Του Γιάννη Δημογιάννη
Σαν άνθρωπος που κουβαλά, ήδη, στο σκαρί του, 28 χρόνια ζωής στον αλλόκοτο «πλανήτη» της αναπηρίας, νιώθω πως, ιδίως στην Ελλάδα – στο ομορφότερο, πέτρινο ακρωτήρι της Μεσογείου – οι πάσης φύσεως ανάπηροι, κυριολεκτικά «Τρώνε βρώμικο ψωμί», όπως μαρτυρά και η σπαρακτική ερμηνεία της Σωτηρίας. Το γεγονός φαντάζει τουλάχιστον, άδικο, παράλογο, και κυρίως, ανθρωποφαγικό. Η Ελληνική κοινωνία, αντί να περιβάλλει τα άτομα με αναπηρία, μέσα σ’ ένα προστατευτικό πλέγμα ισοτιμίας, αμοιβαιότητας και αποδοχής της διαφορετικότητας, απεναντίας, είτε δείχνει αδιάφορη για την ύπαρξή τους, είτε εκτονώνει εις βάρος τους, το πιο σκληρό, ρατσιστικό και στερεοτυπικό της πρόσωπο. Μία αδυσώπητη ομολογουμένως πραγματικότητα, από την οποία, δυστυχώς, δεν εξαιρείται, κανείς, ούτε καν τα παιδιά ∙ και τούτη εδώ η περίπτωση, ίσως να είναι και η σκληρότερη εκδοχή αυτής της αδυσώπητης αλήθειας: σ’ έναν Παράδεισο, που φαίνεται πως φτιάχτηκε, για να χωρά λίγους, εσύ να στιγματίζεις τους πιο πληγωμένους του Αγγέλους.
Ανατρέχω σε πρόσφατο κείμενό μου στο Νόστιμον Ήμαρ, και διαπιστώνω πως η ίδια κατάσταση, προβάλλει επαναληπτικά δυσοίωνη, και για τα παιδιά. Τα ερωτήματα που είχαν τεθεί, τότε, εξακολουθούν να χάσκουν δυσθεώρητα: «… Αρκεί μονάχα, να μπεις για λίγο, στη θέση των ανάπηρων παιδιών, έστω και νοερά. Πώς θα ένιωθες, για παράδειγμα, αν αισθανόσουν μονίμως πάνω σου, ένα ζευγάρι μάτια να σε κοιτούν με οίκτο; θα μπορούσες εύκολα να διαχειριστείς τον οικείο, τοξικό ψίθυρο: «τι κρίμα, το καψερό;» Θα σου έλειπε το παιχνίδι, όταν δεν περίσσεψε για εσένα, μία θέση ή, έστω, κάποιος ρόλος στις παιδικές χαρές; Θα ενθουσιαζόσουν, αν το σχολείο σου ήταν «ανεπαρκές», αναλόγως των προβλημάτων σου; Θα σου στοίχιζε, αν ο χρόνος και οι μέρες σου μετριούνταν αποκλειστικά με επισκέψεις, σε νοσοκομεία, ιδρύματα και γιατρούς; Με δύο λόγια, θα ενθουσιαζόσουν, που ξημέρωσαν για εσένα, νωρίτερα, απ’ ό,τι στους υπόλοιπους συνομήλικους, όλα τα βασανιστικά διλήμματα, που αφορούν τη ζωή, το μέλλον, τους άλλους; Ότι για σένα σκλήρυνε νωρίς το πρόσωπο σου; Ότι για σένα πάγωσε «άδικα» το χαμόγελο της ψυχής;» Παντού, οι ίδιες, γνώριμες, και μονότονα επίμονες, φωνές.
