Από τον Μώμο
Ο Θάνος Τζήμερος είναι αυτός που δεν ήταν ικανός να βγάλει τη σχολή αλλά του έφταιγαν οι άλλοι, είναι αυτός που δεν μπορεί να ξεχωρίσει την επένδυση από την υπεραξία αλλά καταρρίπτει καφενειακά τον Μαρξ με όρους ποδοσφαίρου, είναι αυτός που σφίγγεται για να μην πει το «ένας Παπαδόπουλος σας χρειάζεται» αλλά τελικά τον βλέπει σε ονειρώξεις.
Είναι ο αμόρφωτος γέροντας στο καφενείο που θεωρεί ως κοινωνικό πρόβλημα τη δήθεν αμορφωσιά των νέων και το ότι φοράνε σκουλαρίκια στη μύτη, ενώ το δικό του παιδί πουλάει το κορμί του σε κάποιο αφεντικό, για να εξασφαλίσει τη δουλειά του.
Είναι αυτός που οραματίζεται τον εαυτό του ως Θάτσερ γνωρίζοντας πως θα τα κατάφερνε τόσο καλύτερα που μέχρι και τα ταγέρ της θα αναδεικνύονταν πάνω του πολύ περισσότερο.
Είναι ο καλομαθημένος γιος που τον κολάκευαν από μικρό για τα γαλανά του μάτια κι έμαθε να αγαπά τόσο πολύ τον εαυτό του ώστε να κοιτάζεται για ώρες νωχελικά στον καθρέφτη, χάνοντας την ικανότητα να αγαπάει οτιδήποτε άλλο.
Είναι αυτός, που οι άλλοι τον γέμισαν προσδοκίες για τον εαυτό του κι όταν δεν τα κατάφερνε του τα συγχωρούσαν όλα. Όμως εκείνος μέσα του ήξερε τις αποτυχίες του και τις μασκάρευε φοβούμενος το ότι θα αποκαλυφθούν.
Είναι εκείνος, που η έλλειψη παιδείας τον έκανε λαϊκιστή, αλλά η παιδεία που νόμιζε πως είχε δεν του το επέτρεπε αυτό κι έτσι χρησιμοποίησε την λαϊκίστικη μικροαστική του γλώσσα για να καταγγείλει τον λαϊκισμό τον άλλων.
Είναι εκείνος που υπερασπίζεται ένα σύστημα κοινωνικού δαρβινισμού μεγαλοφώνως, για να τον ακούν οι άλλοι μπας και αποφύγει τη φυσική αποβολή του από αυτό.
Είναι ο πρόθυμος να μπει μπροστά, για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες εκείνων στους οποίους θα ήθελε να ανήκει ώστε να φαίνεται ένα με αυτούς και κυρίως να μην αισθάνεται τόσο μόνος.
Ο Τζήμερος όμως είναι και δειλός, ούτε καν θρασύδειλος κι αυτό ίσως τον απομακρύνει από το να θέσει μουσολινική υποψηφιότητα και να ολοκληρωθεί ως φασίστας. Η ανάγκη του δε, να προβληθεί στα Μέσα, τα οποία κατάλαβε πως είναι ο μόνος δρόμος ώστε να εξασφαλίσει την ψευδαίσθηση πως έχει κάποια αξία, τον κάνουν να μπαρουφολογεί δημόσια χωρίς να φοβάται να εκτεθεί σε όσους έχουν μια έστω τυπική μόρφωση και κοινωνική παιδεία. Γιατί να φοβάται άλλωστε; Έχοντας επιλέξει τον εύκολο δρόμο να επιχειρηματολογεί υπέρ όσων έχουν την πραγματική εξουσία νοιώθει ασφαλής. Ο Tζήμερος επίσης νοιώθει ασφαλής επειδή είναι γραφικός και κανένας δεν τον παίρνει στα σοβαρά, όμως η ίδια αυτή η γραφικότητα σε μια όλο και περισσότερο λουμπενοποιημένη κοινωνία, εν καιρώ οικονομικής κρίσης, τον κάνει επικίνδυνο.
Ο Τζήμερος λοιπόν, που πριν λίγο καιρό έπαιζε το θύμα ενός υποτιθέμενου ξυλοδαρμού στα κανάλια, ώστε να αποκτήσει λίγο περισσότερο προβολή (μιας και εκείνα τον είχαν για αρκετό καιρό ξεχάσει) και για να μπορέσει να ταυτίσει το λαϊκό κίνημα με τον φασισμό, σήμερα γρονθοκόπησε μια γυναίκα, την αξία και το σθένος της οποίας δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει. Την χτύπησε ίσως με την οργή που πυροβόλησε ο φαντάρος τον «συμπέθερο» του Τζήμερου (το έχει πει κι αυτό) Τσε Γκεβάρα, ακολουθώντας μεν εντολές ανωτέρων, νοιώθοντας όμως και μειονεκτικά απέναντί στο θύμα του, από το οποίο ήλπιζε πως ίσως μέσω του φόνου του αποκτήσει λίγη αξία κι εκείνος.
Ο «Τζημερισμός», είναι ντροπαλός φασισμός και ο φασισμός δεν θα πεθάνει μόνος.