Από τον Στέλιο Φωτεινόπουλο
Κρίση εκπροσώπησης και πώς θα χάσει ο λαϊκισμός στις ΗΠΑ
“Η απόλυτη υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στην νεοφιλελεύθερη στρατηγική και η αλλαγή στις κοινωνικές της εκπροσωπήσεις αποτυπώνεται πλήρως στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αποτελεσμάτων των πρόσφατων Αμερικάνικών εκλογών.”
Υπάρχουν ιστορικά γεγονότα τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ την εκάστοτε συγκυρία. Οφείλουμε να τα εξετάζουμε με σκοπό να αναζητήσουμε τα σωστά ερωτήματα, παρά να προσπαθούμε να τα εκμεταλλευόμαστε για να επαληθεύσουμε υπάρχουσες απαντήσεις.
Για τις υποτελείς τάξεις, η κρίση δεν ξεκίνησε το 2008. Είναι διαρκείας και οι εργαζόμενες τάξεις την βιώνουν για πάνω από 3 δεκαετίες πλέον. Η κοινωνική κόπωση εγγράφεται στο συλλογικό υποσυνείδητο και για αυτό συσσωρεύεται. Παραδοσιακά στον Δυτικό κόσμο διοχετευόταν σε κεντροαριστερά ή σοσιαλδημοκρατικά σχήματα και με μικρές ασυνέχειες κατά τις οποίες οι μάζες έβγαιναν δυναμικά στο προσκήνιο, τελικά εκτονώνοταν. Με την συντριβή της σοσιαλδημοκρατίας και με την έλλειψη μίας συγκροτημένης αριστερής αφήγησης, οι μάζες δείχνουν να στέκονται αμήχανα μπροστά στο μέλλον.
Η απόλυτη υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στην νεοφιλελεύθερη στρατηγική και η αλλαγή στις κοινωνικές της εκπροσωπήσεις αποτυπώνεται πλήρως στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αποτελεσμάτων των πρόσφατων Αμερικάνικών εκλογών. Η Clinton, ενώ έχασε 11 ποσοστιαίες μονάδες στο ποσοστό στήριξης των μικρομεσαίων και φτωχοποιημένων στρωμάτων, σημείωσε αύξηση 9 μονάδων στο ποσοστό στήριξης της από τα ετήσια εισοδήματα άνω των 100.000 δολαρίων. Με λίγα λόγια, οι πλούσιοι παρά οι φτωχοί, επέλεξαν να τους εκπροσωπήσει η Clinton.
Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι ζούμε σε εποχές G 0(zero), και την στιγμή που οι παραδοσιακές δυνάμεις και οι παγκόσμιοι ηγέτες (πόσο αστεία έκφραση) έχουν υποχωρήσει, οι συσπειρώσεις πλέον δεν είναι τόσο παγκόσμιες άλλα περιφερειακές. Εξ ού και τα αντανακλαστικά των κοινωνιών δεν κινούνται πάνω στον άξονα της εξωτερικής πολιτικής ή επιθετικών κινήσεων, άλλα περισσότερο θυμίζουν ομφαλοσκοπήσεις και αναζήτηση με της ταυτότητάς τους, της ιστορία τους, του ένδοξου παρελθόντος, είτε αυτό οδηγεί στο “να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη”, είτε οδηγεί στην αναζήτηση της Βρετανικής ταυτότητας στις αυτοκρατορικές της παραδόσεις.
Πολλοί σπεύδουν να αναγνωρίσουν τα αντικαθεστωτικά χαρακτηριστικά της ψήφου Trump, κυρίως για να δικαιολογήσουν μία γενικότερη αναταραχή που υποτίθεται ότι είναι ψήγμα εξεγέρσεων ενάντια στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Δεν είναι αλήθεια. Η νίκη Trump έχει ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν μπορούν να συνδεθούν ευθέως ούτε με το Brexit ούτε με φαινόμενα Ακροδεξιών κινημάτων στην Ευρώπη, κυρίως για τους εξής λόγους.
