Του Δημήτρη Κούλαλη
Είναι ή δεν είναι αλήθεια ότι:
- Μια δράκα ανθρώπων στην Αμερική ελέγχει τα πολιτικά κόμματα, τους κυβερνήτες, τη δικαιοσύνη, το Κογκρέσο και τους ίδιους τους προέδρους;
- «Το καθένα από τα δυο μεγάλα κόμματα, που διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία, διευθύνεται με τη σειρά του από ανθρώπους που κάνουν την πολιτική προσοδοφόρα υπόθεση, που κερδοσκοπούν πάνω στις έδρες της νομοθετικής συνέλευσης (…) και που όταν το κόμμα τους νικήσει ανταμείβονται με θέσεις»;*
- Επί κυβερνήσεως Ομπάμα, τα περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των συντάξεων των συμβούλων 100 αμερικανικών κολοσσών έφτασαν να ισούνται με τις οικονομίες για τη σύνταξή 20,5 εκατομμυρίων οικογενειών;
- Ο πρώην πρόεδρος Ρίγκαν, κατήργησε το ρυθμιστικό πλαίσιο των τραπεζών επιτρέποντάς τους να επενδύσουν οπουδήποτε με εγγυητή και χρηματοδότη το αμερικανικό Δημόσιο;
Και τόσα άλλα ερωτήματα…
Μα, καλά, θα πει κάποιος, γιατί τα λέτε όλα αυτά;
Τα λέμε, για να δείξουμε πως η εκλογή του πολυεκατομμυριούχου απ’ το Κουίνς στη θέση του 45ου Προέδρου των ΗΠΑ δεν αλλάζει την πολιτική των ΗΠΑ, αλλά τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα ασκείται.
Η νίκη του τραμπισμού είναι το απαύγασμα της ενδοκαπιταλιστικής πάλης που διεξάγεται στις ΗΠΑ από το 2008· εκείνων των συμφερόντων, που απαλλαγμένα πλέον από τις πολιτικές της ‘’νομικής ισότητας και της ασφάλειας’’, για να θυμηθούμε και τον Μαρκούζε, έρχονται στο προσκήνιο και διεκδικούν τη δική τους μερίδα του λέοντος.
Αλλά, ας πιάσουμε το νήμα απ’ την αρχή.
Όπως επεσήμανε το αμερικανικό περιοδικό Jacobin: «Λίγο μετά την επικράτηση Ομπάμα, μέσα σε συνθήκες πολιτικής πόλωσης(…) κι ενώ οι καπιταλιστές και οι πολιτικές ηγεσίες συνέχιζαν να υποστηρίζουν τη λιτότητα(…) υπήρξε ευρεία απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι, από τη μία πλευρά, ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας και της εργατικής τάξης κινήθηκε στα αριστερά- βλ. κινήματα όπως το Occupy Wall Street-, αλλά, από την άλλη, είδαμε μια ριζοσπαστικοποίηση των λευκών μεσαίων στρωμάτων, όπου μαζί με το φυλετικό και κοινωνικό τους συντηρητισμό αντιτάχθηκαν στο οικονομικό κατεστημένο. Έτσι, συνεχίζει το περιοδικό, μετά την αποτυχημένη διαχείριση των Μπους και Ομπάμα, αναφορικά με την αυτοκινητοβιομηχανία και τη λειτουργία των τραπεζών, άρχισε η ριζοσπαστικοποίηση των Ρεπουμπλικάνων.
Με το «Tea Party», τμήμα του κεφαλαίου άρχισε να αποκτά δυναμική. Σιγά σιγά, ευρύτερα στρώματα της καπιταλιστικής τάξης διείδαν μια λαμπρή ευκαιρία να προωθήσουν τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα τους και άρχισαν να ενθαρρύνουν τις κινητοποιήσεις του, καθώς υπερασπιζόταν την αποδυνάμωση των συνδικάτων(…) και την περικοπή των κοινωνικών υπηρεσιών. Έτσι, και παρά το γεγονός ότι, αρχικά, η πλειοψηφία του κεφαλαίου συνέχιζε να στηρίζει τους Δημοκρατικούς, μόλις η ακραία ρητορική άρχισε να βρίσκει ευήκοα ώτα, οι καπιταλιστές ήταν κάτι περισσότερo από πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν την ακροδεξιά ατζέντα, όταν άρχισαν να συμπίπτουν τα ενδιαφέροντά τους».
Αυτή ήταν, εν παρόδω, η πορεία του «τραμπικού» κινήματος πριν και μετά την εμφάνιση του ίδιου του Τραμπ.
Τώρα, σε δεύτερη φάση, οφείλουμε να σταθούμε στα σημεία που, κατά τη γνώμη μας, οδήγησαν την πλειοψηφία των Αμερικανών ψηφοφόρων να συστρατευθούν με τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων.
Πρώτον, μετά την ήττα του σοσιαλδημοκράτη Σάντερς, η υποψήφια των Δημοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον, το μόνο που κατάφερνε σε κάθε της επικοινωνιακή εξόρμηση ήταν να επιβεβαιώνει ότι αποτελεί εκφραστή της «σκιώδους οικονομίας» της Wall Street.
Δεύτερον, η οικονομική και κοινωνική κρίση, καθώς και η όξυνση των ανισοτήτων, συμπεριλαμβανόμενης της προσβολής του κοινού περί δικαίου αισθήματος από την ατιμωρησία των καλόπαιδων του χρηματοπιστωτικού τομέα (π.χ η υπόθεση Τουρέ) συντέλεσαν στο αντάμωμα των ριζών του κοινωνικοπολιτικού αυταρχισμού με την «αντίδραση» προς το κατεστημένο.
Τρίτον και σημαντικότερον, η έλλειψη ενός πειστικού εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου σε συνδυασμό με την ανυπαρξία «ταξισυνειδησίας» , την παθητικότητα και τη λογική της ανάθεσης έδωσαν ώθηση στον Τραμπ, ο οποίος απευθυνόμενος στο θυμικό κατάφερε, όπως φάνηκε, να εκφράσει την οργή των πολιτών απέναντι στο βουλιμικό σύστημα στο οποίο, όμως, και ο ίδιος ανήκει.
Δεν μιλάμε, λοιπόν, για έναν απλό ταγό του μονεταρισμού, αλλά για την προσωποποίηση της υπεροψίας αυτού του συστήματος. Πώς άλλωστε, να ερμηνευτούν οι δηλώσεις του περί εξυπνάδας όσων φοροαποφεύγουν; Ή, πώς να αποκρυφτεί το γεγονός ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ευαγγελίζεται θα ωφελήσουν για άλλη μια φορά τους πλούσιους και θα ρίξουν τα βάρη στα συνήθη υποζύγια;
Η εκλογή Τραμπ δεν είναι τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος· του ταξικού πολέμου από εκείνους που, αν και μεγιστάνες, «πληρώνουν λιγότερους φόρους από τις γραμματείς τους».
Δεν ξέρουμε πόσος χρόνος απαιτείται για να συνέλθει το εργατικό κίνημα από την ήττα της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Ωστόσο, έννοιες όπως: η οργάνωση, η αλληλεγγύη και η αγωνιστικότητα πρέπει να ξαναβρούν θέση στην καθημερινότητά μας. Είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης.
*Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 12.11.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.