Του Σίμου Ανδρονίδη
«Έβγαλε τα γυαλιά του, τα σκούπισε, τα ξαναφόρεσε. Τίποτ’ άλλο. Τα κρεβάτια σιδερένια, οι άνθρωποι γυάλινοι, οι καρέκλες αέρας» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Θεώρηση’).
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ‘Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’, αντανακλά αφηγήσεις, ποιήματα που τα διατρέχει η αίσθηση της απώλειας, της έλλειψης σταθερότητας, αντανακλά την ιδιαίτερη δυνατότητα της ποίησης να συνενώνει στιγμές.
Ο Γιάννης Ρίτσος αρθρώνει συμβάντα, που διακρίνονται άλλοτε για την ορμητικότητα τους & άλλοτε για την σιωπή τους, επιδιώκει να καταστήσει οικείο και ανίερα ανθρώπινο τον θάνατο, και διεισδυτική την ΄σύλληψη’ της λέξης και του ποιητικής εννοιολόγησης, σε συνθήκες στρατιωτικής δικτατορίας και εγκλεισμού σε στρατόπεδο συγκέντρωσης..
‘Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’ λειτουργεί σκωπτικά, σωματικά, ‘διαρρηγνύει’ ή ‘ρηγματώνει’ παρούσες βεβαιότητες, απεικονίζει συναισθήματα που «γεννά» & «παράγει» η αφιέρωση στην ποίηση..
«Το’ ξερε – δεν μπορούσαν όλα να ειπωθούν ως το τέλος· μια σιωπηλή ειδοποίηση- το αδιόρατο χτύπημα στο τζάμι, στην πόρτα ή στον τοίχο· κι άξαφνα το γυμνό πόδι, λαμπρό, προδοτικό, φεύγοντας πίσω απ’ το κόκκινο, σκιασμένο παραπέτασμα».[1] Η ποίηση συμπληρώνει το ανείπωτο, ή τείνει να προσδιορίσει αυτό που δεν ειπώθηκε ακόμη.. Εγκολπώνεται σε μία στοχαστική ‘παραδοξότητα’, δύναται να ‘ενσαρκώσει’ τον άλλον, μεταβάλλεται εντός κειμένου, και, δίπλα στο σώμα, ή εντός σώματος..
Κι είναι αυτό το «γυμνό πόδι», στο οποίο συμβολικά, όσο & πρακτικά-φυσικά παραπέμπει ο ποιητής που, εδράζεται σε έναν χρόνο πειθαρχικό, που φέρει το βάρος της ευθύνης, το ίδιο το συμβάν της γυμνότητας: Πόδι και σώμα γυμνά, υπό το πλαίσιο της παρατήρησης-παρακολούθησης, τα οποία και ενέχουν κινητικά όρια, τάσεις αμφισβήτησης-αμφιβολίας, ενώ δύνανται να καταστούν δέκτες μίας εξουσιαστικής βιοπολιτικής μηχανικής.. Γράφει ο ποιητής, «κι άξαφνα το γυμνό πόδι, λαμπρό, προδοτικό, φεύγοντας πίσω απ’ το κόκκινο, σκιασμένο παραπέτασμα».
Επρόκειτο για την επιδίωξη συγκρότησης ενός πεδίου αλλαγής, μίας ταυτότητας που συντίθεται από άλλες ταυτότητες, ανοιχτές στη διαδικασία της διερώτησης, για το πόδι-σώμα που εκφεύγει: που ανοίγεται στην ετερότητα, στις δυνατότητες του υπαρκτού, «λαμπρό» & βέβηλο, «προδοτικό» ως προς το ίδιο, ως προς τα όρια της ποίησης και εν καιρώ κρίσης..
Ο Γιάννης Ρίτσος αναπαριστά μία σκηνή που περιλαμβάνει σκηνές ή στιγμές: φυγή, έκκληση στην ποίηση, έγκληση στο γυμνό σώμα, η διερεύνηση των ορίων της θεωρούμενης εντροπίας, μία εκ νέου απόδοση της ποίησης: επανάκτηση της οικειότητας και του «μαρτυρίου» των λέξεων, διαμεσολάβηση της ποίησης με κάθε διαφορετικό υποκείμενο, το διακύβευμα της εναλλαγής-αλληλουχίας προσώπων, ποίηση με τις «προδοτικές» αλήθειες και τα διάστικτα μυθεύματα, εντός του πεδίου της «παράβασης» του εαυτού..