Στις ΗΠΑ υπάρχει εδώ και καιρό το κύμα της αντιπολιτικής το οποίο ενίσχυσε και στη συνέχεια σκαρφάλωσε ο Trump. Αυτό που επικρατεί ως καθεστηκυία αντίληψη και που αφορά τον επιχειρηματία ως job creator και άρα και ως πιθανό law maker, είναι άλλη μία μορφή λαικίστικης τεχνοκρατίας η οποία για την ώρα τουλάχιστον, είναι ξένη στην πολιτική κουλτούρα της Ευρώπης. Δεύτερον, στις πρόσφατες Αμερικάνικες εκλογές δεν υπήρξε πολιτική αντιπαράθεση. Πρόκειται ίσως για την πρώτη φορά εδώ και 25 χρόνια τουλάχιστον όπου η παρέλαση της επικοινωνίας πάνω στο πτώμα της πολιτικής είναι μεγαλειώδης. Από την άλλη, στην Ευρώπη η μάχη της ατζέντας είναι ακόμα κυρίαρχη και πέρα από λίγες εξαιρέσεις, η πολιτικοποίηση σε εκλογές ή δημοψηφίσματα είναι ακόμα βαθιά πολιτική διαδικασία και αφορά πιο έντονα την πολιτική εκπροσώπηση ενός κινήματος/ρεύματος(βλέπε Γαλλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Βρετανία, Ολλανδία). Τέλος, το αίτημα των Βρετανών ήταν λιγότερος παρεμβατισμός στο εμπόριο και την παραγωγή, ακριβώς το αντίθετο από ό,τι υπόσχεται ο Trump στους ψηφοφόρους του. Ξανά, η εθνική αναδίπλωση, ακόμα και έχοντας κοινό παρονομαστή το αντίβαρο στην παγκοσμιοποίηση, νοηματοδοτείται από τα επιμέρους εθνικά χαρακτηριστικά.
Ωστόσο στις δυνάμεις που λειτουργούν ως τέτοια αντίβαρα, είναι αδύνατο να περιλαμβάνονται και αριστερά και ακροδεξιά υποδείγματα. Παραδοσιακά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ακροδεξιό και αριστερό αντικαθεστωτισμό, είναι ο αντικαπιταλισμός. Είναι εμφανές και στην περίπτωση Sanders-Trump άλλα και στην περίπτωση Melenchon-Lepen.
Υπάρχει ένα ανέκδοτο που μου θύμισε ένας δημοσιογράφος προχτές μιλώντας στην τηλεόραση. Σε κάποιο μπαρ, ένας μεθυσμένος, όντας γονατιστός μπουσουλάει ψάχνοντας κάτι που έχει χάσει. Τον ρωτάει ο μπαρμαν τι ψάχνει και ο μεθυσμένος του απαντάει: “έχασα τα γυαλιά μου έξω στο πάρκινγκ”. “Και γιατί τα ψάχνεις εδώ μέσα?”, επιμένει ο μπαρμαν. “Μα γιατί εδώ έχει φως, ενώ έξω είναι σκοτάδι”.
Η αμερικάνικη εργατική τάξη θυμίζει ακριβώς αυτόν τον μεθυσμένο. Ψάχνει να διορθώσει την υποεκπροσώπησή της, ενισχύοντας τις ελίτ μιας και μόνο αυτές ξέρει.
Από εδώ και πέρα
Τα μεγάλα καράβια δεν στρίβουν εύκολα. Η συνέχεια της εξωτερικής πολιτικής και πολύ περισσότερο της αναδιανομής του πλούτου σε εθνικό επίπεδο δεν θα αλλάξει για αρκετό καιρό. Οι διαδικασίες λήψης των αποφάσεων είναι τέτοιες που εκτός από χρονοβόρες απαιτούν και συναινέσεις, καταρχάς κοινωνικές και κατ΄ επέκταση και πολιτικές στο εσωτερικό των Ρεπουμπλικάνων. Καμία από τις δύο συνθήκες δεν φαίνεται να είναι ώριμη ώστε να επιτρέψει τον Trump να υλοποιήσει το πρόγραμμα του χωρίς προβλήματα και ειδικότερα να σπάσει τους δεσμούς των Ρεπουμπλικάνων με τμήματα της μεσαίας τάξης.
Το σύστημα που ο Trump ορκιζόταν να τσακίσει, ήδη έχει αρχίσει να συμμετέχει στην ομάδα του η οποία θα προετοιμάσει την πολιτική μετάβαση από την Διοίκηση Obama, στην Διοίκηση Trump. Άνθρωποι όπως ο Corey Lewandowski (σχολιαστής στο CNN), ήδη παραιτήθηκαν για να βρεθούν στον μηχανισμό του. Ο Jeffrey Eisenach, ειδικός σύμβουλος μέχρι πρότινος της Verizon που είναι κολοσσός των τηλεπικοινωνιών, θα συμβουλεύσει τον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ στο επίπεδο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών. Ο Michael Catanzaro, λομπίστας μεγάλων πολυεθνικών στον τομέα των τροφίμων, μετακομίζει στην ομάδα που θα συγκροτήσει το νέο Υπουργείο Αγροτικής Πολιτικής. Η λίστα είναι ατελείωτη.
