό) κείμενο –η τραγωδία Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη–με το οποίο πρέπει να αντιπαραβάλλουμε το συγκεκριμένο φιλμικό κείμενο, οι νύξεις μπλέκονται με αριστοτεχνικό τρόπο, και δεν προσφέρουν εύκολες λύσεις (και πότε το έκανε κάποια ταινία του Λάνθιμου άλλωστε;) Ο χαρακτήρας του γιατρού παραλληλίζεται με τον Αγαμέμνονα, αλλά και με τον Αβραάμ, σε σχέση με την αδύνατη επιλογή που καλείται να κάνει. Το αινιγματικό αγόρι που απαιτεί την αδιανόητη θυσία επίσης μπορεί να παραλληλιστεί με τον σκληρό, και αδιαπέραστο όσον αφορά τα κίνητρά του, Θεό της Βίβλου—αλλά ίσως και με τον Διάβολο. Επίσης, προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι το σάουντρακ περιλαμβάνει τα «Jesus Christus» από το «Stabat Mater» του Schubert (στην αρχή), και «Το Πάθος του Αγ. Ιωάννη» του Bach (στο τέλος της ταινίας).
Με ζηλευτή ωριμότητα στο χειρισμό του υλικού του, και αξιοθαύμαστη αυτοπεποίθηση, ο Λάνθιμος δεν πνίγεται ούτε στιγμή κάτω από το βάρος όλων αυτών των αναφορών, και τους βάζει τη δική του, εντελώς προσωπική σφραγίδα. Δίνει επίσης ένα τουίστ γοτθικού τρόμου, ενώ τις διανθίζει και με αναπάντεχες ανοιχτές αναφορές σε κείμενα της ποπ κουλτούρας όπως Η Ημέρα της Μαρμότας/Groundhog Day, για να τονίσει την μπουρζουά μονοτονία, την επανάληψη που συνεπάγονται οι ενορμήσεις (με κυρίαρχη φυσικά την ενόρμηση θανάτου), το κυκλικόν των Οιδιπόδειων (και αρνητικών Οιδιπόδειων) συνδρόμων και σχέσεων, αλλά ίσως και την επανάληψη και την τρομακτική μονοτονία και μπαναλιτέ σε κοσμικό επίπεδο.
Σε κάθε περίπτωση, όπως και στον Αστακό (βλ. Οιδίποδας), έτσι και εδώ οι μυθικές αναφορές (Αγαμέμνων και Κλυταιμνήστρα, Τειρεσίας, τυφλότητα—παρεμπιπτόντως το Περί Τυφλότητος του Σαραμάγκου μοιάζει επίσης να αντηχεί εδώ) προσκαλούν ψυχαναλυτικές αναγνώσεις. Επίσης, σε ένα πρώτο επίπεδο, εκτός από τις παραφιλίες των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, η σεξουαλική καταπίεση των εφήβων, η λανθάνουσα ανδρική ομοφυλοφιλία, και ενδεχομένως η λανθάνουσα παιδοφιλία φαίνεται να εκδηλώνονται ως σωματοποιημένα συμπτώματα (μαζικής, ή έστω οικογενειακής) υστερίας, ένα από τα οποία, ως γνωστόν, είναι η παράλυση. Όμως η επιστήμη (της ψυχανάλυσης) μπλέκεται με το μεταφυσικό: η παράλυση εδώ ακολουθείται από την εμφάνιση αυτού που η Καθολική Εκκλησία θα ονόμαζε ‘στίγματα’.
Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού είναι μια ιστορία ανηλεούς εκδίκησης, ένα ‘‘οφθαλμός αντί οφθαλμού’’ που φαίνεται να έχει οικουμενική ισχύ (δεν είναι τυχαίο ότι ο Λάνθιμος επιλέγει το φαινομενικά άχρωμο και α-τοπικό Cincinnati του Ohio ως φόντο, κινηματογραφημένο έτσι ώστε θα μπορούσε να είναι μια πόλη στην Αυστραλία, στον Καναδά ή αλλού—για την ιστορία, πρόκειται για την πρώτη απόπειρα του σκηνοθέτη σε Αμερικάνικο έδαφος).
Συνοψίζοντας: θα είναι κατόρθωμα εάν στο μέλλον ο Λάνθιμος, και ο σταθερός συνεργάτης του στη συγγραφή των σεναρίων Ευθύμης Φιλίππου, κατορθώσουν να ξεπεράσουν αυτό το χάιλάιτ καριέρας.
Βαθμολογία 5/5
Ευχαριστούμε το σινεμά Όσκαρ για τη φιλοξενία