Και η ποίηση, όπως ‘ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’ δύναται να επαναληφθεί πολλές φορές, να «αποκαλύψει» την ιστορία, το προτσές των συσχετίσεων, των ανατροπών, του ‘τραύματος’ που χάσκει σε έναν «τοίχο» έμφορτο από νεκρές και ζωντανές υπάρξεις, από συνέχειες & α-συνέχειες, από επιδίωξη πειθάρχησης και από τις υπερβάσεις της, από μία μνημονική λειτουργία που λειτουργεί όχι απλά ως ιστορία, αλλά ως υπόδειγμα ιστορικών διασταυρώσεων..
Η ποιητική συλλογή ‘Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’ αποτυπώνει τους εαυτούς που διασπώνται ή ‘βιο-διασπώνται’ από το βάρος των πράξεων, προσδοκώντας την ανύψωση στο πεδίο της ποίησης.. Και οι ΄καθρέφτες’ εγκιβωτίζονται σε πολλούς χώρους, δείκτες της ροπής των πραγμάτων, της κεκαλυμμένης ή ανοιχτής ζωτικότητας, της υπενθύμισης του παιγνίου της εξουσίας..
«Τα μάτια του απλανή, αμετακίνητα·- προσποιούνταν τον τυφλό. Ένα σακάκι φαρδύ, ξεθωριασμένο, μπαλωμένο. Ένα ραβδί στο χέρι. Προχωρούσε ψηλαφώντας τους τοίχους. Κι όλοι, πρόθυμα, παιδιά, αθλητές, γερόντοι, ωραίες γυναίκες, αξιωματικοί προσφέρονταν να τον οδηγήσουν όχι όπου θέλαν αυτοί, αλλά (παράξενο) εκεί που τους ζητούσε, εκεί ακριβώς. Κι εκείνος για ανταπόδοση, μ’ εξαίσια ευγένεια, ποτέ σχεδόν δεν έλεγε για κείνα που παρατηρούσε. Κι αν μιλούσε φρόντιζε πάντοτε ν’ αλλάζει τόπο, ονόματα, χρονολογίες, κρύβοντας όλους τους, κρυβόμενος και ο ίδιος πίσω απ’ τους κρυμμένους (ή μήπως έτσι αποκαλύπτοντας αντίστροφα το κοινό άγνωστο τους;)».[2]
Μία πράξη και μία λειτουργία προσποίησης, «αμφίεσης», μία πράξη συγ-κίνησης, επαναφοράς υπό το πρίσμα του άλλου εαυτού: πρωτίστως γνωρίζει τον εαυτό του, την δική του μνήμη, την δική του «εδαφικοποίηση» στο χώρο καθώς και την φυγή του.. Ο Γιάννης Ρίτσος προσδιορίζει τα αίτια της ποίησης, την προσποιητή φορά, την εξωτερίκευση δίχως το ελαφρυντικό της συγγνώμης. Της δικής του & των άλλων..