Μέχρις ότου, το θαύμα συνέβη αναπάντεχα, και μάλιστα στην πόλη που κατοικώ, την Πάτρα. Παρασκευή, 2 του Ιούνη, την πρώτη εβδομάδα του Θέρους, σάμπως να ήταν σημαδιακό, το όνειρο ετούτης της καλοκαιρινής νύχτας. Ανακαλώ την εικόνα από την κατάμεστη αίθουσα εκδηλώσεων του πανεπιστημίου Πατρών, και νιώθω το ίδιο κάψιμο στο λαιμό. Βλέπω, ήδη, ανεβασμένη πάνω στη σκηνή, τη χορωδία του ΟΤΕ Πατρών, μαζί, με σύσσωμη, την ορχήστρα του μουσικού σχολείου της πόλης ∙ 40 έφηβοι μαθητές, όλοι τους σολίστες μουσικοί, που περιμένουν, με τη μοναδική ευγένεια που χαρακτηρίζει τη νιότη τους, προκειμένου να έρθουν κοντά τους, οι μεγάλοι σολίστες της ζωής!!! Και τότε, το φως στην αυλαία δυναμώνει, και μοιάζει σα να ξεδιπλώνεται ενώπιον μας, ένα πρωτόγνωρο ανθρώπινο ακορντεόν. Σιγά, σιγά – λες και προσέρχονται στη δικιά τους ιερή μυσταγωγία – εισέρχονται αθόρυβα, σχεδόν τελετουργικά, από τις δύο εξόδους της κουίντας, οι 70 μαθητές του Ειδικού επαγγελματικού Γυμνασίου και Λυκείου της Πάτρας. Όλοι οι πρωταγωνιστές του σύγχρονου Ομηρικού μύθου, και συνάμα οι πρωταγωνιστές του αξεπέραστου μύθου της ζωής τους. Μοιρασμένοι με «τάξη», σε δύο ημιχόρια, όπως επιτάσσει το θαυμαστό σύμπαν του Αρχαίου δράματος, αλλά, και όπως διδάχθηκαν μεθοδικά, εδώ και τόσους μήνες, από τους εμπνευσμένους τους δασκάλους. Και οι 70 τους, υπέροχοι ∙ 70 ηθοποιοί – μαθητές, που προσήλθαν επί της δραματικής σκηνής, προσηλωμένοι στο «χρέος» και τους ρόλους τους, με ακρίβεια, που θα την ζήλευαν μέχρι και επαγγελματίες θεατρίνοι…
Η παράστασή αρχίζει. Το μάτι μου θολώνει, χαμένο στις μακρινές γραμμές των οριζόντων, όπως όταν ανακαλούμε μία επίμονη σκέψη ή όταν αναπολούμε μία ανεξίτηλη ανάμνηση… Θυμάμαι, πρόσφατα, μία εκλεκτή φίλη, που συμμετείχε ενεργά στην όλη προσπάθεια, μού είχε μιλήσει για το παράτολμο Θεατρικό εγχείρημα του σχολείου τους, και, ειλικρινά, όταν επεκτάθηκε σε κάποιες, επεξηγηματικές “σκηνικές” λεπτομέρειες, την παρακολουθούσα ωσάν μπούφος…[«Ρε μπας και δεν πρόκειται για θεατρική παράσταση»], αναλογιζόμουν ψιθυριστά μέσα μου, μη και τυχόν φανώ δύσπιστος ή, το χειρότερο, προκατειλημμένος, αν και ανάπηρος… «Μήπως δεν κατάλαβα, μήπως βούλωσαν με κερί, τ’ αυτιά μου, όπως ο Οδυσσέας στο κατάρτι;», αυτή τη φορά, η απορία μου ειπώθηκε φωναχτά… «Είναι ποτέ δυνατόν;» κολλημένος στον ίδιο χαβά, εγώ. «Καταλαβαίνουν τι είδους “νάρκη”, κουβαλούν; Έχουν επίγνωση του μεγέθους;» Αυτές, και άλλες τόσες ακαδημαϊκές απορίες, που αποδείχθηκαν εκ των υστέρων, τόσο γελοίες, τόσο γραφικές. «Και δε μου λες», συνέχισα, κουρδισμένος στο ίδιο ξεκούρδιστο βιολί. «Ποια ραψωδία διάλεξαν, για να δουλέψουν;»
Και, τότε, να που σκάει, σαν αυτοσχέδιο πυροτέχνημα, η αποστομωτική της απάντηση: «Δεν κατάλαβες μάλλον, καλά, φίλε μου. Ο Φώτης (ο σκηνοθέτης του έργου), μαζί με τα παιδιά μας αποφάσισαν ν’ ανεβάσουν αποσπάσματα, απ’ ΟΛΕΣ τις ραψωδίες της Οδύσσειας!» Ακολουθεί σιωπή, κι ύστερα, ξεφεύγει ένα «σαρκαστικό γελάκι» (ποιός είπε πως, ακόμη κι ένας ανάπηρος δεν μπορεί να ξεστομίσει ένα αστόχαστο, ρατσιστικό σχόλιο): «Και, για πες, τώρα ∙ το κείμενο – τους διαλόγους, ρε παιδί μου – οι μαθητές, θα τους διαβάζουν από βιβλίο;»… Μετά από τόσες μέρες, το παραδέχομαι, η απάντηση της ακόμη αντιβουίζει στ’ αυτιά: «Μού φαίνεται, πως δεν κατάλαβες και πάλι, Ιωάννη» – εδώ, η απάντηση εξουδετερώνει το “λίγο”: «Τους διαλόγους, τούς έχουν αποστηθίσει μέχρι και το τελευταίο κόμμα!» Από την έκπληξη, θυμάμαι, έριξα το ποτήρι με το νερό: «Μα, μέχρι την τελευταία ατάκα; Μα, πώς είναι δυνατό; Και θα απαγγείλουν αποσπάσματα απ’ όλες τις ραψωδίες της Οδύσσειας; Και πώς τα θυμούνται; Κι αν τα ξεχάσουν πάνω στην σκηνή;»… Κι αν, κι αν, κι αν, ένα τρενάκι φορτωμένο μ’ όλες τις σκιές της ψυχής – τις δικές μου, εννοείται, σκιές, ποτέ των παιδιών. Ένα τρενάκι κατάφορτο, μ’ όλες τις φοβίες, που δηλητηριάζουν συνήθως το μυαλό. Όπως ακριβώς, το λέει και ο ποιητής: «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου».
