Από τον Anaximandros Soicher
Η Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες βαριές βιομηχανίες τουρισμού παγκοσμίως. Κάθε χρόνο επισκέπτες πολλαπλάσιοι του πληθυσμού της, καταφθάνουν για να απολαύσουν το απολλώνιο φως της, την πηγαία φιλοξενία των κατοίκων της, το φαγητό και την άσπιλη στους αιώνες παράδοση και ιστορία της.
Αυτά τάζουν στους ξένους, οι για πάντα ‘’σαλτσαδόροι’’ συντονιστές του Υπουργείου Τουρισμού και τα ταξιδιωτικά γραφεία. Που σε μία προσπάθεια εξιδανίκευσης του προϊόντος ‘’Ελλάδα’’, εξαπατούν και τους γηγενής και τους ξένους.
Καλούμαστε λοιπόν, να συμπεριφερθούμε σαν άμεσοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, με προεκτάσεις κωμικοτραγικές. Ανασφάλιστοι Κούροι που τελούν χρέη γκαρσονιού και τσακισμένες από την ορθοστασία Καρυάτιδες που δεν πληρώνονται τις υπερωρίες τους, γίνονται το υπηρετικό προσωπικό ‘’φιλελλήνων’’, που αδιαφορώντας πλήρως για την ελληνικότητα μας, έρχονται για να ‘’ζήσουν το μύθο τους στην Ελλάδα’’, όπως έλεγε και ένα παλιότερο σλόγκαν του ΕΟΤ.
Βέβαια πρόβλημα δεν τίθεται, οι γηγενείς το βουλώνουν καθώς τα αρπάνε απ’ τους ξένους, και οι ξένοι δεν νοιάζονται για την εξαπάτηση, καθώς ποτέ δεν την ανακαλύπτουν. Για να μπορέσει ένας τουρίστας να καταλάβει την πλαστή εικόνα της Ελλάδας που του σερβίρουν, πρέπει να αποκτήσει άποψη. Πρέπει να αποτινάξει την παθητικότατη ιδιότητα του τουρίστα και να αρχίσει να φιλτράρει το κάθε τι ‘’ελληνικό’’ που του αραδιάζουν, μέσα από τα αυστηρά φίλτρα του εξερευνητή.
Βέβαια, οι τουρίστες με εξερευνητικές διαθέσεις σπανίζουν, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες, ο ελληνικός τουρισμός, έχει μετατραπεί ,στο μεγαλύτερο φάσμα του, σε γηροκομείο πολυτελείας. Κουρασμένοι λογιστές, οδοκαθαριστές και μανάβηδες εκ Γερμανίας, Γαλλίας και Ρωσίας ορμώμενοι, ρίχνουν άγκυρα στα νησιά και τις πόλεις της χώρας μας. Για να φάνε πουρέ από σκόνη πατάτας, να πιούνε νερωμένη ρακή και να απολαύσουν μια ή δυο φορές την εβδομάδα τις περιβόητες ‘’Ελληνικές βραδιές’’ που κάθε ξενοδοχείο συνηθίζει να οργανώνει.
Οι λεγόμενες αυτές ‘’Ελληνικές βραδιές’’, είναι ο πιο βίαιος τρόπος να βρεθούμε τετ α τετ με την πολιτισμική μας γύμνια και τη λαογραφική μας αγραμματοσιά. Δεν μας αφορά να προάγουμε τον πολιτισμό μας, δεν μας αφορά να τους δείξουμε το ποιοι είμαστε, αλλά κόβουμε τον κώλο μας, να τους αποδείξουμε πως είμαστε αυτοί που φαντάζονται. Έτσι, μοιραία γινόμαστε όλοι οι εμπλεκόμενοι, κομμάτι μιας καρικατούρας, γινόμαστε μια κλισέ καρτ ποστάλ, με αγορασμένα χαμόγελα και πανάκριβα πληρωμένη ‘’φιλοξενία’’.
Για να το καταφέρουμε αυτό, καταντάμε θορυβώδεις και πληκτικοί. Κάνουμε φανφάρικες ακροβατικές κινήσεις, σηκώνουμε τραπέζια με τα σαγόνια μας και ισορροπούμε σαν μαϊμούδες πάνω σε στόμια γυάλινων μπουκαλιών. Είμαστε ο περήφανος ελληνικός λαός που οι ξένοι ήρθαν να θαυμάσουν, μαϊμούδες που χόρευαν για μάρκα, φράγκα και λιρέτες. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αυτό άλλαξε, αλλά το Ευρώ δεν μας εμπόδισε, ούτως ή άλλως μέχρι τότε είχαμε γίνει εκ πεποιθήσεως δουλοπρεπείς, οπότε τα ακροβατικά και η οχλαγωγία δεν σταμάτησαν.
Άντε μετά να βγάλεις ψεύτη τον Πετρόπουλο που σαν ερωτήθηκε το ’99 για το μέλλον των Ελλήνων, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, είπε τα παρακάτω:
‘’Δεν μένει ας πούμε επαγγελματικά κανένα άλλο μέλλον για τον Έλληνα απ’ το να αποβεί γκαρσόνι σε τουριστικά ρεστοράν ή συλλέκτης καποτών στο δρόμο, από τις καπότες που θα πετάνε οι ξένοι τουρίστες, τίποτα άλλο…’’
Η παράδοση έχει γίνει χρόνια τώρα το Xanax των νεοελλήνων, έχει γίνει το φανταστικό αποκούμπι ενός λαού που προσκολλάται με μύριους τρόπους στο παρελθόν, μπας και ξεχάσει το παρόν του.
-Αλλά αφού η παράδοση είναι τόσο ζωτικής σημασίας για τον σύγχρονο Έλληνα, τότε γιατί κατηγορούμαστε για προσβολή απέναντί της κύριε Μάνο; -‘’Γιατί η παράδοση έχει αξία, μονάχα όταν δεν στηρίζεται στην αναπαράσταση, αλλά στην καθημερινή και δίχως επιτήδευση ζωή μας.’’ (Μάνος Χατζιδάκις, Τα σχόλια του Τρίτου, Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ (σελ.146)