Η ποίηση του συνιστά ‘εργαλείο’ διερεύνησης της χωρικότητας, της έξαρσης, της άρσης, αυτού του «κοινού άγνωστου» που εμπεριέχει και εμπεριέχεται, απροσπέλαστο & προσπελάσιμο. Η «τυφλότητα» που αποτελεί γνώση, πρακτική, ιδιότητα, πράξη προς τη συσχέτιση ή αλλιώς, την σχεσιακότητα, λόγος που θέλει να ανασημάνει το γίγνεσθαι.. Η ποίηση εντός της θεωρούμενης ως «τυφλής» εξουσίας, ενώπιον του «τυφλού» ανθρώπου που αποκαλύπτεται πίσω από κάθε λέξη, που συμβάλλει σε μία υποκειμενική συγκρότηση. Και τι άλλο μπορεί να είναι η ποίηση πέρα από διάχυση του ανίερου, του τυφλού που προσδοκά;
«Έφυγαν πρώτα τ’ αγάλματα. Λίγο αργότερα τα δέντρα, οι άνθρωποι, τα ζώα. Ο τόπος ερημώθηκε ολότελα. Φυσούσε αγέρας. Εφημερίδες κι αγκάθια τρέχαν στους δρόμους.. Το βράδυ ανάψαν από μόνα τους τα φώτα. Ένας άνθρωπος γύρισε μόνος, κοίταξε γύρω, έβγαλε το κλειδί του, το’ χώσε στο χώμα σα να το εμπιστευόταν σ’ ένα υπόγειο χέρι ή σα να φύτευε ένα δέντρο. Ύστερα ανέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα και κοίταξε κάτω την πόλη. Προσεχτικά, ένα ένα, επιστρέφαν τ’ αγάλματα».[3]
Πάνω στα αγάλματα διαγράφονται τομές, ανθρώπινες κινήσεις και σχεδιάσματα, η ροή του χρόνου, το σώμα που παραμένει.. Το συγκεκριμένο ποίημα, που φέρει τον τίτλο ‘Επιστροφή’, φέρει την υποσημείωση ΄Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων-ΠΑΡΘΕΝΙ ΛΕΡΟΥ-ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1967- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1968’. Σε συνθήκες στρατιωτικής δικτατορίας & εγκλεισμού, ο Γιάννης Ρίτσος καταθέτει αγάλματα που ρυθμίζουν την ροή του βίου, τον κοινωνικοπολιτικό-ιστορικό χρόνο, τις διαθέσεις της ποιητικής γραφής να προσδώσει ή να αντιστρέψει νοήματα.
Και ο χρόνος ‘διεισδύει’ στο «σώμα» της ποίησης (στο καθαυτό κειμενικό επίπεδο), φέρει αγάλματα ωσάν τον λόγο του χώρου όπου βρίσκονται, αλλάζει υπό την επιρροή της λέξης.. ‘Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’ αρθρώνει το λόγο περί ιστορικότητας της ποίησης, «συναρθρώνει» τον προσωπικό Ρίτσο με αφηγήσεις και λόγους εντός & εκτός αστικού ιστού, με τις μνήμες τις δικές του και των συνεξόριστων, με τις παραλείψεις των άλλων, ανασημασιοδοτεί τη φυσικότητα του χώρου, μετατοπίζει όταν δεν αντιστρέφει νοήματα, ανακτά την οικειότητα με στόχευση να την αποδώσει ως ιδιαίτερη κανονικότητα.
Είναι ο τρόπος του Ρίτσου να καθίσταται ταυτοτικός ποιητής σε κάθε στιγμή του βίου του, υπό τις συνθήκες του εγκλεισμού, της εξορίας, (και της καθημερινής προσκόλλησης στον θάνατο), του καθεστώτος του επώδυνου, του οικογενειακού τραύματος, του χάσματος των πολλών θανάτων, του πολιτικού στοιχείου, της κριτικής, της καταφυγής στη νέα οικογένεια, της ερωτικής συν-ύπαρξης, της στοχαστικής ατομικότητας.. Τα πράγματα μεγεθύνονται εντός ποίησης, στοχεύουν και προσκαλούν-προκαλούν εκ νέου. Και πάντα, η αναζήτηση της λέξης & των διάφορων κατευθύνσεων που δύναται να λάβει.
Όπως γράφει και ο Σουηδός ποιητής Τούμας Τρανστρέμερ: «Το μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο σαν τ’ ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο».[4] Το απροσπέλαστο επικοινωνεί με το προσπελάσιμο, το «απρόσιτο» προσλαμβάνει την όψη της μίας και μόνο λέξης η οποία εκφεύγει και, την κρίσιμη στιγμή εξωτερικεύεται: άλλοτε το όλον, (ή όλο το είναι), άλλοτε μία παύση, μία διαλεύκανση, μία σιωπή, μία διακειμενικότητα. ‘Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’, αναπαράγει αντι-ηρωικές αφέσεις, δίνοντας το περίγραμμα του τόπου και του χρόνου, της ποίησης του Ρίτσου που σημειώνει τα διαστήματα του λόγου, του κενού, την δεκαετία του 1960.
«Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της: Μεσημέρι».[5] Μεσημέρι σε τόπους που κινούνται ανθρώπινα, σκληρά, που εκφέρουν λόγους και ‘καθεστώτα’ της μνήμης και της μνημονικής λειτουργίας. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως η ποίηση λειτουργεί ως ‘επιστημικό΄ πράττειν, ως φυσική των κινούμενων φράκταλ, ως πολλαπλασιασμός των μονάδων & των συνηχήσεων τους.