Και, από ό,τι φάνηκε, φίλοι μου καλοί, οι 70 μαθητές του Ειδικού επαγγελματικού Γυμνασίου και Λυκείου Πατρών, στήθηκαν επί της σκηνής, ενώπιον μας, και προς μεγάλη δικαίωση της Προμηθεϊκής τους φλόγας, αλλά κυρίως, αποστομώνοντας όλους εμάς, τους «καλοπροαίρετους» θεατές, υπήρξαν οι μόνοι, που κανείς, μα κανείς τους, δεν επέτρεψε τη μέρα της μεγάλης τους γιορτής, να κουβαλήσει, ούτε σε μία ακρούλα της ψυχής, όλα εκείνα τα μυθικά τέρατα, που εμείς, οι τάχατες «φυσιολογικοί», κουβαλάμε και θρέφουμε νυχθημερόν! Και να, που το θαύμα έγινε. Να, που συνέβη και μπροστά μας. Να, που εμείς κοινωνήσαμε από τα Νάματα των 70 μαθητών του Γυμνασίου και Λυκείου, των μόνων πανάξιων συντρόφων του πανανθρώπινου Οδυσσέα. 70, θαλασσοδαρμένοι, ίσως, μα τόσο ελεύθεροι και ψυχωμένοι ναύτες. Κι όμως! Εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα, τα δύο ημιχόρια αυτών των σπάνιων Αγγελιοφόρων στήθηκαν με θάρρος ακλόνητο, πάνω στο καρυδότσουφλο του ναυαγισμένου Οδυσσέα, βροντοφωνάζοντας με άψογη, αρχαιοελληνική προσωδία, όλα όσα μαρτυρά ο τυφλός ποιητής της Ιωνίας. Αυτός που ιστόρησε, πίσω από τα παθήματα του πολυμήχανου Βασιλιά της Ιθάκης, τα πάθη και τους καημούς όλων των ξενιτεμένων της Γης. Όλων ανεξαιρέτως – ανάπηρων, ή μη. Γιατί, τελικά, ο ανεπανάληπτα διαφορετικός θίασος του σχολείου Ειδικής αγωγής Πατρών, αγωνίστηκε σκληρά, για μήνες ολόκληρους, ώστε να διασαλπίσει στα βουλωμένα μας αυτιά, ένα πρωτόγνωρο μήνυμα αλληλεγγύης, «για όσα δεινά βιώνουν οι εκδιωγμένοι και ξενιτεμένοι λαοί, και για το πώς, εν τέλει, η διαφορετικότητα μπορεί να λειτουργήσει θετικά και δημιουργικά». Και είμαι απολύτως πεπεισμένος πως, αν είχατε την τύχη, να παρευρεθείτε στη συγκλονιστική τους παράσταση, σίγουρα, θα ηχούσαν μέσα σας, για καιρό, οι στεντόρειες φωνές τους.
Όπως, λοιπόν, κανείς δεν επέλεξε την αρρώστια ή την αναπηρία του – νοητική είτε σωματική – έτσι και κανείς δεν επέλεξε να εγκαταλείψει τον τόπο του, για να κάνει τουρισμό, ανά την υφήλιο. Και οι μαθητές του Μουσικού Λυκείου, από κοινού με τους μαθητές του σχολείου ειδικής αγωγής, αυτές τις οικουμενικές αξίες ξεδίπλωσαν. Ένα πολυδιάστατο μήνυμα αφύπνισης, που μπόρεσε, με το δικό τους μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο, ν’ αγγίξει τα κοινά σημάδια των καρφιών. Γιατί το ταξίδι, ο πόνος, ο Νόστος είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους. Μας το δίδαξαν προσφάτως 70 εξόριστοι Άγγελοι.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ το Σάββατο 10.6.2017