Δεύτερον, τα όρια τα οποία αγγίζει ο νεοφιλελευθερισμός, οι ανισότητες που δημιουργεί και η πολιτική κρίση η οποία ακολουθεί, ειδικά σε συνθήκες δημοκρατικού ελλείμματος, δίνει αέρα στα πανιά της αντιπολιτικής και αναμφίβολα, στα πανιά ενός άλλου τμήματος του αστισμού. Κατά την πρώτη τετραετία Obama, προστέθηκαν 7 εκατομμύρια φτωχοί. Το 2007 το 90% Αμερικανών κατείχε το 28.5% του πλούτου, το 2013 το 24.8%. Αντιθέτως το πιο πλούσιο 10% του πληθυσμού το 2007 κατείχε το 71.5% ενώ 6 χρόνια μετά σκαρφάλωσε στο 75.2 (στοιχεία Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ). Σε καθεστώς παγκόσμιας ύφεσης κατά την περίοδο Obama, το οικονομικό μοντέλο έδωσε την δυνατότητα στην αστική τάξη να κλέψει και άλλο μερίδιο από τον πλούτο που παράγει η μικρομεσαία τάξη. Κάπως έτσι τα κοινωνικά συμφέροντα έμειναν άστεγα, η κοινωνική συναίνεση έσπασε και η αντιπολιτική που γεννάει φαινόμενα Trump, θριάμβευσε. Ο πόλεμος των φτωχών ενάντια σε φτωχούς είναι η ταφόπλακα στην ηγεμονία οποιουδήποτε κοινωνικού φιλελευθερισμού είχε απομείνει στην Αμερική.
Όμως κάτι κινείται. Παρά την μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας ήδη από την δεκαετία του 60, 7.2 εκατομμύρια εργάτες στον δημόσιο τομέα και 7.6 εκατομμύρια εργάτες στον ιδιωτικο τομέα, είναι μέλη σε συνδικάτα και σωματεία τα οποία σε σημαντικό βαθμό κινούνται σε προοδευτική κατεύθυνση. Πρόκειται για την τάξη που υποεκπροσωπείται και για την τάξη που πρέπει να ριζοσπαστικοποιηθεί.
H αντίληψη που οδήγησε τον Bill Clinton άλλα και τον σύμβουλο της Hillary, John Podesta να στοχοποιήσουν τον Bernie Sanders ως τον τρελό σοσιαλιστή που προσπαθεί να καταλάβει το κόμμα, είναι μία αντίληψη που πρέπει να χάσει. Όχι γιατί πρέπει να σωθούν οι Δημοκρατικοί από την κατρακύλα, άλλα γιατί πρέπει να συγκρατηθεί ο κόσμος από το να πάει σπίτι του.
Ήδη χιλιάδες διαδηλώνουν σε όλες τις πολιτείες της Αμερικής με αιτήματα τα οποία δίνουν έναν τόνο ενάντια στις ρατσιστικές και σεξιστικές δηλώσεις του Trump, συμβολικά δείχνουν ότι δεν θα παρέχουν συναίνεση σε αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, όμως θυμίζουν τις νυχτερίδες που όταν δουν φως τυφλώνονται και χάνουν τον δρόμο τους. Το κινηματικό ξέσπασμα των τελευταίων ημερών, δεν έχει κάποιο αίτημα για την επόμενη ημέρα. Για αυτό είναι η ώρα να τεθεί το ερώτημα, με ποιο πολιτικό υποκείμενο. Θα περάσουν πολλοί μήνες μέχρι να καταλάβει η Αμερικάνικη εργατική ταξη τι συνέβη. Ή θα αφήσει τον χρόνο περιμένοντας, ή θα ανασυντάξει τις δυνάμεις της, θα προσπαθήσει να φτάξει ένα νέο ιστορικό μπλοκ, και θα ανασυστήσει την συλλογική ταυτότητα εκείνων που διψούν όχι μόνο για αλλαγή ηγεσίας, άλλα για αναδιανομή του πλούτου και της δημοκρατίας υπέρ των εργαζόμενων.