‘Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’ αναπαράγει μικρο-είδωλα, στοχεύοντας να αξιολογήσει, να αναφέρει την χαμένη ή την κρυμμένη παράδοση, να αναδείξει το επίδικο της ζωής, με και δίχως μαρτύριο.. Μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη διαρκή επιστροφή της ποίησης. Είναι η προσπάθεια του ποιητή και του υποκειμένου να μιλήσει, μέσω και δια της ποίησης, μέσω και δια του σώματος να «κερδίσει» το δικαίωμα στη γραπτή και μη αμφιβολία-αντίσταση σε διάφορα πεδία. ‘Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’ ανα-τέμνει, συνιστά μία ιδιαίτερη όσο & ειδική ‘Τέταρτη Διάσταση’.
Ο ποιητής δύναται να συν-διαλαγεί με τις ορέξεις των άλλων, να επανεγγραφεί ο ίδιος στο πεδίο, να μετατοπίσει ή να αντιστρέψει νοήματα & όρια, όπως πράττει ο Λέων Τολστόι στις μικρές νουβέλες του.[6]
Η ποίηση και ο ποιητής συγκροτούν μία δομική ταυτότητα. Όπως αναφέρει και ο Σάββας Μιχαήλ: Η αποξένωση του ποιητή από τον άλλον άνθρωπο είναι το μέτρο της εξορίας του ανθρώπου από τον άλλον κι από τον ίδιο τον εαυτό. Τούτο, όμως, είναι κι η αρνητική απόδειξη, a contrario, ότι ο ποιητής δεν είναι κάποιος ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά το μέτρο του ανθρώπου μέσα στο γένος των ανθρώπων, ό,τι αναδεικνύει την ειδοποιό διαφορά του ειδολογικού του όντος (Gattungwesen), των δυνατοτήτων του ως ιστορικής ύπαρξης».[7]
Και ο Γιάννης Ρίτσος των φανερών και των κρυφών μυστηρίων, θέλει να αναδείξει ή να καταδείξει (σε μία αλληλοσυμπληρούμενη αλληλουχία) όχι απλά τις δυνατότητες, αλλά την δυναμική της ποίησης που αποφαίνεται, που «ομιλεί», που γνωρίζει την κατάφαση και την άρνηση.
Αυτοβιογραφούμενος ο ίδιος, προχωρά στη συμπύκνωση της εγκάρσιας ποιητικής δυναμικής, αναλύοντας: «Μπορούμε, λοιπόν, να επιστρέφουμε στις ρίζες, (σ.σ: η υπογράμμιση του συγγραφέα) να τις παρατηρούμε, να τις ερευνούμε, να τις δουλεύουμε (όσο μας το επιτρέπουν) και ν’ αραδιάζουμε σε τραπέζια και ράφια ανθρωπόμορφα τέρατα ή τερατόμορφους ανθρώπους, φαλλικούς αγίους και καννιβαλικούς εσταυρωμένους. Ύστερα να σωπαίνουμε και ν’ ακούμε πιο μέσα, κλείνοντας μια στιγμή τα μάτια, ώσπου και πάλι να στραφούμε στην ποίηση – εκεί που αισθανόμαστε να είμαστε (και ταυτόχρονα να λείπουμε) – εκεί που τα πάντα είναι, μαζί και μόνα- αδιαίρετα στην, δια του λόγου, διαίρεση και επανάκτηση τους».[8]
Είναι η ανάλυση του ποιητή που οδηγεί, στην απόδοση της ποίησης μέσω του σώματος, στην ενσάρκωση & στη διαίρεση, στην ανάδειξη των αντιφάσεων και των αντινομιών που τη συγκροτούν, στην, δια της τέχνης, σήμανση και απόκτηση ή προσέγγιση της ύλης.
Εντός πεδίου, η ποιητική πρακτική του Γιάννη Ρίτσου λειτουργεί ως επικουρία, συναντά τον άνθρωπο των αντιφάσεων, συναρθρώνει-συνυφαίνει ζεύγη ιδεών.. Ο εικαστικός Ρίτσος, που ζωγραφίζει και εκφράζεται πάνω στην ύλη της πέτρας είναι ο ποιητής Ρίτσος, του έρωτα και της απώλειας του σώματος, της ποίησης που αδημονεί να αναλύσει με άξονα μία ανεξάντλητη εκφραστικότητα η οποία και μετέρχεται μέσα & τρόπους παραδοσιακούς και μοντέρνους, εκφραστικότητα που αρθρώνει την οντολογία της ύπαρξης και της απόστασης μεταξύ των υποκειμένων. Η ποίηση του είναι το σώμα που συνειδητοποιεί την ρήξη του ‘αόρατου’.
O ποιητής προσδίδει υπόσταση στο λόγο, εμβαθύνει και «καθαρογραφεί» την συνθήκη του τραγικού, ζώντας και ποιώντας εντός και εκτός εαυτού, εντός έρωτα-συνεύρεσης. «Ανέβηκε στο λόφο, στάθηκε, κοίταξε γύρω, φώναξε. Πέτρες κατρακύλησαν κάτω, χτύπησαν στις πέτρες»,[9] γράφει στο ποίημα ‘Ερημιά’ ( από τον ‘Τοίχο μέσα στον καθρέφτη’). Πέτρες που ενέχουν την πίεση του καιρού, λέξεις που συγκροτούν ζώνες συνδεσιμότητας & ‘πίστης’ στη θυσία.
Ο ποιητής δεν αρθρώνεται στη χριστιανική συγχώρεση παρά ανοίγεται στα προτάγματα της εκφοράς του ποιητικού λόγου: και η κάθε εκφορά προσλαμβάνει έκκεντρες αναπαραστάσεις.. Στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, o Ρίτσος δομεί αλληγορικές εικόνες, τοποθετεί καθρέφτες που διαμεσολαβούν ενοχές και διαμεσολαβούνται από την εν γένει κινητικότητα, αναπαράγει τις πλαισιώσεις της κατάκτησης & της ελεγχόμενης αυτο-κυριαρχίας, αναζητεί τα προσωπεία στων «ιδεών την πόλιν», «ορατοποιεί» το σώμα (και το δικό του) που εγκολπώνεται την ρώμη, την θνητότητα, που θέλει να καταστεί «εργαλείο» προσέγγισης της ιδιαίτερης ουτοπίας. Σώμα που μεταβάλλεται & μεταβάλλει άλλα σώματα.
‘Ο τοίχος μέσα στην καθρέφτη’, ‘φιλτράρει’ την αμφισημία της ύπαρξης, το ‘είναι’ της ποίησης υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, την επιδίωξη ανάδυσης & αποκρυστάλλωσης μίας καθαυτό αντανάκλασης των όρων ζωής και πορείας.. Ο Ρίτσος διεκδικεί την υπόσταση του ανθρώπου, την κάθε στιγμή του, την μάχη του καθημερινού βίου..
[1] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Την τελευταία στιγμή’, Ποιητική συλλογή, ‘Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 266.
[2] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αμοιβαίες Παραχωρήσεις…ό.π, σελ. 268.
[3] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Επιστροφή..ό.π, σελ. 289.
[4] Βλέπε σχετικά, Τρανστρέμερ Τούμας, ΄Απρίλιος και σιωπή’, Ποιητική συλλογή ‘Πένθιμη Γόνδολα’, Μετάφραση-Επίμετρο: Παπαγεωργίου Βασίλης, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σελ.7
[5] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘ Καταγωγή του τοπίου ή το τέλος του ελέους’, Ποιητική συλλογή, ‘Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό’, Ίκαρος Εκδοτική, Αθήνα, 1979, σελ. 19.
[6] ‘Η Σονάτα του Κρόϋτσερ’ του Λέων Τολστόι συνιστά υπόδειγμα μετατόπισης των ορίων μεταξύ του τώρα & του λανθάνοντος μη.. Το πάθος του συζύγου δεν «φουντώνει», παρά συμβάλλει στην αποκρυστάλλωση μίας νέας συνείδησης.
[7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 22.
[8] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αυτοβιογραφία’, ‘Κινηματογραφική Αυτοβιογραφία- Ντοκουμέντα της ζωής και του έργου του’, Γιώργος & Ηρώ Σγουράκη, Αρχείο Κρήτης, Αθήνα, 2008, σελ. 131.
[9] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ερημιά…ό.π., σελ. 277.